Το μπάζωμα του χώρου, οι εικόνες του δυστυχήματος που κρύφτηκαν και τα ηλεκτρονικά αρχεία που διέρρευσαν ώστε να προβληθεί κυρίως η εικόνα του ανθρώπινου λάθους
Οι αναφορές αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. και της Πυροσβεστικής, όπως και υπηρεσιακών παραγόντων, η περίεργη δημιουργία και διαρροή ψηφιακών αρχείων με τα ντοκουμέντα της τραγωδίας των Τεμπών, οι επίσημες απαντήσεις της λεωφόρου Κατεχάκη, αλλά και μια σειρά εγγράφων που παρουσιάζει «Το Βήμα της Κυριακής», δίνουν ενδείξεις κεντρικής «επικοινωνιακής διαχείρισης» τις πρώτες ώρες του δυστυχήματος, οι οποίες οδήγησαν σε εξάλειψη κρίσιμων στοιχείων.
Στόχος των παραπάνω, δε, ήταν πιθανώς το να περιοριστεί ο επικοινωνιακός αντίκτυπος για τις «συνολικές ευθύνες της τραγωδίας» και – εν όψει των αναμενόμενων τότε εκλογών –να μην υπάρχουν ορατές εικόνες από τα συντρίμμια του δυστυχήματος, οι οποίες δημιουργούσαν, με τις συνεχείς αναμεταδόσεις τους, ιδιαίτερη φόρτιση στην κοινή γνώμη. Παράλληλα, φαίνεται ότι ζητούμενο ήταν το να παρουσιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες τα αποσπάσματα των συνομιλιών που οδηγούσαν στο συμπέρασμα του ανθρώπινου λάθους, στις ευθύνες του σταθμάρχη και όχι στις συνολικές παραλείψεις. Το ηχητικό αυτό υλικό, δε, διέρρευσε πριν ακόμη παραδοθεί – όπως προκύπτει από τα έγγραφα που παρουσιάζονται σήμερα – στην ΕΛ.ΑΣ. και σε δικαστικούς λειτουργούς.
Τα αμείλικτα ερωτήματα
Ενα λοιπόν από τα ζητούμενα της συγκεκριμένης διαχείρισης του πολύνεκρου σιδηροδρομικού ατυχήματος στις 28 Φεβρουαρίου 2023 είναι το ποιος ζήτησε να ξεκινήσει στις 4 Μαρτίου η μεταφορά των βαγονιών των δύο συρμών από το σημείο της σύγκρουσης. Και αυτό, ενώ η διεθνής πρακτική σε παρόμοια δυστυχήματα είναι διαφορετική. Σε περιπτώσεις τραγικών συμβάντων (σ.σ.: όπως συνέβη και με την πτώση του αεροπλάνου της εταιρείας Helios το 2005 στο Γραμματικό), εντός και εκτός Ελλάδας, τα συντρίμμια παραμένουν επί τόπου για να μη χαθούν κρίσιμα στοιχεία στις έρευνες των εμπειρογνωμόνων. Στην περίπτωση των Τεμπών, δε, ακολούθησε αμέσως μετά την «εξαφάνιση» των δύο συρμών και το πολυσυζητημένο πλήρες μπάζωμα και η ασφαλτόστρωση του χώρου που έχει καταγγελθεί και από τους συγγενείς των θυμάτων.
Σύμφωνα λοιπόν με υπόμνημα του πρώην περιφερειάρχη Θεσσαλίας, κ. Κωνσταντίνου Αγοραστού, και την κατάθεση του προϊσταμένου των πυροσβεστικών υπηρεσιών της περιοχής, κ. Ευάγγελου Φαλάρα, τις πρώτες ώρες μετά τη σύγκρουση υπήρξαν επί τόπου δύο διαδοχικές συνεδριάσεις του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας – ΣΟΠΠ (στο οποίο συμμετέχουν παράγοντες από πολλές κρατικές υπηρεσίες), στη διάρκεια των οποίων αποφασίστηκε εκτός των άλλων να κληθούν γερανοί για την ανύψωση των κατεστραμμένων βαγονιών προκειμένου να εντοπιστούν από κάτω τυχόν σοροί, αξιοποιήσιμα στοιχεία κ.λπ.
Ωστόσο ποτέ δεν ζητήθηκε, και όπως είναι απολύτως φυσικό (σ.σ.: όπως συνάγεται και από τα σχετικά έγγραφα που είναι στη κατοχή της εφημερίδας μας), εκείνες τις πρώτες ώρες να εξαφανιστούν τα βαγόνια από τον τόπο του ατυχήματος, να μπαζωθεί ο χώρος κ.λπ.
Κάτι που φαίνεται να υποστήριξαν κυβερνητικοί παράγοντες και ανάμεσα σε αυτούς ο υφυπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, κ. Νίκος Τριαντόπουλος, που συνέδεσαν όλες τις περίεργες παρεμβάσεις στον χώρο μετά τις 3 Μαρτίου με τις πρώτες συνεδριάσεις του ΣΟΠΠ, το οποίο ας σημειωθεί ότι δεν συνεδρίασε ποτέ ξανά. Επιπλέον ο κ. Φαλάρας σε συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα επεσήμανε ότι «εμείς ζητήσαμε μόνο να σηκωθούν τα βαγόνια για να δούμε αν υπάρχει άλλος νεκρός και φύγαμε από εκεί την Παρασκευή 3 Μαρτίου».
