Με αφορμή τις εν εξελίξει διεργασίες από πλευράς Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για το θέμα του καθορισμού των βοσκοτόπων για την κτηνοτροφία, ο Πρόεδρος της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας και Περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός προέβη στην εξής δήλωση:
Παρά τις διαρκείς διαβουλεύσεις και τις αλλεπάλληλες συζητήσεις για περισσότερο από δύο μήνες με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και πολύ περισσότερο με τους ίδιους τους κτηνοτρόφους, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων φαίνεται να καταλήγει σε μία Κοινή Υπουργική Απόφαση η οποία δείχνει να δημιουργεί αρκετές ανισότητες ανάμεσα στους κτηνοτρόφους για το θέμα των βοσκοτόπων.
Χωρίς καν να είναι σαφώς καταγεγραμμένο το ζωικό κεφάλαιο τόσο σε επίπεδο χώρας, όσο και σε κάθε περιφέρεια αφού η διαδικασία των δηλώσεων του ΟΣΔΕ βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, αλλά και χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για τις επιλέξιμες εκτάσεις καθώς απουσιάζουν τα προσωρινά διαχειριστικά σχέδια βοσκής, το υπουργείο επέλεξε η κατανομή των βοσκοτόπων να γίνει μέσω μίας ΚΥΑ, η οποία δημιουργεί περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που καλείται να λύσει.
Σύμφωνα με την υπό εξέταση ΚΥΑ αλλά και τα στοιχεία που έχουν δοθεί από το υπουργείο τον περασμένο Μάρτιο, ένας κτηνοτρόφος με 100 αιγοπρόβατα στη Θεσσαλία θα λάβει 69 στρέμματα, στην Κρήτη 113 στρέμματα, στην Κεντρική Μακεδονία 48 στρέμματα και στην Ήπειρο 88 στρέμματα επιλέξιμου βοσκοτόπου. Εάν σε αυτό συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι η τιμή ενίσχυσης ανά στρέμμα της επιλέξιμης έκτασης είναι ίδια σε όλη την επικράτεια, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως κτηνοτρόφοι διαφορετικών περιφερειών θα λάβουν διαφορετικά ποσά ενίσχυσης.
Μία τέτοια εξέλιξη περισσότερο δείχνει πως το υπουργείο επιθυμεί να βάλει τους κτηνοτρόφους να τσακώνονται μεταξύ τους, παρά να λύσει το χρόνιο και μείζον πρόβλημα των βοσκοτόπων. Γιατί είναι κάτι παραπάνω από σαφές πως η παραπάνω διαδικασία θα δημιουργήσει περιφερειακές ανισότητες και κτηνοτρόφους «β’ και γ’ κατηγορίας» καθώς για παράδειγμα περιφέρειες με μεγάλη δυναμική στον κτηνοτροφικό κλάδο όπως η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλία, «τιμωρούνται» λαμβάνοντας λιγότερα στρέμματα και κατά συνέπεια λιγότερες επιδοτήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες το υπουργείο λειτουργεί με τιμωρητική διάθεση απέναντι σε κτηνοτρόφους που για πολλά χρόνια και με κόπους ζωής, έστησαν και λειτουργούν τις κτηνοτροφικές τους μονάδες προσφέροντας τα μέγιστα στην ελληνική οικονομία παράγοντας.
Η δυνατότητα επίσης που δίνει η ΚΥΑ ώστε ο βοσκότοπος να μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, με την κατάρτιση των διαχειριστικών σχεδίων βοσκής, εκτιμάμε πως δεν εξασφαλίζει τους κτηνοτρόφους. Τούτο, διότι εφόσον τον ερχόμενο Αύγουστο αναμένεται να σταλούν στους κτηνοτρόφους τα προσωρινά δικαιώματα της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, θεωρούμε πως από το καλοκαίρι και μετά την έκδοση των οριστικών δικαιωμάτων της νέας ΚΑΠ, οι όποιες αλλαγές και να επέλθουν στον βοσκότοπο, δεν μπορούν να επηρεάσουν τα οριστικά δικαιώματα.
Το δε, σενάριο της ενιαίας τιμής σε όλη την επικράτεια «δημιουργεί» πρόβλημα αφού το υπουργείο οδηγείται στην εφαρμογή «τεχνικής λύσης». Η υπό εξέταση ΚΥΑ οδηγείται και πάλι στην οδό της «τεχνικής λύσης», αφού εάν δεν υπάρξει επιλέξιμος βοσκότοπος εντός των ορίων του δήμου όπου δραστηριοποιείται ο κτηνοτρόφος ή των όμορων δήμων, θα του δοθεί βοσκότοπος εντός της χωρικής ενότητας.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, εμμένουμε στην άποψή μας για την αδήριτη ανάγκη κατάρτισης προσωρινών διαχειριστικών σχεδίων βοσκής τα οποία είναι τα μοναδικά που δύνανται να δώσουν την πραγματική εικόνα του επιλέξιμου βοσκοτόπου, για να ακολουθήσει εν συνεχεία και η ΚΥΑ κατανομής του.
Κάθε προσδιορισμός των κριτηρίων κατανομής πριν την ολοκλήρωση των διαχειριστικών σχεδίων είναι επιστημονικά αυθαίρετος και εγκυμονεί ανεπιθύμητες στρεβλώσεις και εξόφθαλμες αδικίες.
Εκ των πραγμάτων, θεωρούμε πως τα κριτήρια κατανομής των βοσκοτόπων πρέπει να εξειδικευθούν μετά την ολοκλήρωση των προσωρινών διαχωριστικών σχεδίων ώστε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα το μέγεθος των επιλέξιμων προς βόσκηση εκτάσεων και να υποστηρίξουμε ενιαίο συντελεστή για όλη την επικράτεια. Κριτήριο θα πρέπει να είναι και η ισότιμη και αναλογική αντιμετώπιση των κτηνοτρόφων ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου.
Το υπουργείο οφείλει να υιοθετήσει ένα σύστημα το οποίο θα εγγυάται την ισότητα στη μεταχείριση των κτηνοτρόφων ανά τη χώρα, χωρίς να δημιουργεί αποκλεισμούς οι οποίοι θα πλήξουν περιοχές με ισχυρή κτηνοτροφία.