Με τζιν, αλλά με σακάκι και γραβάτα, εμφανίστηκε το βράδυ του Σαββάτου στο Βόλο ο υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας & Τουρισμού, Γιώργος Σταθάκης, που ήταν και ο επίσημος ομιλητής στην ετήσια συνέλευση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας-Στερεάς.
Κόσμος πολύς, καλή οργάνωση, αλλά βαρύ το κλίμα στο συνεδριακό κέντρο της μητρόπολης Μαγνησίας όπου πραγματοποιήθηκαν οι εργασίες.
Τόσο οι ομιλίες όσο και οι λοιπές διαθέσεις στην αίθουσα αντανακλούσαν την αγωνία του επιχειρηματικού κόσμου για την έκβαση των διαπραγματεύσεων και την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές. Κανείς στην νεώτερη ιστορία δεν θυμόταν τις τοπικές επιχειρήσεις σε τόσο δύσκολη θέση. Οι παραγγελίες πεσμένες, το ρευστό δυσεύρετο, οι τράπεζες με κλειστά τα γκισέ και κάθε αγορά πρώτης ύλης από το εξωτερικό μόνο με το μετρητό μπροστά, ακόμα και αν είσαι πελάτης δεκαετιών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο υπουργός προσπάθησε με την ομιλία του να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας για το μέλλον, προεξοφλώντας την επίτευξη συμφωνίας και υποσχόμενος μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα βοηθήσουν την αγορά.
Ειδήσεις δεν έβγαλε αν εξαιρέσει κανείς την αναφορά του στο νέο Αναπτυξιακό νόμο ο οποίος, όπως υποσχέθηκε, θα είναι έτοιμος στο τέλος Ιουνίου και θα διαπνέεται από νέα φιλοσοφία, προσανατολισμένος περισσότερο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι άλλοι ομιλητές
Των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης προήδρευσε ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, εκπρόσωπος της εταιρείας CHIPITA Α.Ε., ενώ χρέη Γενικού Γραμματέα εκτέλεσε η κα Καλλιόπη Κολιοπούλου, εκπρόσωπος της Εταιρείας Α.Β. ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ.
Το Πρόγραμμα της Κλειστής Γενικής Συνέλευσης περιελάμβανε τις παρουσιάσεις του Απολογισμού Έργου του Συνδέσμου για το 2014 από το Γενικό Γραμματέα Δ.Σ. του Συνδέσμου, κ. Κωνσταντίνο Κουρκούμπα, του Οικονομικού Απολογισμού 2014 και του Προϋπολογισμού 2015 από τον Ταμία Δ.Σ. κ. Εμμανουήλ Ευσταθίου και της έκθεσης της Εξελεγκτικής Επιτροπής, η οποία αναγνώστηκε από την κα Κιντά Ιωάννα, εκπρόσωπο της εταιρείας ΕΛΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΑΕ
Η Ανοικτή Γενική Συνέλευση ξεκίνησε με το χαιρετισμό του Προέδρου της Γενικής Συνέλευσης κ. Σπύρου Θεοδωρόπουλου. Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι ομιλίες του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου κ. Ευριπίδη Δοντά και του Προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής κ. Απόστολου Παπαδούλη.
Μάλιστα ο τελευταίος παρουσίασε, με τρόπο εμπεριστατωμένο χρησιμοποιώντας και διαφάνειες, τα βήματα για το χτίσιμο μιας εθνικής ανταγωνιστικότητας η οποία απαιτείται για να σταθεί η χώρα στα πόδια της και να βγει από την κρίση και κερδίζοντας το θερμό χειροκρότημα της αίθουσας.
Η ομιλία του Ευριπίδη Δοντά
Στην καθιερωμένη ομιλία του ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΣΒΘΚΕ κ. Ευρ. Δοντάς είπε τα εξής:
«Αγαπητές κυρίες και κύριοι
Οι πιέσεις που συνεχίζει να δέχεται η οικονομία, και για να μην παρεξηγηθώ, αναφέρομαι στην παραγωγική οικονομία, είναι αφόρητες, δοκιμάζουν τις τελευταίες μας αντοχές, συνθλίβουν αναχώματα αντιστάσεων, προκαλώντας σωρηδόν καταστροφές σε επενδυτικά αγαθά, σε κεφαλαιακούς πόρους σε θέσεις εργασίας.
