Οι μαρτυρίες από τη Θεσσαλία ήταν συγκλονιστικές: χωριά πνιγμένα σε τρία μέτρα νερό, σπίτια καλυμμένα σε λίμνη λάσπης ως τα κεραμίδια, άνθρωποι σκαρφαλωμένοι στις στέγες για να σωθούν. Γερασμένες φωνές ζητούσαν βοήθεια μέσα από κτίρια, νηστικοί, χωρίς ρεύμα, να περιμένουν κάποιον να τους σώσει. Η Καρδίτσα, η Λάρισα, η Μαγνησία, τα Τρίκαλα, ήταν περιοχές βυθισμένες στην καταστροφή και την απόγνωση.

Διαλυμένες γέφυρες, κομμένοι δρόμοι, χιλιάδες νεκρά ζώα, σπίτια, επιχειρήσεις γκρεμισμένα. Καραβάνια αστέγων, άνθρωποι να κοιμούνται σε εκκλησίες, και τουλάχιστον 17 νεκροί. Τις επόμενες μέρες απελπισμένοι ζητούσαν «ψυχολόγους, εμβόλια, τρόφιμα, αντιτετανικούς ορούς, δεν υπάρχει τίποτα», έλεγαν. Ο Daniel σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του και έδειξε τη γύμνια του κρατικού μηχανισμού. Ηταν, άλλωστε, ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο που ξεπέρασε κάθε προγνωστικό μοντέλο, αφήνοντας αποσβολωμένους ακόμη και τους επιστήμονες.

Σήμερα, δύο χρόνια μετά, λίγα έχουν αλλάξει. Οι πληγές στη Θεσσαλία είναι ακόμη ανοικτές και οι πλημμυροπαθείς απευθύνουν κραυγή αγωνίας κάνοντας λόγο για αδιαφορία και απουσία ουσιαστικής στήριξης.

Η οργή ξεχειλίζει. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της η Επιτροπή σημειώνει πως «δεν είναι αυτοκινητόδρομος οι αποκαταστάσεις των σπιτιών και τα αντιπλημμυρικά έργα, για να βάλουν διόδια και ρήτρες ώστε να βγάζουν χρήματα οι επιχειρηματικοί όμιλοι. Δεν είναι ο κάμπος τουριστικός προορισμός για να μαζευτούν τα μπάζα, να γίνουν υποδομές. Αυτοί βλέπουν ως κόστος και πεταμένα λεφτά να δώσουν για τις δικές μας ανάγκες».

Σύμφωνα με την Αθηνά Μπαλάφα, «οι κλειστές επιχειρήσεις είναι περισσότερες από όσες έχουν δηλωθεί διότι μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες δεν μπορούμε τυπικά να τις κλείσουμε ενώ στην ουσία δεν λειτουργούν. Επίσης γίνονται κανονικά πλειστηριασμοί σπιτιών, παιδικός σταθμός ακόμη δεν υπάρχει στη Φαρκαδόνα, όπως και κανένα σχέδιο προστασίας για το μέλλον ή ενημέρωση του πληθυσμού. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι είναι κατεστραμμένοι. Δεν έμεινε κοπάδι εξαιτίας της πλημμύρας, αγόρασαν καινούργια ζώα, προέκυψε η ευλογιά και δεν έχουν ακόμη πάρει χρήματα για την πρώτη καταστροφή. Ερχονται, λοιπόν, και μας λένε ότι έπεσαν τόσα εκατομμύρια ευρώ στη Φαρκαδόνα. Αυτά τα χρήματα δεν φαίνονται, η ζημιά στο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων είναι τεράστια, τα ψυχοφάρμακα, τα διαζύγια, έχουν αυξηθεί. Η ίδια κατάσταση επικρατεί παντού. Και δυστυχώς δεν θα είμαστε οι τελευταίοι… πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα, ο κόσμος να καταλάβει ότι είμαστε όλοι εκτεθειμένοι και στο τέλος δεν παίρνουμε ευρώ».

«Η πραγματικότητα ξεπέρασε τη φαντασία»

Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος Καρδίτσας Βασίλης Τσιάκος, δύο χρόνια μετά οι μνήμες παραμένουν ζωντανές ενώ και στην ευρύτερη περιοχή τα σημάδια του Daniel και του Elias είναι ορατά. «Η αλήθεια είναι ότι ο Δήμος Καρδίτσας χτυπήθηκε πολύ σκληρά το 2020 από τον Ιανό. Τότε ένα μεγάλο τμήμα της πόλης πλημμύρισε ενώ απίστευτες ήταν οι καταστροφές στις κοινότητες και στην ύπαιθρο. Καταβάλαμε απίστευτες προσπάθειες και με την ουσιαστική στήριξη της πολιτείας καταφέραμε να ανακάμψουμε. Και ενώ πιστεύαμε ότι είχαμε ζήσει την κακοκαιρία της χιλιετίας, η πραγματικότητα ξεπέρασε τη φαντασία μας. Τον Σεπτέμβριο του 2023 η κλιματική αλλαγή έδειξε και πάλι στη Θεσσαλία το άγριο πρόσωπό της. Επί μία εβδομάδα έβρεχε ακατάπαυστα με τεράστια ύψη βροχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετεωρολογικοί σταθμοί στον Δήμο Καρδίτσας κατέγραψαν μέσα σε πέντε ημέρες πέραν των 1.000 χιλιοστών βροχής!».

Η κατάσταση, σύμφωνα με τον Β. Τσιάκο, ήταν δραματική. Χρειάστηκε, σε συνεργασία με την Πολιτική Προστασία και όλους όσοι εμπλέκονται στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, «μια απίστευτη προσπάθεια για να μην έχουμε θύματα και φυσικά για να μειώσουμε όσο το δυνατόν την καταστροφή στις υποδομές και στην περιουσία των πολιτών. Εμείς στον Δήμο Καρδίτσας, έχοντας και την πρότερη εμπειρία του Ιανού, θεωρώ ότι – τηρουμένων των αναλογιών, της έντασης της κακοκαιρίας και βλέποντας τι έγινε σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας – μάλλον σταθήκαμε τυχεροί. Λίγες έως ανύπαρκτες οι ζημιές στην πόλη και λίγες γενικά οι ζημιές στα χωριά του Δήμου μας. Ωστόσο σημαντικές οι ζημιές σε υποδομές γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή αλλά και μεγάλες οι ζημιές στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή».

Δύο χρόνια μετά, όπως εξηγεί, η γενική εκτίμηση είναι ότι έχουν γίνει βήματα αποκατάστασης, όμως απέχουμε πολύ από μια ικανοποιητική εικόνα. «Για παράδειγμα ο θεσσαλικός σιδηρόδρομος παραμένει κλειστός, μεγάλες υποδομές όπως γέφυρες και δρόμοι δεν έχουν αποκατασταθεί. Εχουν γίνει αντιπλημμυρικά έργα αλλά είμαστε ακόμη μακριά από την πραγματική αντιπλημμυρική θωράκιση της περιοχής, η οποία κρίνεται από όλους απαραίτητη. Από τη μια πλευρά είναι κατανοητό ότι τα μεγάλα έργα απαιτούν χρόνο για να κατασκευαστούν, ωστόσο επειδή η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα και εμείς στη Θεσσαλία αυτό το βιώνουμε χειμώνα – καλοκαίρι, εκτιμώ ότι θα πρέπει να επισπεύσουμε. Μόνο έτσι θα επαναφέρουμε το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες και θα προστατευτούμε πραγματικά».

Κατερίνα Ροββά, Εύα Σαλτού (ΤΑ ΝΕΑ)