Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960), ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του '30», συγκαταλέγεται στους κλασικούς και το έργο του έχει μεταφερθεί στη σκηνή και στην οθόνη. Μπορεί να πέθανε πριν από 64 χρόνια, ωστόσο το έργο του εξακολουθεί να προβληματίζει την ελληνική βιβλιοφιλική κοινότητα αλλά και τα social media και να προκαλεί έντονες συζητήσεις.

Εδώ και μερικές μέρες κυρίως το διαδίκτυο έχει διχαστεί με αφορμή ένα άρθρο της νέας πεζογράφου Ρένας Λούνα στον ιστότοπο της Lifo, στο οποίο επιχειρείται η αποδόμηση του Μ. Καραγάτση, με επίκεντρο κυρίως το μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Εκεί, η Ρένα Λούνα επιλέγει αρκετά αποσπάσματα από το βιβλίο για να υποστηρίξει ότι, πέρα όλων των άλλων μειονεκτημάτων του, ο Καραγάτσης διέπεται από έναν αχαλίνωτο σεξισμό/μισογυνισμό, ο οποίος διαφαίνεται ιδιαίτερα στον τρόπο που ο αφηγητής περιγράφει τη σχέση της κεντρικής ηρωίδας, της Μαρίνας, με το σεξ, τον ερωτισμό και τη βία, πάντα υπό τη σκιά της ενοχής αλλά και τον πανίσχυρο ηθικό και συναισθηματικό έλεγχο των αρσενικών της ζωής της, και ιδιαίτερα του συζύγου και του κουνιάδου της.

Η Ρένα Λούνα γράφει ότι το συγκεκριμένο βιβλίο του Μ. Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα «πατριαρχικό textbook», «μια σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό» και υποστηρίζει ότι ο δημιουργός μισεί τις γυναίκες, οι ηρωίδες του ξυλοκοπούνται και ότι αυτό αποτελεί το υπόβαθρο για τις γυναικοκτονίες που βιώνουμε και σήμερα.

Η Ρένα Λούνα παραθέτει, μάλιστα, το παρακάτω απόσπασμα για να στηρίξει την άποψή της ότι «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ».

«Κι όταν ένιωσε πως αυτός και το μίσος γίνηκαν ένα, τότε της είπε με μια φωνή πνιχτή:

— Πουτάνα!

Την άρπαξε απ’ τον ώμο, την έσπρωξε στην άλλη άκρη της κουζίνας, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε. Εκείνη κρατήθηκε από το τραπέζι να μην πέσει, τόσο δυνατά την είχε σπρώξει. Δεν μίλησε. Δέχτηκε τη βρισιά ατάραχη. Και πάλι στεκόταν ντούρα, προκλητική, περιμένοντας. Μ’ ένα πήδημα χίμηξε απάνω της και άρχισε να τη χτυπάει στο κεφάλι, στο πρόσωπο, στο στήθος, στη ράχη. Το μίσος έδωσε δύναμη υπεράνθρωπη στα χέρια του. Χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε. Τα χτυπήματα ηχούσαν υπόκωφα, μουγκά στο ηχείο του κορμιού της. Τα δεχόταν δίχως μια φωνή, χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Είχε κλείσει τα μάτια, είχε μισανοίξει τα χείλη. Στη μορφή της είχε χυθεί η ύπουλη εκείνη έκφραση, που κυμαίνεται ανάμεσα σε οδύνη κι ηδονή. Ένα πιο δυνατό χτύπημα στο μηλίγγι τη ζάλισε. Λύγισαν τα πόδια της, έπεσε γονατιστή.

— Μη με χτυπάς τόσο δυνατά, μουρμούρισε. Θα με σκοτώσεις· και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα…

Σταμάτησε να την χτυπάει· την κοίταζε κι ανάσαινε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε  σα γάτα.

Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε».

Σπαθαράκης και οι «μπακάλικες διδαχές»

Είχε προηγηθεί την άνοιξη του 2023 ένα εξαιρετικά επικριτικό κείμενο του εκδότη Κώστα Σπαθαράκη, το οποίο δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Βλάβη» και στο οποίο, παραθέτοντας φράσεις από το μυθιστόρημα «Μεγάλη Χίμαιρα», κατέγραφε «τον απροκάλυπτο βιολογισμό, την κοινωνιολογίζουσα κοινοτοπία και τον βίαιο σεξισμό του κειμένου».