Και αν πέρυσι, τις διαπιστώσεις αυτές τις αντίκριζαν, εξισορροπητικά, ορισμένες θετικές επιδόσεις στο μέτωπο της δημοσιονομικής προσαρμογής, με την νέα χρονιά λείπει και αυτό το θετικό δεδομένο.
Σήμερα, οι εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις έχουν περιορίσει σημαντικά την ικανότητά μας να προσδιορίσουμε το επιπλέον δημοσιονομικό κόστος, δηλαδή, να εκτιμήσουμε το εύρος του χρηματοδοτικού κενού, και άρα να υπολογίσουμε την ένταση της περαιτέρω αφυδάτωσης της πραγματικής οικονομίας, από πολύτιμους και ζωτικής αξίας οικονομικούς πόρους.
Όλη αυτή την περίοδο, που τα οικονομικά του κράτους βρίσκονται σε κρίση, όλες οι πολιτικές που ασκήθηκαν και συνεχίζουν να ασκούνται έχουν μία και μοναδική επιδίωξη: την άντληση πόρων απ΄ όπου νάναι, με όποιον τρόπο νάναι και με όποιο κόστος, αρκεί να καλυφθούν καταναλωτικές ανάγκες του κράτους και χρέη προς τους δανειστές.
Την περίοδο που διανύουμε, έστω και με καθυστέρηση, το γεγονός ότι η χώρα έχει αποφύγει την ρήξη και έχει καταλήξει σε συμφωνία οριοθετεί μία σοβαρή εξέλιξη.
Δεν είναι ωστόσο αρκετό, επειδή έχουμε κατοχυρώσει την παραμονή μας στο ενιαίο νόμισμα, να αξιολογούμε και ως κορυφαίο το αυτονόητο.
Απλώς, διαλέξαμε την απαιτητική πορεία και τις δύσκολες επιλογές αντί να ανοίξουμε την πόρτα της κόλασης.
Και για να είμαστε εξηγημένοι: Το γεγονός ότι αποφασίσαμε να λύσουμε τα διαρθρωτικά προβλήματά μας εντός ευρωζώνης, δεν σημαίνει ότι απαλλασσόμαστε από τις ευθύνες για σοβαρές αλλαγές στο κράτος και στην οικονομία.
Αντίθετα, έχουμε αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόσουμε τις διαχρονικά συμφωνημένες και αναγκαίες αλλαγές, μέσα στον δεδομένο χρόνο, ώστε να αρχίσουν να αποκτούν νόημα οι εκτεταμένες θυσίες επιχειρήσεων και πολιτών, και να ορθοποδεί η οικονομία, ώστε να μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε το άγος της ανεργίας.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε έγκαιρα πως ωρίμασε ο χρόνος, και πρέπει με εντιμότητα, ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα να μπούμε στην δημιουργική αφετηρία που οδηγεί προς την ανάκαμψη της οικονομίας, στεριώνοντας ένα νέο οικονομικό πρότυπο, ενισχυμένο με υγιή χαρακτηριστικά ανταγωνισμού και αποτελεσματικότητας.
Πιστεύω πως κανείς δεν διαφωνεί ότι η περίοδος της κρίσης που θα μπορούσε να εκκολάψει το καινούργιο παρήλθε αναξιοποίητη, συμπιεζόμενη σε λογικές ιδεοληψίας, απουσίας πολιτικού θάρρους, πελατειακής συμπεριφοράς και αποφυγής του πολιτικού κόστους.
Οι καιροί πλέον ου μενετοί.
Και αν σήμερα όλοι συμφωνούμε πως υπάρχει λόγος για σοβαρές συγκρούσεις, τότε στο επίκεντρο αυτών των συγκρούσεων θα πρέπει να βάλουμε την καταπολέμηση της αδράνειας, του εφησυχασμού και της μεταφυσικής του από μηχανής θεού.
Για την Βιομηχανία και ειδικά για κείνη, που ασκεί εξαγωγική δραστηριότητα το πλαίσιο των αναγκαίων βημάτων είναι προκαθορισμένο.
Θαρραλέες αποφάσεις, που θα ιεραρχούν τους κλάδους και τους τομείς, στους οποίους θα χτιστεί το παραγωγικό μοντέλο, που βγάζει σε αναπτυξιακό ξέφωτο.
