Το Βλάχικο ζήτημα: Τέσσερα άρθρα του πρώην υπουργού Σωτήρη Χατζηγάκη που εξηγούν σ’ ορισμένους που εσκεμμένα αγνοούν ή παραχαράσσουν την ελληνική ιστορία παρουσιάζοντας τους Έλληνες Βλάχους ως εθνική μειονότητα.
3ον - Το όνομα Βλάχος προσδιορίζει ασχολία και όχι εθνότητα
Το στοιχείο εκείνο, στο οποίο βασίστηκε η ξένη προπαγάνδα (Ρουμανική και Ιταλική) για να αμφισβητήσει την ελληνικότητα των Βλάχων υπήρξε το γλωσσικό ιδίωμα. Αυτό όμως δεν αποτελεί πραγματική γλώσσα, αφού δεν έχει ούτε δική του γραμματική, ούτε δική τους ποίηση και πρόζα. Εξ άλλου το ιδίωμα αυτό περιέχει πάνω από 50% ελληνικές λέξεις και φράσεις και λιγότερο του 50% λατινογενείς.
Οι περισσότεροι και οι πιο έγκριτοι συγγραφείς και μελετητές του ζητήματος υποστηρίζουν πως η βλάχικη διάλεκτος (πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν οι θεωρίες περί ξεχωριστής φυλής) άρχισε το πρώτο να δημιουργείται με τη ρωμαϊκή κατάκτηση και τον εκλατινισμό του βόρειου τμήματος της βαλκανικής. Τότε άρχισε η συνάντηση και η ανάμιξη της Ελληνικής με τη Λατινική γλώσσα. Στη συνέχεια, με την εμφάνιση των Σλάβων, έχουμε νέες ανακατατάξεις στις γλώσσες των λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολλοί Έλληνες στρατεύονται στο Ρωμαϊκό στρατό, μ’ αποτέλεσμα να επηρεάζεται η Ελληνική γλώσσα από τη Λατινική και να υφίσταται παραφθορές.
Μετά τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας διαμορφώθηκαν δύο ενότητες με βάση τη γλώσσα. Στον Ελλαδικό χώρο και στα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία, Βουλγαρία, Σκόπια) οι πληθυσμοί ήταν δίγλωσσοι. Αντίθετα στο Ανατολικό, λατινικό μέρος, εκείνο της Ρουμανίας, μιλούσαν μόνον τη Ρωμαϊκή. Έτσι γεννήθηκε και το θέμα της ονομασίας των Ελλήνων Βλάχων ως Κουτσοβλάχων, δηλαδή Βλάχων της Μικρής Βλαχίας, σ’ αντίθεση με τους Βλάχους της Μεγάλης Βλαχίας.
Η λέξη κουτσόβλαχος έλκει την καταγωγή της από την τουρκική ονομασία κιουτσούκ βλαχ = Μικρή Βλαχία, σε αντιδιαστολή από τους κατοίκους της Μεγάλης Βλαχίας, η οποία περιλαμβάνει και ορισμένα τμήματα του Τουρκικού κράτους. Μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919) και στη συνέχεια τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), οι πληθυσμοί, που ζούσαν στις παραμεθόριες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και ένιωθαν ότι ανήκουν σ’ άλλη εθνότητα, έφυγαν οικειοθελώς και εγκαταστάθηκαν στις χώρες της προτίμησής τους (π.χ. Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία κ.λ.π.). Συγχρόνως οι Έλληνες, που κατοικούσαν σε γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Σερβία κ.λ.π.) ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και πολιτογραφήθηκαν στα Ελληνικά Μητρώα.
Στις μέρες μας, βέβαια, οι διάφορες διακρίσεις μεταξύ βλαχόφωνων έχουν τελείως ατονήσει. Λίγοι είναι πλέον οι δίγλωσσοι και αυτοί μετέχουν ενεργά στην κοινωνική, πολιτική και δημόσια ζωή της Ελλάδας. Έτσι οι αυτονομιστικές κινήσεις στην περίοδο του πολέμου έχουν εξαφανιστεί.
Ωστόσο, προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1943) έγινε και πάλι μια προσπάθεια δίγλωσσων Ελληνικών σλαβόφωνων πληθυσμών της Δυτικής Μακεδονίας ‘’για τη δημιουργία αυτονομιστικής κίνησης με ηγέτη τον τέως ταγματάρχη του ΕΛΑΣ Γκότσεφ Ντέλτσεφ (Ηλία Δημάκη) και τον συνεργάτη του Πέλιο. Η κίνηση αυτή δημιουργήθηκε κυρίως για την εξυπηρέτηση των οραματισμών του ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Τίτο, πού μιμούμενος τον Στάλιν ήθελε να δημιουργήσει κι αυτός τη δική του αυτοκρατορία, δηλαδή την Αυτοκρατορία των Βαλκανίων….’’.
Το όνομα ‘’Βλάχος’’ αναφέρεται σε πολλά μέρη της Ευρώπης (π.χ. στη Γερμανία Welachen, στη Βόρεια Ιταλία Welsch, στο Βέλγιο Wellons, στην Αγγλία, όπου βρίσκεται η Ουαλία Weles κ.λ.π.). Έτσι το όνομα ‘’Βλάχος’’ δεν σημαίνει κάποιον άνθρωπο που ανήκει σε ένα έθνος ή σε μια φυλή. Η ονομασία αυτή ανάγεται στην εποχή της κυριαρχίας της Ρώμης. Γιατί όλες αυτές οι χώρες ήταν υποταγμένες στο παγκόσμιο κράτος της Ρώμης, ‘’Ώστε επιτρέπεται να είπει τις, ότι το όνομα των Βλάχων και η έννοια αυτού, καλύπτουσα γενικώς την έννοια του επιτοπίου χωρικού’’. Σύμφωνα με τον συγγραφέα αυτόν, η αραβική γλώσσα καλεί τον γεωργό φελλάχο (Fellah). Η λέξη αυτή ήταν δυνατόν να είχε διαδοθεί στην Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική από τα Μακεδονικά χρόνια και στη συνέχεια να διαδόθηκε με την ακοή στους αλόγλωσσους Έλληνες ή στους Ρωμαίους ή σε άλλους αξιωματικούς του Ρωμαϊκού κράτους.
Το όνομα συνεπώς Βλάχος δεν χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που ανήκει σε κάποιο έθνος ή φυλή, αλλά προσδιορίζει εκείνον που έχει μεν ορισμένη ασχολία (γεωργός). Χαρακτηρίζει δηλαδή γενικότερα μια ιδιότητα, που μπορεί ν’ ανήκει σ’ οποιοδήποτε έθνος. Παρ’ όλα αυτά η συγγένεια των λέξεων φελλάχος, βλάχος, Welsch κ.λ.π. δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθούν με βάση γλωσσικούς νόμους. Ωστόσο επειδή η γλώσσα αυτή είναι λατινογενής, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πριν από την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Έτσι συνάγεται πως η εμφάνιση του ονόματος των Βλάχων ίσως είναι απότοκος της Ρωμαιοκρατίας. Γι’ αυτό όταν ρωτούνταν οι Βλάχοι για την εθνικότητά τους, απαντούσαν Αρουμούνι - δηλαδή Ρωμάνοι (cives) ή Ρωμιοί, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες. ‘’Δικαιολογημένα λοιπόν οι σύγχρονοι λαογράφοι συγκλίνουν στην άποψη ότι δεν ήρθαν οι Βλάχοι ήρθε το όνομά τους’’.
Το ερώτημα τώρα είναι από πού προέρχονται οι Βλάχοι. Ο Κεραμόπουλος αποκλείει τη περίπτωση να είναι Ιταλοί-Ρωμαίοι και υποστηρίζει πως είναι οι Έλληνες-Βλάχοι, με το επιχείρημα πως ‘’ουδέποτε εστάλη αποικία εις δυτική Μακεδονία, χώραν πτωχή και απρόσφορον προς αποικισμό. Επειδή οι ημέτεροι Βλάχοι έχουσι παλαιάν κατοικίαν απρόσιτα ή δυσπρόσιτα όρη ψυχρά και πτωχά δεν είναι δυνατόν να ήσαν αρχικώς Ιταλοί ρωμαίοι πολίται, σταλέντες εκεί ίνα δυστυχούσι. Δια τούτο ουδ’ οι σεβόμενοι εαυτούς Ιταλοί ιστορικοί εμνήσθησαν αυτών, ούτε διεκδίκησαν αυτούς’’.
