Γράφει ο Δημήτρης Παπαθανασίου, Δικηγόρος, μέλος της Κ.Ε. του ΜέΡΑ25.
Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση όταν καλούμαι να επιχειρηματολογήσω ότι αυτό που όλοι μας διαβάζουμε στο Σύνταγμα και όλοι μας καταλαβαίνουμε, χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, χωρίς να χρειάζεται να είμαστε νομικοί, σημαίνει αυτό … που διαβάζουμε. Στην Ελλάδα όμως του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πολύ δύσκολο να αποδείξει κάποιος ότι «δεν είναι ελέφαντας».
Ανακαλύπτοντας λοιπόν το βασικό πυρήνα του άρθρου 16 του καταστατικού χάρτη της χώρας θα διαπιστώσουμε ότι σε αυτό εμπεριέχονται εδώ και μισό αιώνα μεταξύ άλλων οι εξής ευδιάκριτες προβλέψεις:«H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει….. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει….H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.»
Από την ανάγνωση και μόνο του άρθρου προκύπτει με σαφήνεια ότι το Πανεπιστήμιο δεν είναι επιχείρηση, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν είναι εμπόρευμα, ο φοιτητής δεν είναι πελάτης, ο καθηγητής δεν είναι εργαζόμενος, αλλά λειτουργός και δεν παραχωρείται στο διευθυντικό δικαίωμα κανενός εργοδότη.Και κυρίως δεν είναι κρατικές υπηρεσίες που παρέχουν τα Πανεπιστήμια, είναι δημόσιες υπηρεσίες.
Δεν υπάρχουν κρατικά Πανεπιστήμια, υπάρχουν Δημόσια πανεπιστήμια.
Και εξ αντιδιαστολής δεν υπάρχουν μη κρατικά Πανεπιστήμια, υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Παρ `όλα αυτά τους τελευταίους μήνες έχουμε δει στον δημόσιο διάλογο μια επιχειρηματολογία η οποία εμπλέκει το Ενωσιακό Δίκαιο που ήρθε στην επικαιρότητα με τη λεγόμενη γνωμοδότηση Βενιζέλου–Σκουρή , στην οποία επιχειρεί η κυβέρνηση να βασίσει τη νομική της επιχειρηματολογία για το συνταγματικά επιτρεπτό της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημιακών σχολών, σύμφωνα με την οποία :«Η γενική απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ που εισάγει το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος συνιστά σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως αυτές κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 επ. της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, ενώ την ίδια στιγμή παραβιάζει την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την επιχειρηματική ελευθερία και την ακαδημαϊκή ελευθερία», επιχειρηματολογία που δέχεται πως «η ερμηνεία του άρθρου 16 όπως και του Συντάγματος συνολικά, δεν μπορεί να είναι ούτε γραμματική ούτε «οριτζιναλιστική», προσκολλημένη στην αρχική βούληση του συντακτικού νομοθέτη και στην πρόσληψη της γραμματικής της διατύπωσης σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκε η εν λόγω διάταξη,(από τη Ν.Δ. του Κων/νου Καραμανλή θα επισημάνω εγώ), και ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να είναι ένα απολιθωμένο σύνολο διατάξεων που ερμηνεύονται στατικά μέσα στο χρόνο».
Με απλά λόγια δηλαδή η κυβέρνηση μας λέει ότι όλα αυτά που λέει το Άρθρο 16 ισχύουν, μόνο εφόσον συντρέχουν με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης , δηλαδή ότι μεταξύ περισσότερων ερμηνευτικών εκδοχών επιλέγω αυτή που εναρμονίζεται καλύτερα με το Ενωσιακό και Διεθνές Δίκαιο , έστω και αν αυτό σημαίνει ότι αυτό που «ερμηνεύω» τελικά φαλκιδεύεται και παρακάμπτεται!!!
Δηλαδή «ερμηνεύω» ένα θεσμικό πλαίσιο κανόνων δικαίου και εννόμων σχέσεων με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορώ να το ξεπεράσω, να το καταργήσω. Αυτό όμως δεν είναι «ερμηνεία», είναι παραχάραξη της νομιμότητας.