Αποσαφηνισμένες κατευθύνσεις, που θα στοχεύουν στο γκρέμισμα όλων των εμποδίων, που είτε απαγορεύουν είτε υπονομεύουν την κατάκτηση μεριδίων στην διεθνή αγορά.
Αποτελεσματικές πολιτικές, που θα στηρίζουν με αποφασιστικό τρόπο τους κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργούν θέσεις εργασίας, παράγουν εισόδημα, δημιουργούν πλούτο αυξάνουν την φορολογητέα ύλη, και εξυγιαίνουν το ισοζύγιο πληρωμών.
Χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, μία εθνική συμφωνία για να βγάλουμε μπροστά, την εξωστρεφή και παραγωγική εικόνα της χώρας, που άλλωστε, στο διεθνοποιημένο περιβάλλον, που ζούμε, είναι μονόδρομος για την επιβίωσή της.
Πολλοί συνδέουν την σύγκλιση προς μία ανάλογη προσπάθεια με την ύψωση τειχών προστασίας, ώστε να διαφυλαχθεί η εγχώρια παραγωγή. Μακριά από μας τέτοιες σκέψεις. Η ελληνική Βιομηχανία εδώ και πολλά χρόνια αποζητά, επιδιώκει εκλιπαρεί για την λειτουργία σε περιβάλλον συνθηκών όμοιων με εκείνες των ανταγωνιστών μας.
Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Όμως, οι επιθυμίες της παραγωγής σε σχέση με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές εδώ και χρόνια, είναι η διαφορά της μέρας με την νύχτα. Και όσο η κατάσταση αυτή θα συνεχίζεται η παραγωγική λειτουργία της χώρας θα υποβαθμίζεται περαιτέρω, και θα διαβρώνεται επικίνδυνα το μεταποιητικό της δυναμικό.
Ακούγεται συχνά και δράττομαι της ευκαιρίας να απαντήσω στον ισχυρισμό ότι η μείωση του κόστους εργασίας αφενός έχει ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής και αφετέρου η επαναφορά των αμοιβών στα πρό της κρίσης επίπεδα δεν προκαλεί δημοσιονομικό κόστος.
Πράγματι, η μείωση του κόστους εργασίας βοήθησε στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας σε μία σειρά δραστηριοτήτων εντάσεως εργασίας, κυρίως στους κλάδους των υπηρεσιών.
Η παραγωγή, όμως, όχι μόνον δεν είχε τόνωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων της, αλλά εξ αιτίας της επιβάρυνσής της με πρόσθετα, απίθανα σε πολλές περιπτώσεις βάρη, διεύρυνε τα κόστη της.
Απόδειξη αυτού είναι ότι ενώ ο πληθωρισμός καταγράφεται αρνητικός, γεγονός που θα έπρεπε να υποδηλώνει ότι οι τιμές ανταποκρίνονται πλέον στον περιορισμό της ζήτησης και του κόστους εργασίας και οδηγούμαστε σε βελτίωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, στην πραγματικότητα οι τιμές επηρεάζονται σχεδόν οριακά από τον αρνητικό πληθωρισμό διότι με εξαίρεση το κόστος εργασίας όλα τα υπόλοιπα κόστη, τα οποία επηρεάζουν την τιμή του προϊόντος κάθε άλλο παρά μειώνονται:
• Το έχω τονίσει αρκετές φορές από το βήμα αυτό. Το κόστος της ενέργειας σκοτώνει την παραγωγή, το εισόδημα και την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου προϊόντος. Οι τιμές της ενέργειας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 27% σε πραγματικούς όρους, από το 2005 έως τις αρχές του 2012, ενώ για την ελληνική βιομηχανία το ποσοστό αυτό ήταν πάνω από 300%. Δάκρυα για το θέμα αυτό έχουν χυθεί πολλά, αλλά μέχρις εκεί. Προφανώς είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί ότι η ενέργεια επιβαρύνει σημαντικά την τιμή και την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος, και ότι η ελληνική εξαγωγική βιομηχανία πληρώνει την ακριβότερη ενέργεια της Ευρώπης.
