Μια άγνωστη πτυχή της απαγωγής του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά από τον Βασίλη Παλαιοκώστα, το 2008 στη Θεσσαλονίκη, αποκαλύπτεται σε πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
O πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος προσέφυγε στα διοικητικά δικαστήρια, ζητώντας αποζημίωση συνολικά 8 εκατ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο.
Το επιχείρημα είναι ότι ζημιώθηκε οικονομικά και ηθικά από τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την απαγωγή η ΕΛ.ΑΣ. Εκτός από τη σημασία της μαρτυρίας του θύματος, η απόφαση του ΣτΕ αποτελεί επιπλέον ένα άτυπο εγχειρίδιο του τρόπου με τον οποίο η Ελληνική Αστυνομία λειτουργεί σε υποθέσεις απαγωγών.
Ο επιχειρηματίας κρατήθηκε από τον Παλαιοκώστα σε σπίτι-κρησφύγετο στη Σουρωτή, για 15 μέρες. Η σύζυγος και ο δικηγόρος του είχαν αφήσει έξι σάκους με λύτρα 10,8 εκατ. ευρώ σε πάρκινγκ της εθνικής οδού, έξω από τον Κορινό Πιερίας, με αρκετά επεισοδιακό τρόπο. Ο Παλαιοκώστας συνελήφθη δύο μήνες αργότερα στη Σουρωτή.
Στο θύμα της ομηρείας επιστράφηκαν 4.332.000 ευρώ, που βρέθηκαν σε τρία διαφορετικά σημεία – στον πρώτο όροφο του κρησφύγετου, θαμμένα στην αυλή του ίδιου σπιτιού και σε διαμέρισμα στην Περαία. Δεν βρέθηκαν ποτέ τα υπόλοιπα 6,46 εκατ. ευρώ των λύτρων.
Στην προσφυγή Μυλωνά, η οικονομική ζημία υπολογίζεται στα παραπάνω χρήματα συν 610.995 ευρώ, τα οποία, όπως αναφέρεται, είναι οι τόκοι τραπεζικού δανείου που έλαβε η εταιρεία του θύματος για να συγκεντρώσει τα λύτρα.
Το υπόλοιπο 1 εκατ. ευρώ της αποζημίωσης που ζητήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, αφορούσε την ηθική βλάβη από τις ενέργειες της Αστυνομίας. O φάκελος έφθασε στο ΣτΕ έπειτα από την απόρριψη της αίτησης Μυλωνά από το Διοικητικό Εφετείο της Θεσσαλονίκης.
Η περιγραφή στο βιβλίο του Παλαιοκώστα (Μια φυσιολογική ζωή, Οι εκδόσεις των Συναδέλφων) αναφορικά με τα λύτρα, είναι περισσότερο γλαφυρή από το δικόγραφο. Στο κρησφύγετο της Περαίας είχε κρύψει 3 εκατομμύρια, όμως οι αστυνομικοί δεν είχαν αρχικά εντοπίσει το σπίτι.
Ο δραπέτης γράφει ότι αργά ή γρήγορα θα έφταναν σε αυτό κι έτσι υπήρχε ο κίνδυνος να σχηματιστεί καινούρια δικογραφία, επομένως πολύ μεγαλύτερη αθροιστικά ποινή για τον ίδιο και δύο συγκατηγορούμενούς του, για τους οποίους κυρίως νοιαζόταν.
«Είχαμε δύο λύσεις: Ή να τηλεφωνήσει κάποιος απ’ έξω στην αστυνομία και να καταδείξει ανώνυμα το διαμέρισμα ή με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων στο θύμα, να το κάνουμε εμείς. Αποφασίσαμε από κοινού το δεύτερο», γράφει ο Παλαιοκώστας.
«Όμως, υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα. Εγώ δεν είχα κανένα όφελος απ’ αυτό. Όλα γίνονταν για τα παιδιά, αλλά εκείνα πήγαιναν αρνητικά όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην απαγωγή. Πώς θα δικαιολογούσαν επιστροφή χρημάτων; Θα ήταν σαν να αποδέχονταν τις κατηγορίες.
Επίσης, στον ιδεολογικό κόσμο που κινούνταν, μια τέτοια ενέργεια μπορούσε να παρεξηγηθεί χωρίς ακριβή ενημέρωση (...) Το πήρα πάνω μου. "Αφήστε το, παιδιά. Θα το αναλάβω εγώ που δεν χρωστώ εξηγήσεις σε κανέναν επαναστάτη του καναπέ"».
Ο Παλαιοκώστας, όπως γράφει πάντα στο βιβλίο, ζήτησε να μιλήσει από το κρατητήριο στο τηλέφωνο με τον Μυλωνά:
- Γιώργο, χωρίς περιστροφές. Ήρθες και μου ζήτησες να σου επιστρέψω χρήματα. Το ξανασκέφτηκα! Προτίθεμαι να σου επιστρέψω τρία εκατομμύρια, με τη συμφωνία να βοηθήσεις τα παιδιά στο δικαστήριο. Δεν έχουν καμία συμμετοχή στην απαγωγή σου.
