Στα τρικαλινά σπίτια την παραμονή των Χριστουγέννων υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Οι νοικοκυρές από τα χαράματα επί ποδός… πολέμου. Ανασκουμπωμένες, παρά το τσουχτερό κρύο, ετοίμαζαν τα πατροπαράδοτα γλυκά, τους αφράτους κουραμπιέδες, τον μπακλαβά με μπόλικο καρύδι, τις αυγοκουλούρες, τα χριστόψωμα, τα μουστοκούλουρα, τα μελομακάρονα και παραγέμιζαν τη γαλοπούλα για τον φούρνο. Έσφαζαν την χριστουγεννιάτικη γουρνάδα, έφτιαχναν τα γευστικά λουκάνικα, τον υπέροχο πατσά, το παστό και τις φοβερές τσιγαρίδες.
Όλοι στο σπίτι βοηθούσαν. Και ο πατέρας του σπιτιού σαν καλός νοικοκύρης απ’ το πρωί στην αγορά της πόλης για τα ψώνια. Σωστό πανηγύρι στα παλιά «Χασάπικα», την παλιά δημοτική αγορά. Μαδημένες γαλοπούλες στολισμένες με κορδέλες και ελάτια του Ασπροποτάμου, γουρουνόπουλα και αρνάκια του γάλακτος κρεμόντουσαν σε ατέλειωτες σειρές στα τσιγκέλια. Και οι χασαπάδες με τις μακριές κάτασπρες ποδιές, και τα πελώριους μπαλτάδες, να διαλαλούν με μακρόσυρτη φωνή την πραμάτειά τους.
Η Τρικαλινή αγορά «βογκούσε» απ’ όλα τα αγαθά, οι λαϊκοί οργανοπαίκτες και τα πιτσιρίκια έλεγαν τα κάλαντα από μαγαζί σε μαγαζί και έδιναν μέσα στην όλη πολυθόρυβη χριστουγεννιάτικη κίνηση ένα ιδιαίτερο γιορταστικό τόνο.
Τα μικρά παιδιά, μετά το ολοήμερο ξεπόρτισμα και σεργιάνισμα στους δρόμους για τα κάλαντα, το βράδυ, υστέρα από ένα γενναίο λούσιμο στην σκάφη δίπλα στη σόμπα με τσιριχτές φωνές, μαζευόταν κοντά στη γιαγιά τους, πλάι στο αναμμένο τζάκι για να τούς πει κανένα παραμύθι με τον Άγιο Βασίλη ή τους καλικαντζάρους, τα τραγοπόδαρα παγανά.
Το παλιό τρικαλινό τζάκι κάθε Χριστούγεννα ήταν ένα ωραίο σύμβολο οικογενειακής θαλπωρής. Μια αρχοντική παράδοση. Στη γλυκιά ζεστασιά του φώλιαζαν εκείνα τα χρόνια μονιασμένοι κι’ αγαπημένοι, η σεβάσμια γιαγιά, ο ασπρομάλλης παππούς, ο πατέρας, η μητέρα, τα παιδιά, όλη η οικογένεια…
Την παλιά εποχή την ημέρα των Χριστουγέννων τα Τρίκαλα ξυπνούσαν πάντοτε χιονισμένα όπως λένε οι παλιοί. Άφθονο χιόνι σκέπαζε τα πάντα και από τα κεραμίδια των σπιτιών κρεμόντουσαν τεράστια κρύσταλλα, σωστές λαμπριάτικες λαμπάδες. Από τα χαράματα και με τούς πρώτους ήχους της καμπάνας, όλοι, μικροί και μεγάλοι, ξεκινούσαν για τις Εκκλησίες. Η τότε Μητρόπολη Αγία Επίσκεψις, ο Άγιος Νικόλαος, η Παναγία Φανερωμένη, η Αγία Παρασκευή, τα Σαράγια και οι άλλες τρικαλινές εκκλησίες, λαμπροφωτισμένες απ’ το χρυσό φώς των κεριών και των πολυελαίων, πλημμύριζαν από ευλαβικούς χριστιανούς.
Το χριστουγεννιάτικο τρικαλινό τραπέζι ήτανε πλούσιο σε εδέσματα: Κοτόσουπα, γουρουνόπουλο ψητό, γαλοπούλα γεμιστή με κάστανα, πρασοσέλινο χοιρινό, άσπρο τυρί και ντόπιο κρασί. Και ακλουθούσαν τα γλυκά και τα φρούτα, συνήθως πορτοκάλια, μανταρίνια και μήλα.