Γράφει χαρακτηριστικά ο Σπαθαράκης: «Στις μπακάλικες αυτές διδαχές που μας είναι τόσο οικείες στηρίζεται όλο το ασταθές οικοδόμημα του Καραγάτση: αγοραίος αντιχριστιανισμός, βαθύς αντιδιανοουμενισμός που συνοδεύεται από τη διαρκή επίδειξη μιας αισθητίζουσας πνευματικότητας, αφελής ελληνολατρία, προσκόλληση στις έννοιες της ράτσας και του βιολογικού ντετερμινισμού, μια αγροτικής καταγωγής σκληρότητα πασπαλισμένη με νιτσεϊσμό, χυδαίος φροϋδισμός που απλώς επιβεβαιώνει τις προνεωτερικές έμφυλες αντιλήψεις, απλοϊκός οικονομισμός με μαρξίζουσα φρασεολογία που απλώς νομιμοποιεί την κοινωνική επιβίωση του ισχυρότερου, φασίζων βιταλισμός και αρρενωπή ζωτικότητα έναντι της θηλυκής διανόησης και της ερμαφρόδιτης ηθικής».

Και καταλήγει: «Αυτή η λογοτεχνία μπορεί να παραμένει ελκυστική, δεν είναι ωστόσο χωρίς συνέπειες. Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση, γιατί ο πυρήνας της είναι κοινότοπος και ψεύτικος, και ο ρεαλισμός της επιφανειακός και καφενειακός. Και, ακόμη χειρότερα, καθώς είναι εχθρική απέναντι στις τεχνικές και πνευματικές κατακτήσεις της μοντέρνας πεζογραφίας κλείνει κάθε αναγνωστικό δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού αλλά και προς τα σύγχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα που ενσωματώνουν και αξιοποιούν τις κατακτήσεις αυτές. Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή».

Η αντίδραση του Χρ. Χωμενίδη: Δεν καταλαβαίνουν καν τι λέει ο Καραγάτσης

Με άρθρο του στην «Καθημερινή» [23 Ιουνίου 2024] ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης, με τίτλο «Η ιδεοληψία αποβλακώνει» υπερασπίζεται τον Καραγάτση και γράφει, μεταξύ άλλων: «Η ψυχή του Μ. Καραγάτση, εάν κάπου υπάρχει, θα σκιρτάει από τη χαρά της. Ξέρετε πολλούς συγγραφείς που 64 χρόνια μετά τον θάνατό τους προξενούν ακόμα έριδες; Των περισσότερων λογοτεχνών μας του 20ού αιώνα, το έργο έχει παραδοθεί μετ’ επαίνων στη λήθη».

Ο Χρ. Χωμενίδης επιτίθεται σε όσους αμφισβητούν το έργο του Καραγάτση: «Το ανάλογο συνέβη πρόσφατα. Κάποιοι δήλωσαν εξαιρετικά προσβεβλημένοι επειδή –είπαν– ο Καραγάτσης «γράφει με μίσος για τις γυναίκες. Η “Μεγάλη Χίμαιρα”», συνέχισαν, «είναι μια σεξιστική παραφωνία κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους…». Oσο σοβαρά θα παίρναμε τους μυγιάγγιχτους των προπολεμικών κατηχητικών, που νόμιζαν ότι σκοπός της λογοτεχνίας είναι να υμνεί τη φύση και τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, άλλο τόσο και τους σημερινούς «πολιτικώς ορθούς». Τυφλωμένοι από αντιπατριαρχικό μένος, από τη λαχτάρα να πετάξουν στην πυρά όποιο έργο τέχνης δεν ευθυγραμμίζεται με τις ιδέες τους, δεν καταλαβαίνουν καν τι λέει ο Καραγάτσης. Εκείνος περιγράφει το υπαρξιακό αδιέξοδο των σκοτεινών ηρώων του, εκείνοι νομίζουν ότι προάγει την τοξική αρρενωπότητα. Οι ιδεοληψίες βλάπτουν σοβαρά, ίσως ανεπανόρθωτα, τη νοημοσύνη».

