Το hotspot της ερημοποίησης των εδαφών αποτελεί ο νότος της Μεσογείου καθώς σε περιοχές της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας παρατηρείται ακρότατη υποβάθμιση του εδάφους με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η δυνατότητα πλέον να παραχθεί φυτική βιομάζα, κάτι το οποίο οδηγεί στην ερημοποίηση της γης.

Αυτό εξηγούν στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής στο εργαστήριο Εδαφολογίας και Γεωργικής Χημείας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Διονύσης Γασπαράτος και ο επίκουρος καθηγητής στο εργαστήριο Εδαφολογίας και Γεωργικής Χημείας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ορέστης Καΐρης.

Το ζήτημα της ερημοποίησης δεν μπορεί να εξεταστεί ξεχωριστά από την κλιματική κρίση καθώς, όπως επισημαίνουν οι κκ. Γασπαράτος και Καϊρης, «τα πάντα είναι αλληλένδετα και το ένα οδηγεί στο άλλο».

«Δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για ερημοποίηση χωρίς να μιλάμε για ξηρασία ή για ξηρασία η οποία ουσιαστικά θα οδηγήσει στην ερημοποίηση. Ίσως λοιπόν γι' αυτό είναι τόσο δύσκολο όλο αυτό το πρόβλημα γιατί είναι τόσο πολυδιάστατο. Hotspot της κλιματικής κρίσης είναι η Μεσόγειος, γιατί δεν είναι μόνο η ξηρασία, είναι και η άνοδος της θερμοκρασίας. Στη ζώνη αυτή παρατηρείται σύμφωνα με τα μοντέλα ότι θα έχουμε άνοδο της θερμοκρασίας, όπως επίσης και μείωση του διαθέσιμου νερού των βροχοπτώσεων. Επομένως, αυτό ακολουθεί το θέμα της ερημοποίησης και υποβάθμισης των εδαφών», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γασπαράτος.

Από την πλευρά του, ο κ. Καϊρης δίνοντας μία ερμηνεία στο φαινόμενο της ερημοποίησης, τονίζει ότι αποτελεί ουσιαστικά την ακρότατη υποβάθμιση του εδάφους από οποιαδήποτε αιτία, είτε η αιτία αυτή είναι κάποιος παράγοντας του περιβάλλοντος, όπως η ξηρασία, είτε η αιτία αυτή είναι ανθρωπογενής, όπως η διαχείριση των εδαφικών πόρων.

Σύμφωνα με τον κ. Γασπαράτο, η ερημοποίηση των εδαφών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. «Ανάλογα με τις πεδοκλιματικές συνθήκες που κρατούν σε κάποιες περιπτώσεις θα είναι ταχύς ο ρυθμός και σε άλλες πιο αργός», επισημαίνει ενώ ο κ. Καΐρης τονίζει ότι εξαρτάται από τη διεργασία της υποβάθμισης, δηλαδή αν η απώλεια του εδάφους προκύπτει λόγω της διάβρωσης. «Η κύρια διεργασία και για την Ελλάδα είναι η διάβρωση, κι έπεται η αλάτωση των εδαφών. Άρα εξαρτάται ποια διεργασία υποβάθμισης θα μας οδηγήσει στην ερημοποίηση», σημειώνει.

Σύμφωνα με τον κ. Καΐρη, οι περιοχές που απειλούνται είναι οι λοφώδεις, οι επικλινείς περιοχές που καλλιεργούνται εντατικά, οι ορεινές που υπερβόσκονται, οι παραθαλάσσιες στις οποίες έχει διεισδύσει η θάλασσα στον υπόγειο υδροφορέα, λόγω των εντατικών, υπερβολικών σε αριθμό και σε βάθος γεωτρήσεων καθώς κι εκείνες οι περιοχές στις οποίες δεν λαμβάνονται μέτρα μετά από μία καταστροφική πυρκαγιά.

Μάλιστα, όπως προέκυψε από έρευνα του Εργαστηρίου Εδαφολογίας και Γεωργικής Χημείας του ΓΠΑ σε συνεργασία με το Ερευνητικό Κέντρο Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, οι περιοχές οι οποίες προβλέπεται να επηρεαστούν περισσότερο είναι οι γεωργικές περιοχές του θεσσαλικού κάμπου.

«Σε πρόσφατη δημοσίευση που προέκυψε από τη συνεργασία του Εργαστηρίου Εδαφολογίας και Γεωργικής Χημείας του ΓΠΑ σε συνεργασία με το Ερευνητικό Κέντρο Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, συνδυάσαμε την κλασική μεθοδολογία Περιβαλλοντικά Ευαίσθητων στην Ερημοποίηση Περιοχών με σενάρια μελλοντικών κλιματικών συνθηκών που στηρίζονται σε μοντέλα πρόβλεψης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (RCPs) 4.5. και 8.5. στην εκτίμηση του μελλοντικού κινδύνου ερημοποίησης σε χαρακτηριστικές γεωργικές περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου (Ελλάδα).