• Η διαχρονικά ανέξοδη φιλολαϊκή κοινωνική πολιτική των Κυβερνήσεων στο ασφαλιστικό, αντί να πατάσσει την εισφοροδιαφυγή, που ασφαλώς είναι δύσκολη υπόθεση και έχει το μειονέκτημα να διαταράσσει τις πελατειακές σχέσεις, προτιμούσε τα ελλείμματα να τα φορτώνει στις συνεπείς επιχειρήσεις. Έτσι φτάσαμε, η Ελλάδα να ανήκει στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ με το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος. Το προηγούμενο έτος είχαμε μία προσπάθεια ισχνής περιστολής του μη μισθολογικού κόστους. Όμως, η χώρα εξακολουθεί να είναι η δεύτερη με μεγαλύτερο μισθολογικό κόστος στην Ευρωζώνη. Θέλω να σημειώσω ότι μία γενναία μείωση π.χ. της τάξης του 10% θα μπορούσε να συμβάλλει στην δημιουργία 130.000 θέσεων εργασίας σε μία πενταετία.
• Σε όλο τον γνωστό κόσμο, η φορολογία επί των επιχειρήσεων επιβάλλεται στα κέρδη τους. Την περίοδο της κρίσης τα κέρδη των επιχειρήσεων γκρεμίζονται και την θέση τους παίρνουν θηριώδεις ζημίες. Η εφαρμογή της πολιτικής «Έσοδα να είναι, απ΄ όπου να είναι, και με ό,ποιο κόστος», στεγνώνει τα όποια διαθέσιμα των επιχειρήσεων, επιβαρύνοντας την παραγωγή με απίθανους φόρους, που επιβάλλονται στο κεφάλαιο, δηλαδή στον κεντρικό πυλώνα που κρατάει όρθια την επιχειρηματική δραστηριότητα.
• Η ανασφάλεια και η έμφαση της φροντίδας μόνον στα δημόσια οικονομικά έχει αφυδατώσει την παραγωγή και την αγορά από την αναγκαία ρευστότητα. Είναι εντυπωσιακό ότι κάθε μήνα το μήνυμα της ανακούφισης είναι «έχουμε λεφτά για μισθούς και για συντάξεις». Για να στηριχτεί η πολιτική αυτή επιλογή το κράτος αυξάνει συνεχώς το χρέος του προς τον ιδιωτικό τομέα, είτε μη εξοφλώντας προμήθειες προϊόντων, υπηρεσιών και έργων, είτε μη επιστρέφοντας ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, είτε μη αποπληρώνοντας αναπτυξιακές επιχορηγήσεις. Πρόκειται για πόρους που θα απουσιάσουν από την παραγωγή για να κατευθυνθούν στην κατανάλωση.
• Αυτή την περίοδο, με την αβεβαιότητα να βρίσκεται στο ζενίθ , και την αξιοπιστία της χώρας στο ναδίρ, οι ελληνικές επιχειρήσεις επωμίζονται ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας αναξιοπιστίας στις συναλλαγές τους. Πλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις προμηθεύονται ύλες και προϊόντα από τις διεθνείς αγορές χωρίς την δυνατότητα πίστωσης. Είναι υποχρεωμένες να προκαταβάλλουν τις αξίες γιατί η χώρα είναι προορισμός υψηλού ρίσκου.
• Τέλος, ακόμη και αν μπορούσε να βρεθεί πιστωτική διέξοδος σε μία περίοδο αρνητικής πιστωτικής επέκτασης το κόστος του χρήματος, ως είδος σε ανεπάρκεια, είναι εξαιρετικά υψηλό. Οι ανταγωνιστές μας αγοράζουν πιστώσεις 3,4, και 5 φορές φθηνότερες. Εδώ και τρία χρόνια, έχει αναπτυχθεί μία επικοινωνιακή καταιγίδα για χρηματοδοτικά εργαλεία, που θα έλυναν ένα μέρος της ανύπαρκτης ρευστότητας. Ακόμη τα περιμένουμε.
Νομίζω, ότι με αυτά τα στοιχεία ξεδιαλύνει το ανυπόστατο του ισχυρισμού, ότι η μείωση του εργασιακού κόστους παίζει καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής. Η καταιγίδα στο κόστος λειτουργίας ελάχιστα αντισταθμίζεται με την μείωση του μισθολογικού κόστους.
Τώρα, στον δεύτερο ισχυρισμό ότι η αύξηση των αμοιβών στον ιδιωτικό τομέα δεν προκαλεί δημοσιονομικό κόστος, θα έλεγα ότι είναι κοντόθωρος.