Βίβιαν Στεργίου: Να ξεμπερδεύουμε και με τους Καραγάτσηδες

Στον αντίποδα, η συγγραφέας Βίβιαν Στεργίου επικρίνει το έργο του Καραγάτση, σε άρθρο της στην ίδια εφημερίδα, με τίτλο «Τα έργα του δεν με αφορούν».

Γράφει, μεταξύ άλλων: «Διαβάζουμε πάντα στο τώρα. Ετσι, άμα κάτι εδώ και τώρα δεν μας αρέσει, για παράδειγμα οι αβαθείς γυναικείοι χαρακτήρες σε κάποιο έργο, δεν θ’ απολογηθούμε κιόλας. Θα πούμε εμείς συγγνώμη που ο τύπος γράφει «μη με χτυπάς τόσο δυνατά, θα με σκοτώσεις και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα»; Δεν θ’ απολογηθούμε που δεν γουστάρουμε να διαβάζουμε τέτοιες φράσεις. Και δεν χρειάζεται κανείς να μας τριβελίζει το μυαλό με την αξία τους σε σχολικές αίθουσες εξόντωσης της χαράς της ανάγνωσης. Δεν είναι όλα τα έργα της ίδιας στάθμης – πώς να το κάνουμε; Διαβάζω Καραγάτση και με παίρνει ο ύπνος. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο βαρετό πράγμα, καλύτερα εργάτρια στα διόδια. Ισως το μόνο πιο βαρετό ανάγνωσμα αυτές τις μέρες είναι τα τοξικά σχόλια στον βούρκο των σόσιαλ μίντια».

Και καταλήγει η Βίβιαν Στεργίου σε υψηλούς τόνους: «...Να ξεμπερδεύουμε, λοιπόν, και με τους Καραγάτσηδες και μ’ όλη τη μίζερη ελληνόφωνη παλιατζούρα και με τον Ελληνα-άνδρα-συγγραφέα-εικόνισμα που αν δεν το φιλήσεις καλείσαι να απολογηθείς, αν έτσι νιώθουμε. Αλλά να δούμε τους λόγους. Το να μας φαίνονται σεξιστικές αηδίες κάποιες φράσεις είναι θεμιτός λόγος να αφήσουμε ένα βιβλίο στο πλάι».

Δ. Σωτηρόπουλος: Γέφυρες αλληλοκατανόησης των δύο κόσμων

Ανάμεσα στις δεκάδες αναρτήσεις για τον Καραγάτση στο fb, τις τελευταίες ημέρες, ξεχωρίζει αυτή του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και προέδρου των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Βασίλη Σωτηρόπουλου. Ο κ. Σωτηρόπουλος, ο οποίος εκτιμά ότι «ο Καραγάτσης γίνεται στόχος μιας ισοπεδωτικής και ιδεολογικής κριτικής γιατί υπήρξε ένας αντικομμουνιστής αστός συγγραφέας», σε μια από τις αναρτήσεις του υπερασπίζεται το δικαίωμα των νεότερων συγγραφέων να επικρίνουν τον Καραγάτση. «Οι νεότεροι πρέπει να παραδεχτούμε ότι θέτουν και σωστά ζητήματα έστω κι αν μερικές φορές τα θέτουν με λάθος τρόπο», γράφει. Μέμφεται ωστόσο την συγγραφέα Βίβιαν Στεργίου γιατί δεν έγραψε κριτική αλλά «απλή διατύπωση ενός γούστου και μάλιστα αυθαίρετου. Η ΒΣ το μόνο που μας λέει είναι ότι δεν της αρέσει ο Καραγάτσης διότι έτσι γουστάρει και λογαριασμό δεν θα μας δώσει. Στην ουσία τα επιχειρήματά της είναι ένας άκρατος αλλαζονικός υποκειμενισμός και είναι ακριβώς τα ίδια με το αν τη ρωτούσαν για τον μουσακά», αναφέρει.

Ολόκληρη η ανάρτησή του


iefimerida.gr