Ποτέ από καμία μεθοδολογία του δικαίου, μελέτη ή δικαστική απόφαση οποιουδήποτε δικαστηρίου,δεν υποστηρίχθηκε πως μια σύμφωνη με το δίκαιο της ΕΕ ερμηνεία μπορεί να επιτευχθεί contra legem, δηλαδή κόντρα στο νόμο και αντίθετα προς το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου.
Εξάλλου το Ενωσιακό Δίκαιο, η ελευθερία της εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών υπάρχουν, έχουν κυρωθεί, εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, πράγματι το Ενωσιακό Δίκαιο επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης «από πάντα», πώς γίνεται και το ανακαλύψαμε τώρα, μόλις πριν λίγους μήνες;;;
Τότε δηλαδή που στο μυαλό του Κυριάκου Μητσοτάκη φώλιασε η ιδέα της ίδρυσης μη πανεπιστημιακών σχολών, ακόμα και χωρίς να τροποποιήσει πριν το επιχειρήσει αυτό, τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 16, επειδή δεν μπορεί να το πετύχει μέσα από πολιτικές διακομματικές ισορροπίες ή επειδή δεν επιθυμεί να καθυστερήσει να εκτελέσει τις εντολές που δέχεται από τους ολιγάρχες - εντολείς του;
Αυτό σημαίνει ότι όσοι, όπως τώρα η κυβέρνηση του Μητσοτάκη, από το 1990 και μετά, έχουν υποβάλει αιτήματα-προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 σε όλες αναθεωρήσεις που έχουν γίνει, το 2001, το 2008, το 2019, σε όλες τις προτάσεις που έχουν γίνει, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ήταν τόσο κακοί νομικοί και τόσο κακοί πολιτικοί που δεν είχαν πάρει χαμπάρι αυτόπου μόνο ο σημερινός πρωθυπουργός και οι Πιερακάκηδες του Υπουργείου Παιδείας «ανακάλυψαν», ότι δήθεν η ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς συνταγματικές αναθεωρήσεις, αλλά απλούστατα με «Ένα νόμο και ένα Άρθρο».
Είναι επίσης ξεκάθαρο από κάθε άποψη ότι τόσο το ζήτημα της πρόσβασης των σπουδαστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν μπορεί να ξεφύγει από το δημόσια ελεγχόμενο θεσμικό πλαίσιο που έχει θέσει το πιο αδιάβλητο σύστημα αξιολόγησης που υπήρξε στη νεότερη ιστορία της χώρας, όπως είναι οι πανελλήνιες εξετάσεις εισαγωγής.Διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε ένα σύστημα πλήρους απορρύθμισης του πανεπιστημιακού τοπίου,όπου ο οποιοςδήποτε θα πουλάει στον οποιοδήποτε υπηρεσίες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και θα προσλαμβάνει οποιονδήποτε για να παρέχει υπηρεσίες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, επιφέροντας πολλαπλή αντισυνταγματικότητα.
Αυτό που επιχειρεί η κυβέρνηση δεν είναι απλώς παράκαμψη, δεν είναι απλά μια παραβίαση της συνταγματικής έννομης τάξης. Είναι μια καραμπινάτη συνταγματική εκτροπή, που θα οδηγήσει στο «ότι όποιος πληρώνει παίρνει πτυχίο», με αποτέλεσμα να αδικηθούν όλα εκείνα τα παιδιά τα οποία με κόπο, με ταλαιπωρία, με αξιοκρατία, με έξοδα και με επιμέλεια μέσα στις Πανελλήνιες εξετάσεις,έκαναν την προσπάθεια να περάσουν στο Πανεπιστήμιο.
Θα επιφέρει την αξιοποίηση και την ανάδειξη όχι των ταλαντούχων και επιμελών παιδιών, που ακόμα και οι συγγραφείς του άρθρου 16 , συντηρητικοί πολιτικοί, όπως ο Ακαδημαϊκός και μετέπειτα ΠτΔ Κων/νος Τσάτσος και ο Ευρωπαϊστής Πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής θέλησαν να επιβραβεύσουν και να διαφυλάξουν από την κοινωνική ανισότητα, αλλά των παιδιών των πλουσίων οικογενειών βαθαίνοντας έτσι το χάσμα και εντατικοποιώντας την αδικία στην ελληνική κοινωνία των αλλεπάλληλων κρίσεων.