Τα χριστουγεννιάτικα φύλλα των τοπικών εφημερίδων εκείνης της εποχής, «Θάρρος» του Λ. Κλειδωνοπούλου, «Ληθαίος» του Μ. Λούκα, «Αναγέννησις» των Θεοδωροπούλου – Λίβερη, «Αγών» των Ζέριγγα – Κύρκου, «Ελευθέρα Γνώμη» των Μπακάλη – Κωνσταντινίδη κ.α. κυκλοφορούσαν πανηγυρικά με θαυμάσιες ξυλογραφίες της Γεννήσεως των καλλιτεχνών Γιολδάση, Ντάκου, Ζιώγα, Παναγιωτόπουλου, πού κοσμούσαν την πρώτη σελίδα, με τα χριστουγεννιάτικα ποιήματα, διηγήματα και λαογραφικά σημειώματα των Γ. Χατζηγώγου (Γοργία), Σωτ. Περγαντή (Ίταμου), Άλ. Χατζηγάκη, Βασ. Βήκα, Χρ. Τσαπάλα, Ι. Παπασωτηρίου, Γιαν. Τρίκκη, Κλ. Μαρκίνα, Μιμ. Νακοπούλου, Ν. Παππά, Ν. Μπούρα, Γιάννη Παπαζήση (Τρικάλ), Αχιλ. Καρανάσιου (Άλκη Περαστικού), Γιάννη Ακρίβου, Κίτσιου Παππά (Ερρίκου) κ.ά.π.
Ο αείμνηστες λογοτέχνης Γιάννης Τρίκκης (Γιάννης Φίτσιος, ιατρός), είχε γράψει για τα Χριστούγεννα στα παλιά Τρίκαλα το παρακάτω λυρικό πεζογράφημα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μετέωρα» του ΕΜΟΤ το 1947:
«Τα περασμένα χρόνια χιόνιζε τα Χριστούγεννα. Έτσι θυμάμαι. Και τα Τρίκαλα τη μεγάλη νύχτα της αναμονής του θείου γεγονότος ήταν πάντα λευκά, εξαγνισμένα σαν τις ψυχές των καλών χριστιανών. Την παραμονή τα χιόνια είχαν αιματοβαφτεί από τα σφάγια σε κάθε αυλή. Αυτό δεν ήταν αμαρτία, ήταν η θυσία απόμακρη επιταγή λατρείας στον οποιονδήποτε Θεό ύστερα από νηστεία. Τα αθώα αίματα στη στιγμή ξεχρώμιαζαν και σκεπάζονταν από άλλο στρώμα χιονιού πριν νυχτώσει. Τη νύχτα, ώ άγια νύχτα ελπίδας, άναβαν οι φωτιές στα σπίτια μέσα στα τζάκια ν’ αργοψηθούν τα χοιρινά και από τα μπουχαριά να ξεπεταχτούν στον ουρανό ο καπνός και η κνίσα…»
«Κι’ όταν έρχονταν η ώρα, και ήταν η ώρα που τα τελευταία σκοτάδια θα δέχονταν σε λίγο αχτίδες φωτός, οι καμπάνες. Οι βροντεροί, μα γλυκύτατοι χτύποι τους αντηχούν ακόμα εντός μου. Το ξεκίνημα τότε για την Εκκλησία ήταν φαντασμαγορικό. Ο ουρανός έριχνε πηχτές άσπρες τουλίπες, οι δρόμοι ήταν ψηλότεροι, όσο κι αν το βήμα βυθίζονταν ως το γόνα. Στη λειτουργία πόσα ωσαννά! Ο Δεσπότης κι οι παπάδες χρυσοστολισμένοι στο Ιερό, τα μανουάλια να λαμπυρίζουν, τα καντήλια ν’ αναφτούν και οι επίτροποι μεγαλόπρεπα να στέκουν μπρος στο παγκάρι. Και σαν όραμα μπρος στα μάτια των πιστών η ωραία Μαρία που αγκάλιαζε τον μικρό Χριστό. Στο γυρισμό έφεγγε πια. Και οι χριστιανοί έβλεπαν στις στέγες των σπιτιών νάναι κρεμαστές λαμπάδες, λευκές σαν σε πολυέλαιο ανάστροφο, διάφανες δέσμες, σταλαχτίτες χιονιού, πού είχε γλιστρήσει και κρυσταλλωθεί, ενώ πια ο ουρανός είχε πάρει διαύγεια…».
ypaithros.gr