‘’Τί είναι λοιπόν οι Βλάχοι μας; Οι απαντήσεις είναι καθαρές και ξάστερες. Όσες χώρες του ρωμαϊκού κράτους είχαν κατώτερο πολιτισμό από τους Ρωμαίους - και επομένως είχαν μειωμένη δύναμη εθνικής αντίστασης - εκλατινίστηκαν κάποτε. Οι Έλληνες και οι Σημίτες δεν εκλατινίστηκαν, διότι είχαν ανώτερο από τους λατίνους πολιτισμό, όπως επιγραμματικά παραδέχθηκε ο Κικέρωνας: Graeqia Capta Ferunt Victorem Cepit = ‘’Η Ελλάς κατακτηθείσα υπέταξε τον τραχύν κατακτητήν’’. Οι Έλληνες Βλάχοι, λοιπόν, παρ’ όλη τη γλωσσική παραφθορά είναι γνήσιοι Έλληνες, όπως είναι άλλωστε και οι μικρασιάτες τουρκόφωνοι ή οι τουρκόφωνοι Έλληνες του Πόντου.
Πολλοί από τους ελληνόβλαχους εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες και στα βουνά της Θεσσαλίας - πατρίδα των κτηνοτρόφων - για να εξυπηρετούν καλύτερα τις βοσκές των κοπαδιών τους. Εκεί πολλαπλασιάστηκαν μέσα στο χρόνο και δημιούργησαν τη Μεγάλη Βλαχία του Μεσαίωνα, σε αντίθεση με τη Μικρή Βλαχία στην Ακαρνανία.
‘’Η βλάχικη λοιπόν δεν αποτελεί ξεχωριστή γλώσσα, αλλά είναι ένα μείγμα γλωσσολογικό της ελληνικής και λατινικής γλώσσας, με πλειοψηφούντα στοιχεία της ελληνικής και μιλιόταν από πληθυσμούς που κατά κύριο λόγο είχαν πολλές σχέσεις με τους Ρωμαίους κατακτητές, είτε ως στρατιώτες για πολλά χρόνια, είτε ως έφεδροι σε διάφορες φρουρές, είτε ως προμηθευτές αγαθών, είτε ως συναλλασσόμενοι για πολλούς αιώνες, ενώ ειδικά σχολεία για την καλλιέργεια και μετάδοση της ελληνικής γλώσσας ή και, αντίθετα, της λατινικής γλώσσας δε φαίνεται να υπήρχαν. Η βλάχικη, λοιπόν, αποτελεί όπως κατά κόρον λέχθηκε ένα ιδίωμα Terminus post guem, όπως αναφέρουν οι Κεραμόπουλος, Λαζάρου κ.ά.
ΠΗΓΕΣ:
Αχιλλέα Λαζάρου:‘’Η αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής, Εφημ. ‘’Μακεδονία’’ 20-7-77’’
Κεραμόπουλος, ‘’Τί είναι οι Κουτσόβλαχοι’’, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.
Αχιλλέα Στεφ. Αθεμίδη, ‘’Οι Βλάχοι της Ελλάδος’’, εκδ. Μάλλιαρης ΠΑΙΔΕΙΑ
Κεραμόπουλος Αντ., ‘’Οι Έλληνες και οι Βόρειοι γείτονες’’, Αθήνα 1945
Κολτσίδας Αντ. Μιχ., ‘’Κουτσόβλαχοι, οι βλαχόφωνοι Έλληνες’’, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1923
Φρανσουά Υζη Λοράν, ‘’Μακεδονία, Θεσσαλία - Ταξίδι στην Ελλάδα’’, εκδ. Τολίδη 1995
Αραβαντινός Π., ‘’Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων’’, εκδ. Καραβίας Διον., Δεκ. 2000
Weigand Gustav ‘’Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι)’’, ΦΙΛΟΣ Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2000
Άρθρο Αλκμήνης Σταυρίδου-Ζαφράκα, στα Τρικαλινά 2000
Δημ. Κωνσταντινίδης, ‘’Οι Ασπροποταμίτες Βλαχοι’’, Τρίκαλα 2017