Η Συνεταιριστική Τράπεζα Θεσσαλίας ακολουθώντας την στρατηγική της , η οποία είναι η στήριξη της επιχειρηματικότητας, στήριξη την οποία και παρείχε έμπρακτα και ειλικρινά από την δύσκολη περίοδο της ανύπαρκτης ρευστότητας , των επαναλαμβανόμενων κρίσεων του τραπεζικού συστήματος , του κινδύνου της χρεοκοπίας της χώρας , της ύφεσης και τώρα της επιθετικής αύξησης του πληθωρισμού και των επιτοκίων.
«Τονίζουμε ότι την στήριξη αυτή την παρείχαμε χωρίς να λάβουμε καμία κρατική ενίσχυση και χωρίς επιβάρυνση των Ελλήνων φορολογουμένων. Τα ανωτέρω οικονομικά γεγονότα έχουν αντίκτυπο στην επιχειρηματικότητα, την οποία και στηρίξαμε και στηρίζουμε και στην παρούσα χρονική περίοδο χωρίς να προβούμε σε αύξηση των επιτοκίων χρηματοδοτήσεων , όταν το τραπεζικό σύστημα ακολούθησε την εξέλιξη των αυξήσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία αύξησε το παρεμβατικό επιτόκιο σε 3,5 % σταδιακά από τον 07/2022 και όταν το Euribor άρχισε να γυρίζει σε θετικό από τον 01/2022.
Ενώ υπήρξε αύξηση των επιτοκίων χρηματοδοτήσεων δεν παρατηρήθηκε αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων, παρά μόνο από τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους και μετά. Ως Τράπεζα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών φροντίσαμε να δίνουμε το όφελος αυτό στους πελάτες συνεταίρους μας αυξάνοντας το επιτόκιο των προθεσμιακών μας καταθέσεων κατά 1,50 % επιπλέον, σταδιακά από το 4ο τρίμηνο του 2022.
Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις και κυρίως την παράμετρο της δυνατότητας των επιχειρήσεων συνεταίρων μας να διατηρήσουν την ικανότητα να εξυπηρετούν τα δάνεια τους, η Τράπεζα θα προχωρήσει σε αύξηση του Ελάχιστου Δανειστικού Επιτοκίου μόνο κατά 1,80% από τη Δευτέρα 24/04/2023, για όλες τις κατηγορίες δανειοληπτών. Θεωρούμε ότι είναι μία δίκαιη και έντιμη μεταβολή στην ισορροπία μεταξύ της επιχειρηματικότητας, της κοινωνίας και της τράπεζας. Από την ως άνω αύξηση θα εξαιρεθούν για τους επόμενους 12 μήνες τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια.
Η Τράπεζα δεσμεύεται για την επαναφορά των επιτοκίων με την βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων και των συνθηκών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου».