Η παρακάτω κριτική προέρχεται από την ποιήτρια, διηγηματογράφο και δοκιμιογράφο Λίλια Τσούβα και γράφτηκε για το μυθιστόρημα "στη Λάρισα και οι φτωχοί είναι σνομπ", του θεσσαλού δημοσιογράφου Κώστα Τόλη. Είναι αναρτημένη στον ιστότοπο biblionet.gr

Όταν ο Τρούμαν Καπότε¹ έγραψε -το 1966- το μυθιστόρημά του «Εν ψυχρώ», προκάλεσε σεισμό. Το έργο πραγματευόταν την εν ψυχρώ δολοφονία τεσσάρων μελών μιας κοινωνικά αξιοσέβαστης οικογένειας από δύο κακοποιούς με στόχο τη ληστεία. Το έγκλημα είχε συμβεί στις 15 Νοεμβρίου του 1959, στο απόμακρο χωριό Χόλκομπ του Κάνσας. Οι δολοφόνοι καταδικάστηκαν και απαγχονίστηκαν πέντε χρόνια αργότερα. Προκειμένου να γράψει το βιβλίο ο Καπότε έκανε πολυετή έρευνα η οποία περιλάμβανε και γνωριμία με τους δράστες. Το μυθιστόρημα που συνδύαζε τη δημοσιογραφική έρευνα με τις μυθιστορηματικές τεχνικές, θεωρήθηκε το πρώτο «μη μυθιστόρημα μυθοπλασίας» («non-fiction novel»). Πρόκειται φυσικά για αριστούργημα, ορόσημο για την αμερικανική λογοτεχνία. Με τη γλαφυρή απεικόνιση των φόνων και της πολύπλοκης ψυχολογίας των δολοφόνων, την αριστουργηματική αφήγηση, ο Καπότε υπερέβη τα στενά όρια του ρεπορτάζ και ανέβασε το έργο στο βάθρο της διαχρονικής λογοτεχνίας.

Ο Κώστας Τόλης, ο οποίος διατηρεί τη δική του εκδοτική επιχείρηση kosmoslarissa.gr, συνδυάζοντας τη δημοσιογραφική αντικειμενικότητα με τις μυθιστορηματικές τεχνικές, πλάθει ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό, ηθογραφικό, βαθύτατα πολιτικό, που μαγνητίζει μέχρι την τελευταία σελίδα. Έχει τον τίτλο «Στη Λάρισα και οι φτωχοί είναι σνομπ» (Κόσμος Εκδοτική, 2024). Πρόκειται για μυθοπλασία που ξεχωρίζει για τις διαρκείς ανατροπές και το σασπένς, τις ζωντανές περιγραφές, τους παραστατικούς διαλόγους. Το ανοιχτό τέλος αναδεικνύει το «πανταχόθεν τίποτα της εποχής».

Η υπόθεση αφορά τον δημοσιογράφο Χάρη Μπατάλα, μεγαλωμένο στην Αθήνα. Λόγω του γάμου του με την Αρετή Κυριακούλη ζει πλέον στη Λάρισα όπου έχει αναλάβει την ιστοσελίδα lari.gr. Ο νεόπλουτος ιδιοκτήτης της, Κυριάκος Ζεβγούλης, χρησιμοποιεί το μέσο για την προώθηση των εργασιών του. Έχει ελάχιστη σχέση με τη δημοσιογραφία και –κυρίως- με τη δεοντολογία της. Στην πλοκή δραστηριοποιούνται πρόσωπα που εργάζονται στην ιστοσελίδα, η οικογένεια και οι φίλοι του Χάρη, άνθρωποι του υποκόσμου και της διαπλοκής. Χάρη στο αιχμηρό του ρεπορτάζ, ο δημοσιογράφος έχει κατακτήσει τη θέση του αμερόληπτου εργαζομένου. Όταν όμως οι δημοσιεύσεις του θα απειλήσουν τα οικονομικά συμφέροντα της ιστοσελίδας και του κατόχου της, ιδιαίτερα όταν θα συγκρουστεί με τα σκάνδαλα της κραταιής τράπεζας Port Bank, οι ισορροπίες θα ανατραπούν. Το αστυνομικό μυστήριο θα διεισδύσει, οι έρωτες και τα πάθη θα δημιουργήσουν απρόβλεπτες καταστάσεις, η αγωνία θα επιταθεί.

Ο Κώστας Τόλης εισέρχεται στα άδυτα των σκανδάλων και του υποκόσμου αποκαλύπτοντας το ουτοπικό της ανεξάρτητης ενημέρωσης. Βρισκόμαστε στα χρόνια της κρίσης με τα λουκέτα στην αγορά και στον τύπο. Η Ελλάδα των συστημικών τραπεζών και «της αρπαχτής», των δωροδοκιών και των τραπεζωμάτων των πολιτικών, των βαφτιστηριών, της ευνοιοκρατίας, των μνημονίων, των νεόπτωχων. Εξαρτημένες από τη διαφήμιση οι ιστοσελίδες, χάνουν ένα μεγάλο μέρος της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας. Επικεντρώνονται σε θέματα ανούσια από τα οποία απουσιάζει η πνευματικότητα, το βιβλίο. Η ανάγκη εξεύρεσης εσόδων σταδιακά στραγγαλίζει τη δεοντολογία, αμοραλιστικές μέθοδοι υιοθετούνται (συκοφαντία, fake news), μια λαϊκιστική συμπεριφορά που εστιάζει στο εύπεπτο και στο αρεστό, περιορίζει την εξέλιξη. Οι δημοσιεύσεις, στοχευμένες, ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο, συνοδεύονται από χρηματισμό και αντιδεοντολογικές τακτικές.

Εκτός της δημοσιογραφίας ο συγγραφέας θίγει ζητήματα κοινωνικά και ευρύτερα πολιτικά. Έχουν σχέση με την παράδοση και τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα και τη φτώχεια, την αστεγία, την πατριαρχία, τη σεξουαλική παρενόχληση, τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, τον ρατσισμό, τους μετανάστες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σχολιάζει επίσης τον γάμο και τις εξωσυζυγικές σχέσεις, τη ζωή και την ελευθερία. Οι ζωντανοί διάλογοι αναπαριστούν συζητήσεις στα καφενεία, αναδεικνύουν τη νοοτροπία, τη ρηχότητα πίσω από τη δύναμη και την εξουσία.

Με φόντο τη Λάρισα και τα τοπόσημά της, τον Πηνειό, τη ντοπιολαλιά, τον πολιτισμό, ο Κώστας Τόλης περιέρχεται τους δρόμους και τις πλατείες, τα σκυλάδικα, τα καφέ, τα beach bar στα παράλια της πόλης. Ξεδιπλώνει το θεσσαλικό τοπίο, τις πεδιάδες, τα βλαχοχώρια στα ορεινά, τον τρύγο, τα βαμβακοχώραφα, τα αμπελοχώραφα. Καταγράφει σκηνές με το τάβλι και το τσίπουρο, το κεμπάπ και το κοντοσούβλι, όπως και με το κουτσομπολιό, τις προσωπειακές σχέσεις, το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια. Ηθογραφικό πανόραμα το μυθιστόρημά του, απεικονίζει φιγούρες αντιπροσωπευτικές, τα στερεότυπα στη γλώσσα και στη σκέψη, τα λαδώματα, την κόκα, το ξέπλυμα του «βρώμικου» χρήματος.

Η χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγησης, που επιτρέπει στους αναγνώστες να έχουν πρόσβαση στις σκέψεις και στα κίνητρα των χαρακτήρων, βυθίζει με ρεαλισμό στα άδυτα της δημοσιογραφίας, στο marketing, στον ανταγωνισμό. Η γλώσσα ταιριαστή με τους χαρακτήρες, οι χαρακτήρες με όσα αντιπροσωπεύουν. Η έντονη διακειμενικότητα στο έργο οδηγεί σε μια διαρκή συνομιλία με τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική.

Ο Κώστας Τόλης, στρέφοντας τον συγγραφικό φακό στην πόλη του αλλά και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, πλάθει ένα έργο ανθρωπιστικό, που αντιμετωπίζει με ρεαλισμό τη δημοσιογραφία και με ειρωνεία την αναπαράγουσα τη διαφθορά νοοτροπία. Αιτούμενο η καλή δημοσιογραφία, η αγάπη για την τέχνη και τον πολιτισμό.

[…] Η απογευματινή αύρα του Πηνειού σκόρπιζε στο δειλινό τις μυρωδιές της άνοιξης που ανέδιδε η πλούσια βλάστηση της ακροποταμιάς.

Όταν ο ήλιος έπεφτε, ο κόσμος πύκνωνε. Ένα πολύχρωμο πλήθος πηγαινοερχόταν στους πράσινους καμβάδες των όχθεων, εμπλουτίζοντας τη χρωματική παλέτα της φύσης.

Το ερωτεύτηκε το ποτάμι ο δημοσιογράφος. Έβαζε τη φόρμα του και κατέβαινε για τρέξιμο, ακολουθώντας τις παρόχθιες διαδρομές του. Αυτή η απλή άσκηση, που δεν απαιτεί εξοπλισμό και σε επιστρέφει στο σπίτι γεμάτο ευεξία, ήταν το καλύτερο φάρμακο για την ακεφιά του.

Η Λάρισα ήταν διαχρονικά ταυτισμένη με τον Πηνειό. Ευλογία και κατάρα η ύπαρξή του. Επί αιώνες ξεδιψούσε ανθρώπους και χωράφια, αλλά, όταν αγρίευε, έπνιγε κόσμο και περιουσίες.

Το ποτάμι υπήρξε τόπος θανάτωσης Ελλήνων στην Τουρκοκρατία. Ο Χάρης, όταν περνούσε κάτω από τη γέφυρα Αλκαζάρ, κάνοντας τζόκινγκ, νόμιζε πως άκουγε τα ουρλιαχτά όσων μαρτύρησαν στα νερά του. […] (σελ. 178)

1 Truman Garcia Capote, 1924-1984.

Η Λίλια Τσούβα σπούδασε Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής Γραφής από το Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (MASTER). Γράφει ποιήματα, δοκίμια και διηγήματα. Το διήγημά της «Η καταδίκη» βραβεύτηκε στον Α' Πανελλήνιο Διαγωνισμό «Το Κοράλλι». Το ποίημά της «Τιν τάνδε λατάσσω, Λέαγρε» βραβεύτηκε στον διαγωνισμό της UNESCO «Ο κόσμος μας στη θεωρία του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον)», όπως και το ποίημά της «Στον υπολογιστή» (1ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποιήματος «Το Κοράλλι»). Κείμενά της φιλοξενούνται σε ποικίλα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Έχει γράψει το βιβλίο Ο εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ.Θ. Ριζάκη, Οκτώ προσδόκιμες θεάσεις (εκδόσεις Κουκκίδα 2020) και συμμετέχει σε συλλογικά έργα. Το 2021 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν η συλλογή διηγημάτων της Το τραγούδι των Ινουίτ.