Τα προσομοιωμένα δεδομένα προέβλεψαν ότι ένα σημαντικό μέρος των υποβαθμισμένων επικλινών εδαφών που ορίζονται ως ευαίσθητα υπό τις παρούσες περιβαλλοντικές συνθήκες και πρακτικές διαχείρισης της γης θα μετατραπούν σε κρίσιμες περιοχές προς ερημοποίηση στο εγγύς μέλλον. Επιπλέον, οι διαδικασίες υποβάθμισης της υδατικής διάβρωσης του εδάφους και της αλάτωσης του εδάφους θα ενδυναμωθούν από την επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών, προάγοντας την ερημοποίηση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καΐρης.

«Όλη η Μεσόγειος έχει προβλήματα ερημοποίησης αυτή τη στιγμή. Το ζήτημα αυτό έχει πλέον κι οικονομικό αποτύπωμα. Ένα θέμα αρχίζει και μας απασχολεί σοβαρά όταν μπορεί να αποτιμηθεί σε οικονομικούς όρους. Δεν ξέρει κανείς πόσο αξίζει η λειτουργία του εδάφους. Όταν όμως στην ΕΕ έβγαλαν ότι περίπου 1,3 δισ. ήταν η απώλεια χρημάτων λόγω και μόνο της διάβρωσης αντιλήφθηκαν πως πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό καθώς έχει οικονομικό αποτύπωμα για τους παραγωγούς, άρα είναι χρήματα τα οποία χάνονται», τονίζει ο κ. Γασπαράτος.

Παράλληλα, όπως επισημαίνουν, το μεγαλύτερο πρόβλημα από τη διάβρωση του εδάφους το αντιμετωπίζουν τα σιτηρά.

«Η απώλεια του επιφανειακού εδάφους λόγω διάβρωσης μειώνει την ικανότητα του να παρέχει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη των ριζών, την αποθήκευση νερού και οδηγεί σε μείωση της απόδοσης των καλλιεργειών σε ποσοστό 4% ανά 10 εκ. απώλειας εδάφους. Η διάβρωση του εδάφους οδηγεί επίσης σε απώλεια οργανικής ύλης και θρεπτικών, και συνεπώς αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη γονιμότητα, τη μακροπρόθεσμη παραγωγικότητα και τη συνολική βιοποικιλότητα των εδαφών. Η σοβαρή διάβρωση του εδάφους στην ΕΕ οδηγεί σε μια ετήσια απώλεια παραγωγής 3 εκατομμυρίων τόνων σιταριού και 0,6 εκατομμυρίων τόνων αραβοσίτου με τις μεγαλύτερες απώλειες στις μεσογειακές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα), όπου κυριαρχούν αυτές οι καλλιέργειες», υπογραμμίζει ο κ. Γασπαράτος.

Καϊρης: Απαραίτητη η ανασύσταση της Εθνικής Επιτροπής για την Ερημοποίηση

Ο κ. Καϊρης το 2021 υπήρξε μέλος της Εθνικής Επιτροπής κατά της Ερημοποίησης που είχε συγκληθεί με απόφαση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Σκοπός αυτής της επιτροπής, όπως εξηγεί ο κ. Καϊρης, ήταν η ανασύνταξη του χάρτη κινδύνου ερημοποίησης της Ελλάδας. Ταυτόχρονα όμως είχε κληθεί να συνεισφέρει στην επαναδιατύπωση του ορισμού του φαινομένου της ερημοποίησης. «Η Εθνική Επιτροπή για την Ερημοποίηση πρέπει να ανασυσταθεί για να συνεχίσει το ήδη αποφασισμένο από την προηγούμενη επιτροπή έργο της», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τονίζοντας ότι τα χαρτογραφικά και αναλυτικά δεδομένα, η αποτελούν αιχμή του δόρατος στην έρευνα της εδαφολογίας.

Όπως επισημαίνει, κύριο έργο της Επιτροπής ήταν η επικαιροποίηση του Εθνικού Χάρτη Κινδύνου Ερημοποίησης των εδαφών στην Ελλάδα που είχε εκδοθεί το 2001 και χρειάζεται άμεση αναδιαμόρφωση, και προσθέτει ότι στη βάση του χάρτη αυτού θα επικαιροποιηθεί και το εθνικό σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση της ερημοποίησης.