- Ναι, Βασίλη. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου, θα κάνω αυτό που μου λες, σε ευχαριστώ πολύ.
- Πρόσεχε, φουκαρά, μη με κοροιδέψεις. Θα είσαι ξανά υποψήφιος! Γέλια...
- Όχι, τι είναι αυτά που λες; Είπαμε κάτι και τελείωσε. Ξέρω πλέον με ποιον μιλάω.
«Δίνοντας πίσω το κινητό στον διοικητή, τους λέω: "Άντε, τυχεράκηδες, έχει πολλά όπλα εκεί που θα σας στείλω". Τρίβανε τα κωλομέρια απ’ τη χαρά τους».
Τα επιχειρήματα της πλευράς Μυλωνά στην ιδιότυπη δικαστική κόντρα με την ΕΛ.ΑΣ. συνοψίζονται στα εξής: Δεν μερίμνησε η Αστυνομία στην ασφαλή κράτηση του Παλαιοκώστα και απέδρασε με ελικόπτερο από τον Κορυδαλλό, δεν έλαβε αυξημένα μέτρα στη Θεσσαλονίκη, παρότι η παρουσία Παλαιοκώστα στην περιοχή ήταν γνωστή μετά από ληστεία τέσσερις μήνες νωρίτερα κι επίσης άφησε την ευθύνη για την καταμέτρηση και προσημείωση των λύτρων στην οικογένεια.
Όπως αναφέρεται, αγοράστηκε ειδικό μηχάνημα για το σκανάρισμα των χαρτονομισμάτων και η Αστυνομία περιορίστηκε σε υποδείξεις για την απόκτηση του σχετικού τεχνικού εξοπλισμού.
Η πλευρά Μυλωνά υποστήριξε ότι ο επιχειρηματίας απελευθερώθηκε λόγω της καταβολής των λύτρων και όχι επειδή υπήρξε αποτελεσματική δράση της Αστυνομίας, κι επίσης ότι οι διαπραγματευτές άφησαν τη σύζυγο του Μυλωνά να επικοινωνεί με τους απαγωγείς, επομένως καμία συμβουλή των διαπραγματευτών δεν οδήγησε στην απελευθέρωσή του.
«Η καταβολή τελικά λιγότερων λύτρων (σσ: αρχικά ο Παλαιοκώστας ζητούσε 30 εκατ. ευρώ) υπήρξε αποτέλεσμα των ορίων των οικονομικών του δυνατοτήτων», σημειώνεται.
Ο δικηγόρος του Δημοσίου προσπάθησε να αντικρούσει όλα τα παραπάνω. Η Αστυνομία έλαβε όλα τα μέτρα που ενδείκνυνται σε υποθέσεις απαγωγών, στις οποίες προέχει η ζωή του ομήρου κι έπεται η αναζήτηση των λύτρων, υποστήριξε.
«Ενδεχόμενη προσπάθεια για παρακολούθηση του ενός ή περισσότερων από τους απαγωγείς που παρέλαβαν τα λύτρα», όπως υποστήριξε η πλευρά του Δημοσίου, «θα εξέθετε το θύμα της απαγωγής σε πράξεις αντεκδίκησης των υπόλοιπων δραστών».
Για την ιστορία, οι απαγωγείς επικοινώνησαν επτά φορές με την οικογένεια από διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Λάρισα, Αθήνα) και υποβλήθηκαν στις δικαστικές Αρχές 52 αιτήματα για άρση τηλεφωνικού απορρήτου.
Το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή Μυλωνά. Έκρινε ότι η απόδραση του Παλαιοκώστα από τον Κορυδαλλό είχε γίνει δύο χρόνια πριν την απαγωγή, επομένως δεν συνδέεται.
Αναφορικά με τις ενέργειες της Αστυνομίας, επικύρωσε το σκεπτικό του Διοικητικού Εφετείου, ότι στις απαγωγές προέχει η προστασία της ζωής του ομήρου, επομένως δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου, σύμφωνα με το Άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.
Για τη μη σύλληψη των απαγωγέων την ώρα παράδοσης των λύτρων, σημειώνεται ότι είχε μεγάλο ρίσκο, καθώς ο όμηρος δεν είχε ακόμη αφεθεί ελεύθερος, κι επίσης σε κάθε περίπτωση «δεν είναι αντικειμενικά δυνατή η σύλληψη κάθε εγκληματία, ακόμα και για την καλύτερα οργανωμένη αστυνομική υπηρεσία».
Ενδιαφέρον έχει και η απάντηση στον ισχυρισμό για το σκανάρισμα των χαρτονομισμάτων από μέλη της οικογένειας του θύματος και όχι από την Αστυνομία.
Το ΣτΕ λέει ότι ακόμη κι αν θεωρηθεί παράλειψη, είναι χωρίς αποτέλεσμα, με το σκεπτικό ότι δεν συνδέεται με την οικονομική ζημία του επιχειρηματία, διότι δεν προκύπτει ότι μέχρι την προμήθεια του σχετικού μηχανήματος για τα χαρτονομίσματα, οι Αρχές δεν κινητοποιήθηκαν για την ανεύρεση ολόκληρου του ποσού των λύτρων.
vice.com