Γράφει ο Δρ. Κώστας Πατέρας, D.Ed., M.Ed., Ph.D.
Η Ελλάδα, με μεγάλη αξιοπρέπεια και με πρωτοφανή σεβασμό στους Αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, γιόρτασε τα 200 χρόνια από την έναρξη
του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
«Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» διεκήρυξε ο Ρήγας Φεραίος.
Η διπλή γιορτή, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της έναρξης του αγώνα το 1821, για την απελευθέρωση από τα δεσμά των τετρακοσίων χρόνων
σκλαβιάς υπό την Οθωμανική αυτοκρατορία, μίλησε στις καρδιές όλων των Ελλήνων και των σύγχρονων φίλων της χώρας μας.
Ταυτόχρονα έστειλε μηνύματα με πολλούς αποδέκτες και προς πάσαν κατεύθυνση.
Τόνισε , για μία ακόμη φορά, πως το εκρηκτικό μείγμα της Ενότητας και της Πίστης στα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη ήταν η αρχή του τέλους για την
Οθωμανική αυτοκρατορία.
Η βούληση, το 1838, να εορτασθεί η έναρξη της Επανάστασης του 1821, με την μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αποδεικνύει πως ο αγώνας ήταν «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος»
Στις Χριστιανικές εκκλησίες μυήθηκαν οι Αγωνιστές του 1821 και εκεί έδωσαν τον όρκο τους «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την
Ελευθερία».
Παρά το γεγονός ότι ζούμε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, όλος ο Ελληνισμός απανταχού της Γης, χάρηκε «χαράν μεγάλην» και τα στήθη όλων των Ελλήνων γέμισαν από υπερηφάνεια, με τις εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου.
Από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, μέχρι το 1821, οι Έλληνες έκαναν 124 τοπικές, μικρές και μεγάλες επαναστάσεις. Ποτέ δεν δέχθηκαν τον Οθωμανικό ζυγό.
Ο ξεσηκωμός του 1821 έμελλε να είναι και ο λυτρωτικός για το γένος μας, υπακούοντας στην ρήση του Κάλβου «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία».
Να γιατί γιόρτασαν οι Πανέλληνες, με πρωτοφανή υπερηφάνεια τα 200 χρόνια της Απελευθέρωσης του Γένους.
Όπως και τότε, συμμετείχαν στην επανάσταση νέοι, γέροι, άνδρες και γυναίκες, γραμματισμένοι και αγράμματοι, πλούσιοι και φτωχοί έτσι έγινε και
τώρα με τον εορτασμό των 200 χρόνων λευτεριάς.
Γαλλία, ΗΠΑ, Ρωσία, Αγγλία, πλην της Γερμανίας της φιλότουρκης, έδωσαν το παρόν στις εκδηλώσεις του εορτασμού και στην μεγαλειώδη στρατιωτική
παρέλαση.
Πολλά θερμά λόγια είπαν όλοι τους, αλλά και τα μηνύματα του Τζο Μπάϊντεν, του Εμμανουήλ Μακρόν και της Βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου,
έδωσαν το στίγμα της αξίας του Ελληνικού πολιτισμού και του αγώνα της Εθνεγέρσεως.
Η παρέλαση ήταν μία παρέλαση ΕΘΝΙΚΗ, για να τιμήσουμε, όλοι μαζί, το μεγάλο αγαθό της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, που μας χάρισαν με την ζωή και το αίμα τους οι Αγωνιστές του 1821, ΛΑΟΣ και ΚΛΗΡΟΣ.
Πολεμικές σημαίες, στολές, έφιπποι, Ιερολοχίτες, μηχανοκίνητα, πεζοπόρα και αεροπορικά μέσα, νέα παιδιά, άνδρες και γυναίκες βροντοφώναξαν το «Άμμες δε γ' εσόμεθα πολλώ κάρρονες – (Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας)».
Η μεγάλη στρατιωτική παρέλαση έδειξε την αποτρεπτική δύναμη των Ενόπλων Δυνάμεων και το υψηλό επίπεδο της εκπαίδευσης και της ετοιμότητάς
τους.
Φανέρωσε, για μία ακόμη φορά, ότι «η μεγαλοσύνη εις τα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα»,
όπως έλεγε ο ποιητής Κωστής Παλαμάς (1859-1943).
Το ΕΜΕΙΣ, στην επανάσταση του 1821, επικράτησε του ΕΓΩ και γι’ αυτό μεγαλουργήσαμε.
Το «αν μισούνται αναμέσό τους δεν τους πρέπει λευτεριά» του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), πήρε σάρκα και οστά.
Μεγάλη η θυσία του 1821 και μεγάλος ο σεβασμός που τρέφουν οι σύγχρονοι Έλληνες, για όσους έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος, ώστε να ζούμε
σήμερα ελεύθεροι.
Έλληνες ενωμένοι ποτέ νικημένοι.
«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.
Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!»
(Απόσπασμα από τον λόγο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εις την Πνύκα των Αθηνών, 8 Οκτωβρίου 1838).