Διότι παρά το γεγονός ότι σε πρώτη φάση δεν επηρεάζει τα δημοσιονομικά, σε δεύτερη φάση αυξάνει τις απώλειες θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις κυρίως του τριτογενή τομέα με οριακές δυνατότητες, διογκώνει την «μαύρη εργασία» και την εισφοροδιαφυγή, αμβλύνει την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος, που ήδη δέχεται σοβαρές πιέσεις από ομοειδείς αγορές της περιοχής.
Ίσως δεν έχει γίνει σαφής η αλληλουχία και η αλληλεξάρτηση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών οικονομικών καθώς και ο τρόπος που επιβαρύνουν τα πρώτα τα δεύτερα, όταν εμφανίζονται μέτρα, που αδυνατούν οι επιχειρήσεις να σηκώσουν.
Θα μπορούσε βεβαίως να ισχυριστεί κάποιος η δυσμενής κατάσταση, που περιέγραψα, έρχεται από το παρελθόν. Και δεν θα είχε άδικο.
Όμως, πριν αλέκτωρ λαλήσαι τρις, προχτές, για την καταπολέμηση των τριγωνικών συναλλαγών, ψηφίστηκε η υποχρέωση, σύμφωνα με την οποία, κάθε ελληνική επιχείρηση που συναλλάσσεται με επιχείρηση που εδρεύει σε χώρα με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, να πληρώνει φόρο 26% επί των πραγματοποιηθεισών δαπανών, και το ποσό αυτό θα της επιστρέφεται αζημίως εφόσον εντός τριμήνου αποδείξει ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής. Δηλαδή, ακόμη μία επιβάρυνση και πρόσθετη γραφειοκρατία.
Μετά από αυτά, καλό είναι να θυμούνται όσοι νομοθετούν ότι όταν βάζουμε φόρους ή εφαρμόζουμε φορομπηχτικές πολιτικές και όταν κουρεύουμε πρόβατα, καλό είναι να σταματάμε πριν γδάρουμε το πετσί.
Το ερώτημα που προκύπτει έρχεται αβίαστα: Τελικά, με αυτές τις αντιλήψεις, αυτές τις συμπεριφορές και τις πολιτικές επιλογές θα χτίσουμε το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας? Έχουμε ξεκαθαρίσει αν θέλουμε διαχείριση της μιζέριας ή ανάπτυξη, απασχόληση και εισόδημα?
Δίνω έμφαση σ΄ αυτά τα σημεία, γιατί, συνήθως, η ανίκητη ανευθυνότητα, ο εύκολος λαϊκισμός και ο άκρατος δογματισμός έχουν δημιουργήσει θεωρητικά κατασκευάσματα, τα οποία συμπυκνώνονται στο απολύτως ανόητο μότο: η Ελλάδα δεν παράγει τίποτε και άρα λείπει η κρίσιμη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να ορθώσουμε το νέο πρότυπο.
Η πραγματικότητα, ακόμη και μέσα σ΄ αυτό το πνιγηρό και ανορθόδοξα εξελισσόμενο περιβάλλον, η χώρα έχει Βιομηχανία, έχει παραγωγή, καταγράφει επιδόσεις, η Βιομηχανία μας στηρίζει την ελληνική οικονομία.
• Ευθύνεται για το 49.1% των συνολικών εισροών της ελληνικής οικονομίας.
• Συνεισφέρει άμεσα και έμμεσα στο 23.5% της απασχόλησης και στο 22.4% του ΑΕΠ.
• Παρέχει ασφαλισμένη μισθωτή εργασία πλήρους απασχόλησης για όλο το έτος, για πάνω από το 1/5 των εργαζομένων.
• Συνεισφέρει στο 23.1% των εισφορών του ΙΚΑ λόγω των καλών μισθών, πάνω από το μέσο όρο, που παρέχει.
• Καλύπτει το 79.4% των συνολικών εξαγωγών αγαθών και το 41.2% των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
• Το 2013 η αξία των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων ανήλθε σε 21,9 δις ευρώ επί συνόλου εξαγωγών 27,6 δις ευρώ και εισαγωγών 46,8 δις ευρώ.
• Επενδύει ουσιαστικά στην έρευνα και την ανάπτυξη εισφέροντας με το 41.7% των συνολικών πόρων των ελληνικών επιχειρήσεων.