Το ζητούμενο ήταν λοιπόν ποιος έδωσε την εντολή για την απομάκρυνση των βαγονιών που ξεκίνησε στις 4 Μαρτίου 2023, όπου διαφαίνεται «άνωθεν παρέμβαση», όπως πάλι ανέφεραν συγγενείς των θυμάτων.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής την 1η Φεβρουαρίου 2024, εκείνη την ημέρα ο νυν διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ, κ. Παναγιώτης Τερεζάκης ανέφερε ότι «την απομάκρυνση των βαγονιών αλλά και την επισκευή της σιδηροδρομικής γραμμής (…) μας τη ζήτησε η ΕΛ.ΑΣ. με προφορική επικοινωνία αξιωματικού της με υπάλληλο του Τμήματος Γραμμής του ΟΣΕ». Και αυτό στη βάση του σκεπτικού ότι «η Τροχαία, που ερευνούσε και τις συνθήκες του σιδηροδρομικού ατυχήματος, ζήτησε αυτή την παρέμβαση με την ίδια διαδικασία που καθαρίζει τους δρόμους από τα συντρίμμια οχημάτων ύστερα από τροχαίο ατύχημα».
Ομως στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. με τα οποία επικοινώνησε η εφημερίδα μας αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι έδωσαν εντολή για απομάκρυνση των βαγονιών, αφού, όπως είπαν, «σε αυτή την περίπτωση υπήρχε πολύνεκρο συμβάν που έπρεπε να διερευνηθεί διεξοδικά και δεν υπήρχε βεβαίως ζήτημα… καθαρισμού δρόμων. Εξάλλου ούτε η ΕΛ.ΑΣ. είναι τεχνική υπηρεσία να διορθώνει μάλιστα και… σιδηροδρομικές γραμμές».
Τι λέει το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
«Το Βήμα της Κυριακής» έθεσε στις 12 Μαρτίου 2024 ένα ερώτημα στο γραφείο Τύπου του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ.: «Είναι αληθές ότι στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. την εν λόγω χρονική περίοδο 1-6 Μαρτίου 2023 έδωσαν εντολές – όπως μνημονεύεται –για τέτοιου είδους τεχνικές ενέργειες και παρεμβάσεις όπως οι μετακινήσεις βαγονιών, διορθώσεις γραμμών και άλλα σχετικά θέματα;».
Με το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. να αναφέρει σε απάντησή του, που λάβαμε στις 13 Μαρτίου, 2024 ότι: «Ενέργειες που αναφέρονται στο αίτημά σας δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο της προανακριτικής δικογραφίας της Ελληνικής Αστυνομίας». Συμπληρώνεται τέλος ότι ο κ. Τερεζάκης διευκρίνισε, μιλώντας στο «Βήμα» την περασμένη Τετάρτη, ότι τελικώς ο ίδιος και όχι «υπάλληλος της γραμμής» – όπως είχε αναφέρει στην Εξεταστική Επιτροπή – είχε συζητήσει με τον αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. που του μίλησε για απομάκρυνση των βαγονιών και την τοποθέτηση τους στην περιοχή «Κουλούρι», η οποία ωστόσο ανήκε στον ΟΣΕ. Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι δεν θυμάται το όνομα του εν λόγω αξιωματικού, ενώ και τα σχετικά δεδομένα των κλήσεων – όπως επεσήμανε – είχαν πλέον διαγραφεί από τη συσκευή του κινητού του.
Ομως εξίσου ενδιαφέρον έχει ότι λίγες ώρες μετά το σιδηροδρομικό ατύχημα άρχισαν να δημοσιοποιούνται επίμαχοι διάλογοι του σταθμάρχη όπου αναδεικνύονταν τα μοιραία λάθη του. Σε μια πιθανή προσπάθεια να μην υπάρχει διάχυση ευθυνών για τη σιδηροδρομική τραγωδία σε πολιτικά πρόσωπα κ.λπ.
Η δημοσιοποίηση αυτών των ηχητικών στοιχείων είχε προκαλέσει μάλιστα την αντίδραση συνδικαλιστών που ανέφεραν «είναι δυνατόν 8 με 10 ώρες μετά το τραγικό δυστύχημα να υπάρχει συνομιλία σταθμάρχη - μηχανοδηγού, η οποία αποτελεί αντικείμενο προανακριτικής έρευνας, στο YouTube;».
Τα έγγραφα
Ομως εκείνο που προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά είναι ότι η Αστυνομία (σ.σ.: και ειδικότερα η Τροχαία) πήρε, σύμφωνα με έγγραφο που αποκαλύπτει «Το Βήμα», το εν λόγω ηχογραφημένο υλικό όχι τις πρώτες ώρες αλλά στις 3 Μαρτίου 2023, δηλαδή περίπου 40 ώρες μετά τη δημοσιοποίηση των ηχητικών στοιχείων. Με κύριο ζητούμενο εδώ το «πώς ανασύρθηκαν και με ποια εντολή από τα ηλεκτρονικά αρχεία περιορισμένης πρόσβασης του ΟΣΕ οι επίμαχοι διάλογοι που έλαβαν η ΕΛ.ΑΣ., οι δικαστικοί λειτουργοί ύστερα από δύο τουλάχιστον 24ωρα;». Συμπληρώνεται ότι η εφημερίδα μας επικοινώνησε με το στέλεχος του ΟΣΕ που αναφέρθηκε σε άμεση, μετά το δυστύχημα, επίσκεψη με αστυνομικούς στον χώρο διατήρησης των ηχογραφημένων συνομιλιών. Ο ίδιος υποστηρίζει πλέον ότι τελικά η επίσκεψή του υπήρξε στις 3 Μαρτίου 2023, ωστόσο κράτησε και ο ίδιος ψηφιακό αντίγραφο γιατί εκτιμούσε ότι θα ζητηθεί από δικαστικούς λειτουργούς, πέρα δηλαδή από την επίσημη διαδικασία.
Βασίλης Γ. Λαμπρόπουλος Το Βήμα