Ανάγκη για αναλυτικά ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, χαρτογράφηση και αναλύσεις

Σύμφωνα με τους κ.κ. Γασπαράτο και Καϊρη, υπάρχουν αποσπασματικές πολιτικές για την καταπολέμηση της ερημοποίησης, ωστόσο δεν υπάρχει ενιαία στρατηγική. Όπως επισημαίνει ο κ. Γασπαράτος, τίθεται η αναγκαιότητα καταγραφής της υγείας των εδαφικών πόρων. «Το εργαστήριο έχει ξεκινήσει και την κάνει, αλλά χρειάζεται να προσεγγίσουμε πολυδιάστατες προσεγγίσεις γιατί είναι κάτι πολύ ευρύ. Χρειάζεται λοιπόν καταγραφή της υγείας των εδαφικών πόρων αλλά και της ανθεκτικότητάς τους απέναντι στους παράγοντες της ερημοποίησης», αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ ο κ. Καϊρης επαναλαμβάνει την αναγκαιότητα για χαρτογράφηση των εδαφών.

Αναφορικά με τους τρόπους που μπορεί να αποφευχθεί η ακρότατη υποβάθμιση των εδαφών, σύμφωνα με τον κ. Καϊρη, διαχειριστικά πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα έτσι ώστε οι μεταβολές στο εδαφικό σύστημα να είναι βραδείες. «Οτιδήποτε εντατικοποιεί την καλλιέργεια, αυξάνει τον ρυθμό μεταβολής των συνθηκών του εδάφους», τονίζει. Από την πλευρά του, ο κ. Γασπαράτος επισημαίνει ότι οι εντατικές καλλιέργειες στις οποίες δεν εντοπίζεται αειφορική διαχείριση του εδάφους μπορεί να επιταχύνει το φαινόμενο της ερημοποίησης.

Η ακραία υποβάθμιση των εδαφών που οδηγεί στην απερήμωση των γαιών έχει κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις

Η ερημοποίηση των εδαφών θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στους παραγωγούς καθώς βλέποντας τη γη τους να παράγει λιγότερο προϊόν θα δουν ταυτόχρονα και μείωση στα έσοδά τους, σύμφωνα με τους κ.κ. Γασπαράτο και Καϊρη.

«Η ακραία υποβάθμιση των εδαφών που οδηγεί στην απερήμωση των γαιών, στην εγκατάλειψη που έχει κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Ένας παραγωγός που δεν θα έχει εισόδημα από τη συγκεκριμένη γη θα την εγκαταλείψει κι αυτό σημαίνει τέλος, ότι χάνουμε το κομμάτι αυτό από την παραγωγή», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καϊρης, ενώ από την πλευρά του ο κ. Γασπαράτος προσθέτει ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήνουμε εδάφη χαμένα από τη γεωργική παραγωγή. «Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αειφορικά τους υπάρχοντες εδαφικούς χώρους ή να βελτιώσουμε τους υποβαθμισμένους και να προστατεύσουμε αυτούς που δυνητικά οδηγούνται στην υποβάθμιση», τονίζει.

Δασικές πυρκαγιές και ερημοποίηση των εδαφών

Καθοριστική είναι και η συμβολή των δασικών πυρκαγιών στην ερημοποίηση των εδαφών καθώς, όπως επισημαίνει ο κ. Καϊρης, οι πυρκαγιές απογυμνώνουν τα εδάφη από τη φυτική βλάστηση που έχει ένα συγκεκριμένο όριο ποσοτικό και ταυτόχρονα καταστρέφουν τη δομή των εδαφών.

«Από τη στιγμή που έχουμε γυμνό έδαφος σημαίνει ότι έχουμε ένα έδαφος μη προστατευμένο. Άρα με την πρώτη βροχόπτωση θα μετακινεί ουσιαστικά εδαφικά τεμαχίδια. Θυμίζω τι είχε γίνει στη Μάνδρα και τι υλικό είχε μεταφερθεί λόγω των πλημμυρών εφόσον πρώτα όμως το έδαφος είχε αποκαλυφθεί , είχε μείνει γυμνό χωρίς στην προστασία της βλάστησης», επισημαίνει από την πλευρά του ο κ. Γασπαράτος.

Η κλιματικά «έξυπνη» γεωργία μία από τις λύσεις για την αντιμετώπιση αυτών των συνθηκών

Σύμφωνα με τον κ. Γασπαράτο, η κλιματικά- έξυπνη γεωργία είναι ένας σχετικά πρόσφατος όρος που εισήγαγε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Γεωργίας και Τροφίμων (FAO), με βασικό πυλώνα την προσαρμογή της γεωργικής παραγωγής και την αύξηση της αντοχής της στην κλιματική κρίση με ταυτόχρονη μείωση της συνεισφοράς του αγροτικού τομέα στις κλιματικές μεταβολές.

«Είναι μία καινούρια προσπάθεια που γίνεται. Είναι η προσαρμογή πλέον των καλλιεργειών ή και της παραγωγής στις συνθήκες που αρχίζουμε και ζούμε και είναι και εντονότερες. Το θέμα είναι να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις συνθήκες», επισημαίνει ο κ. Γασπαράτος.

Σημειώνεται ότι 4-6 Δεκεμβρίου 2023 θα πραγματοποιηθεί το 16ο Πανελλήνιο Εδαφολογικό Συνέδριο στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

AΠΕ-ΜΠΕ