• Καταβάλλει ετήσιες μικτές αποζημιώσεις ανά μισθωτό που ξεπερνάνε κατά 12,3% αυτές του κλάδου υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα και κατά 270% αυτές του πρωτογενή τομέα, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αυτοαπασχόληση.
• Συνεισφέρει καίρια στη διευκόλυνση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων με τη μορφή εισροών όπως λιπάσματα, καύσιμα, είδη συσκευασίας.
• Ακόμη και μέσα στην κρίση στηρίζει τα δημόσια έσοδα καταβάλλοντας το 36.6% των φορολογητέων κερδών κεφαλαιουχικών επιχειρήσεων, εκτός των τραπεζών.
Αυτά προσφέρει σήμερα στην χώρα υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η εγχώρια Βιομηχανία και περιμένει μία σοβαρή και συνεπή βιομηχανική πολιτική, ανάλογη με αυτή που διατυπώνεται στα επίσημα ενωσιακά κείμενα, ώστε να δώσει βιώσιμη ώθηση στην ανάπτυξη, υγιείς θέσεις απασχόλησης και εισόδημα στους Έλληνες πολίτες.
Κύριε Υπουργέ,
Πιστεύουμε ότι σήμερα είναι, όσο ποτέ άλλοτε, διάχυτη η ανάγκη να ενεργοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο σύντομα ένα πλαίσιο χρηματοδοτικών γραμμών, που χρειάζεται η οικονομία, ώστε να μπορέσουν να ενισχυθούν επενδυτικές πρωτοβουλίες, που προγραμματίζονται.
Η παραγωγική κοινότητα περιμένει
• Την έγκαιρη ενεργοποίηση της Σύμβασης Εταιρικής Σχέσης, ή άλλως του νέου ΕΣΠΑ 2014-2020, το οποίο αναφέρεται σε σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές για την οικονομία.
• Την έναρξη υλοποίησης των περιφερειακών σχεδίων Στρατηγικής για την Έξυπνη Εξειδίκευση, στα οποία έχουν περιληφθεί δράσεις για την αξιοποίηση κλάδων, που κάνουν την διαφορά του συγκριτικού πλεονεκτήματος, για την κάθε περιοχή.
• Την δρομολόγηση ενός νέου αναπτυξιακού νόμου, ο οποίος θα αποτυπώνει τις προτεραιότητες της ελληνικής οικονομίας, θα διερμηνεύει τις προθέσεις για την προσέλκυση του επενδυτικού κεφαλαίου, και θα ορίζει την στάση της Πολιτείας απέναντι στην επενδυτική δαπάνη.
Κλείνοντας, πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να υπογραμμίσω, ότι την ανάπτυξη, που προσδοκούμε, θα την κερδίσουμε μέσα από δύο κατευθύνσεις:
Η πρώτη έχει να κάνει με την διάσωση του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού, αποκαθιστώντας τους όρους υγιούς λειτουργίας του.
Η δεύτερη αφορά στην προσέλκυση άμεσων ξένων παραγωγικών επενδύσεων, είτε δημιουργώντας ειδικούς ελκυστικούς όρους, είτε ιδιωτικοποιώντας κρατικά περιουσιακά στοιχεία, συνήθως ζημιογόνα ή αδρανούντα, και σίγουρα αδύναμα να λειτουργήσουν αποδοτικά. Ειδικά για την κατηγορία αυτή επενδύσεων, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η εθνική αποταμίευση αδυνατεί πλέον να στηρίξει ευρείας κλίμακας επενδύσεις.
Αγαπητές κυρίες και κύριοι,
Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες των στιγμών. Ειδικά οι επιχειρήσεις βιώνουν τις δυσκολίες αυτές από το 2009, καταγράφοντας απώλειες και θύματα.
Είμαστε, ωστόσο, εδώ για να βοηθήσουμε κάθε καλή κυβερνητική πρωτοβουλία, που θα αποσκοπεί σε μία επιθετική πολιτική στήριξης της βιομηχανίας μας. Έχουμε ακόμη δυνάμεις, τις εμπιστευόμαστε, μπορούμε να τα καταφέρουμε, με τον ρεαλισμό που διακρίνει τους δημιουργούς.
