Είναι θλιβερό, στενάχωρο και απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει στην πόλη. Μια κακή στιγμή της, μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της. Ένα έργο τέχνης να αποτελεί το επίκεντρο χλευασμού και ύβρεων. Και μάλιστα ένα έργο τέχνης «ήρεμο», όμορφο και οικείο προς όλους μας. Ένα έργο που εντάσσεται στην ενότητα των δημιουργιών του Ζογγολόπουλου με θέμα την ομπρέλα και μας φέρνει στο νου τις «Ομπρέλες» της Θεσσαλονίκης. Το πιο όμορφο και αγαπημένο γλυπτό στην Ελλάδα. 

Είναι πολύ κακό αυτό που συμβαίνει στην πόλη. «Τι μαλακία είναι αυτήν;», για πολλούς που απλώς στέκονται μπροστά του για να το απαξιώσουν, ευτελίσουν, φτύσουν.  Ξόβεργες, μπετόβεργες, φασουλόβεργες. Είναι απαράδεκτη αυτήν η τόσο έντονη και λυσσαλέα αντίδραση για ένα τέτοιο έργο τέχνης. Και θα πρέπει να το σκεφτούν σοβαρά τόσο η νυν Δημοτική Αρχή, όσο και οι προηγούμενες που πέρασαν από αυτόν το τόπο. Διότι, ουδέποτε νοιάστηκαν να προσφέρουν ένα ίχνος γνώσης. Να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση με συνειδητό και ουσιαστικό τρόπο, οδηγώντας τους ανθρώπους και σε διαφορετικά πεδία σκέψης, προβληματισμού, διαλόγου. Να φέρουν τους ανθρώπους κοντά στην τέχνη, για να μην τρομάζουν όταν την βλέπουν. Να την αγαπήσουν κι ας μην την καταλαβαίνουν. Απλώς, να την σέβονται. Κανείς δεν τους είπε πως η τέχνη γεννήθηκε και υπάρχει για να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Αντιθέτως, τους απομάκρυναν από όλα αυτά με οδυνηρά και τρομακτικά αποτελέσματα. Χυδαιολογεί η πόλη φρικωδώς, διότι έτσι την εκπαίδευσαν να ζει και να σκέφτεται για τους δικούς τους λόγους. 

Να ψάχνει εναγωνίως να βρει την χαμένη της ταυτότητα και υπερηφάνεια, ικανοποιώντας ανόητες μωροφιλοδοξίες μέσα από τον Μύλο των Ξωτικών! Να φορά με καμάρι κόκκινη κορδέλα σε ένα μνημείο της και μπουρμπουλήθρες στην σκεπή του. Και σε ένα ακόμη πιο σημαντικό μουσείο της. Η επιτομή της ασέβειας σε διαγαλαξιακό επίπεδο. Τι απαιτήσεις να έχουμε, λοιπόν, από ανθρώπους που ξεπουλάνε τον πολιτισμό και την ιστορία τους με αντάλλαγμα χρυσόσκονη μιας εφήμερης δημοσιότητας, που την καρπώνονται άλλοι ;  

Να μην αντιδρά και να μην αρθρώνει ούτε μία λέξη. Όταν στον πανάθλιο χώρο, στο μπαΐρι των πρώην ψυγείων της ΑΓΡΕΞ βρίσκονται παραπεταμένοι εδώ και σχεδόν 30 χρόνια εκατοντάδες πίνακες ζωγραφικής του ζωγράφου Δημήτρη Κατσικογιάννη, δωρεά προς την πόλη. Κι ενώ η πόλη δεν διαθέτει Πινακοθήκη, κανείς ποτέ δεν νοιάστηκε να την δημιουργήσει, με αφορμή τους συγκεκριμένους πίνακες ζωγραφικής. Οι οποίοι, απλώς, φθείρονται και καταστρέφονται μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία. Γιατί, λοιπόν, να μην ουγκανίζει η πόλη μπροστά σε ένα έργο τέχνης;  Ποιος της έμαθε να στέκεται μπροστά του με διαφορετικό τρόπο; Ποιος της δίδαξε την αξία του στην ζωή μας; 

Κι ενώ η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Μουσείο Γ.Ι.Κατσίγρα έχοντας στα χέρια της ελάχιστους πίνακες ζωγραφικής του αείμνηστου Κατσικογιάννη (μάλιστα παραχωρήθηκαν από εμάς), στήνει θεματικές και εκδηλώσεις μιλώντας για το έργο του και την σημασία του, εμείς παραμένουμε προσηλωμένοι στους μεγάλους μας στόχους. Τι θα φοράνε στο κεφάλι τους του χρόνου οι ιππότες του Μύλου; Τσίγκινους κουβάδες πάλι ή κάτι άλλο για αλλαγή;  Το street food θα έχει προβατίνα ή όχι; Γιατί, λοιπόν, να μην αναρωτιέται μεγαλοφώνως η πόλη «ποιος μαλάκας το έφτιαξε αυτό;». Ποιος της έμαθε, ποιος της έδειξε, ποιος της «άνοιξε το μυαλό»; Τα κλειστά, βουβά και ανύπαρκτα μουσεία της; Με υπέρλαμπρη εξαίρεση, βεβαίως, το Μουσείο Τσιτσάνη. Που παλεύει ασύχαστα χωρίς την υποστήριξη που θα έπρεπε να έχει, χωρίς προσωπικό! Διότι, το μουσείο - έμβλημα της πόλης φτιάχτηκε να λειτουργεί χωρίς προσωπικό!  Όπως βεβαίως και όλα τα υπόλοιπα. Διότι, σε αυτήν την πόλη τα μουσεία είναι απλώς εκθεσιακοί χώροι. Τύπου, πλακιδίων και ειδών υγιεινής.  

Αγαπητέ κύριε Δήμαρχε. Ένα έργο τέχνης δεν είναι διακοσμητικό αντικείμενο για να ομορφύνει το τοπίο. Είναι ένα πολύτιμο ανοικτό βιβλίο. Μας καλεί κοντά του να το ξεφυλλίσουμε και να το διαβάσουμε. Για να μάθουμε κατιτίς και όχι για να το «δέσουμε» με τον κόκκινο καναπέ του σαλονιού μας. Δεν μας φταίει ο εθισμός μας στην νεοελληνική ασχήμια. Και επ΄ουδενί ο Ζογγολόπουλος. Η εκκωφαντική ασχήμια της άγνοιας μας μάς φταίει. Το ερμητικά κλειστό βιβλίο σε ένα σκονισμένο ράφι μιας βιβλιοθήκης μάς φταίει. Ξενίζει το έργο τέχνης, διότι είναι μια παντελώς άγνωστη έννοια στην ζωή μας. Αλλά τώρα πια, είναι πολύ αργά για δάκρυα…   Μην τα βάζετε, λοιπόν, μαζί τους, εφόσον έλαχε σε εσάς ο κλήρος του γλυπτού. Δεν φταίνε οι άνθρωποι που αποκαλούν το έργο ξόβεργα. Αλλά αυτοί, που τους έμαθαν να το αποκαλούν ξόβεργα. 

Μαρία Στίμου, trikalaenimerosi.gr