Διαβάζοντας προσεκτικά τη συνέντευξη/παρέμβαση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στο ένθετο «Επιχειρείν» της «Καθημερινής της Κυριακής» (22/1/2023), καθ. κ. Στουρνάρα, δεν μπορεί κανείς παρά να αναγνωρίσει -για άλλη μια φορά- στο δαήμονα κεντρικό τραπεζίτη τη νουνέχεια που τον διέπει σε όλες τις μέχρι σήμερα προσεκτικές τοποθετήσεις του.

Ποια ήταν, όμως, τα κεντρικά σημεία που πρέπει να επισημανθούν αναφορικά με το τραπεζικό μας σύστημα;

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου στη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ ή «κόκκινα δάνεια») ως προς το ενεργητικό τους, αλλά υπολείπονται ακόμη αρκετά του μέσου όρου των μεγάλων εμπορικών τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφάνισε κέρδη έπειτα από αρκετές ζημιογόνες χρήσεις, αλλά ένα μεγάλο μέρος προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα έσοδα.

Το θέμα του μερίσματος πρέπει να το δούμε όχι μόνο από τη σκοπιά της κερδοφορίας, αλλά και της κεφαλαιακής επάρκειας και των προοπτικών για το τρέχον έτος.

Αποκωδικοποιώντας τα 2 από τα 3 «αλλά»

Οι αναλυτές, όπως και ο κεντρικός τραπεζίτης, αναμένουν στο επόμενο διάστημα τη δημοσίευση των οριστικών/ετήσιων αποτελεσμάτων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

Είναι, ωστόσο, αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ήδη τα δημοσιευμένα 9μηνα αποπνέουν μια φυσική αισιοδοξία, με την επίτευξη κερδοφορίας ύστερα από μια μακρά περίοδο σώρευσης ζημιών (μέσα, μάλιστα, στις αντίξοες συνθήκες της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία).

Ακόμη όμως και με την οριστικοποίηση της θετικής εικόνας των 9μήνων στα ετήσια αποτελέσματα, τα δύο «αλλά» επικεντρώνονται στη σύσταση της επικείμενης κερδοφορίας.

Οι ελληνικές τράπεζες, δηλαδή, πετυχαίνουν την πολυπόθητη κερδοφορία, στηριζόμενες, όμως, μερικώς στην εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού.

Προσέτι, διευρύνοντας τις σκέψεις επί των αποτελεσμάτων, φαίνεται να είναι θετικά συσχετιζόμενα από την αύξηση των παρεμβατικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Με απλά λόγια, οι ελληνικές τράπεζες πλέον βγάζουν κέρδη, τα κέρδη όμως αυτά ερείδονται είτε σε μη επαναλαμβανόμενες ενέργειες, είτε στο γεγονός ότι τα επαναλαμβανόμενα έσοδα των ελληνικών τραπεζών είναι κυρίως έσοδα από τόκους δανείων (οι οποίοι τόκοι -όσοι τουλάχιστον είναι κυμαινόμενοι- έχουν ράγδην αυξηθεί το τελευταίο διάστημα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν φαίνεται να διατηρούν ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό επί των εσόδων τους από μη δανειοδοτικές εργασίες (όπως δηλαδή συμβαίνει με τις περισσότερες από τις μεγάλες ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες). Ομοίως, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα (ιδίως μετά την έκτακτη εκποίηση των θυγατρικών στις βαλκανικές χώρες) φαίνεται να αποκτά αναιμικά έσοδα από εργασίες εκτός Ελλάδος (σε αντίθεση πάλι με τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες της Ευρώπης, που φαίνεται να απολαμβάνουν τουλάχιστον το 35% των εσόδων τους από εργασίες σε χώρες διαφορετικές από εκείνη όπου διατηρούν την έδρα τους).

Νέος στόχος: Ποιοτική αναβάθμιση της κερδοφορίας

Τα σκληρά προγράμματα οικονομικής εξυγίανσης (εθελούσιες έξοδοι προσωπικού, δραστικοί περιορισμοί λειτουργικού κόστους, ανακεφαλαιοποιήσεις, μείωση «κόκκινων δανείων» κ.λπ.) που ακολούθησαν οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, σε συνδυασμό με την καθοδήγηση του Επόπτη (Τράπεζα της Ελλάδος και Ταμείο Χρηματοπιστοτικής Σταθερότητας) και τη διαρκή αρωγή της Πολιτείας (αλλά και την ουσιαστική βελτίωση συνολικά του οικονομικού κλίματος της χώρας), οδήγησαν στη νεκρανάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έπειτα από περίπου 10 χρόνια.

Ο επόμενος στόχος των διοικήσεων των τραπεζών είναι πλέον να τις θωρακίσουν και να τις μεγεθύνουν σε υγιείς και σύγχρονες βάσεις, ώστε να αποτελέσουν εκ νέου λοκομοτίβες στην ανάπτυξη της ελληνικής Οικονομίας.

Για να γίνει αυτό, οι ισολογισμοί (και -φυσικά- τα επιχειρησιακά πλάνα) των ελληνικών τραπεζών πρέπει να περάσουν από την ποσοτική βελτίωση στη φάση της έντονης ποιοτικής αναβάθμισης, ακολουθώντας 3 κεντρικούς άξονες:

Διαμόρφωση στρατηγικών «clean start» για παλιά «κόκκινα δάνεια» και «early warning» για την αποτροπή δημιουργίας καινούριων.

Αξιοποίηση και ενίσχυση fintech, cross-selling μη δανειοδοτικών προϊόντων και συμβουλευτικής τραπεζικής για μείωση της εξάρτησης της κερδοφορίας από τη διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων.

Επαναξιολόγηση της βαλκανικής δραστηριοποίησης, με ενδεχόμενο στόχο τη μετατροπή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε hub χρηματοοικονομικών υπηρεσιών για τις ξένες επενδύσεις στα Βαλκάνια (κατά τα πρότυπα της μετατροπής της Ελλάδας σε ενεργειακό hub) και την αντίστοιχη ενίσχυση της κερδοφορίας από την αλλοδαπή.

Αντί κατακλείδας, ικανοποιώντας το 3ο «αλλά»

Η διανομή μερίσματος, λοιπόν, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ταχύτητα υιοθέτησης του νέου στόχου. Γιατί αυτή είναι που θα καθορίσει την ποιότητα των κεφαλαίων, θα οριοθετήσει τις προοπτικές και (…) θα γεμίσει εκ νέου το ξάγι από το οποίο θα συμμετέχουν στα κέρδη οι κάτοχοι των μετοχών των τραπεζών.

Ελευθέριος Κρητικός

ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ, ΤΕΩΣ ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΚΕΑΟ ΤΟΥ E-ΕΦΚΑ

(*) Αναδημοσίευση από powergame.gr