Είμαστε εδώ ευελπιστώντας πως έχει συνειδητοποιηθεί ότι οι πολιτικοί αγώνες των τελευταίων 40 ετών είχαν να κάνουν με τη δίκαιη κατανομή των χρυσών αυγών. Στην επόμενη περίοδο πρέπει να επικεντρωθούμε στην υγεία της χήνας.»
Η ομιλία του Απόστολου Παπαδούλη
Η ομιλία του προέδρου της Ε.Ε. του ΣΒΘΚΕ κ. Απ. Παπαδούλη έχει ως εξής:
«Αγαπητές κυρίες και κύριοι,
Παρά το γεγονός ότι οι καταστάσεις στην οικονομία δεν επιτρέπουν να ξεκινήσω την ομιλία μου περιγράφοντας, θετικές εξελίξεις, εντούτοις παραμένει θετικό το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια συμμετοχής όλων μας στην κορυφαία εκδήλωση του Συνδέσμου, μπορούμε να συνεννοούμαστε με λίγα λόγια και να επικοινωνούμε με σαφήνεια.
Επιπλέον, η παρουσία στη Συνέλευσή μας, του αξιότιμου κ. Υπουργού, με γεμίζει με ισχυρή αισιοδοξία ότι απόψε μπορούμε να επιτύχουμε, μετά το πέρας της εκδήλωσης να φύγουμε συμφωνώντας.
Η αισιοδοξία μου εδράζεται στο γεγονός ότι ο κ. Σταθάκης είναι αφενός ο καθ’ ύλη Υπουργός της Κυβέρνησης και, αφετέρου, υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου. Δεν διατηρώ επομένως καμία αμφιβολία ότι θα συμβάλει καθοριστικά στη συμφωνία όλων μας.
Αγαπητές κυρίες και κύριοι,
Το 2009, κατέρρευσε ένα οικονομικό μοντέλο και μαζί του γκρεμίστηκαν διάφορες δοξασίες, ιδεολογήματα αλλά και παλαιού τύπου εμμονές.
Αυτά που ένας καλοπροαίρετος παρατηρητής μπορεί να ανακαλύψει στα χαλάσματα του κατεδαφισμένου μοντέλου είναι ότι
• το να δημιουργείς κατανάλωση, αυξάνοντας τα ελλείμματά σου, χωρίς να έχεις ανάπτυξη από επενδυτική δαπάνη και παραγωγική δραστηριότητα υπογράφεις την σίγουρη αποτυχία των επιλογών σου.
• Το να ασκείς αναδιανεμητικές πολιτικές με δανεικά και να το πλασάρεις ως ανάπτυξη έχει και τα όριά του. Το 2009 το ελληνικό κράτος είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στην ιστορία του, 36 δις €, ισχυριζόταν ότι είναι σε τροχιά ανάπτυξης και κατέρρευσε.
• Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, σε εποχές διεθνοποιημένων αγορών, δεν είναι ο περισσότερο αξιόπιστος δείκτης για να μετρήσεις την ανάπτυξη. Το Εμπορικό Ισοζύγιο που μετράει εισαγωγές και εξαγωγές είναι ο πιο πιστός καθρέφτης. Το 2009 το εμπορικό ισοζύγιο έγραψε το θηριώδες έλλειμμα των 44 δις €.
• Η καταπολέμηση της ανεργίας, οι επενδύσεις και η ανάπτυξη δεν διατάσσονται. Είναι κόκκινες γραμμές, που κερδίζονται με σύγχρονες πολιτικές ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του οικονομικού συστήματος.
Ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος, υποστηρίζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, πολύ πριν την κρίση και τα μνημόνια, ότι το θεμελιώδες πρόβλημα των τελευταίων δεκαετιών είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Χρέος, δάνεια, ανεργία, αδυναμία εφαρμογής αναδιανεμητικής πολιτικής, δημοσιονομικά ελλείμματα και όποια άλλη «κακιά μοίρα» και «κακό συναπάντημα» που συζητούμε δημοσίως, δυστυχώς αενάως – και φυσικά αναποτελεσματικά - είναι απότοκα της έλλειψης ανταγωνιστικότητας και όχι βεβαίως οι αιτίες που δημιούργησαν το πρόβλημα της χώρας.
Ως απόρροια της άχαρης και ατελέσφορης αυτής δημόσιας συζήτησης είναι οι διάφορες ηρωικές «κόκκινες γραμμές», που ο καθένας από εμάς θέτει κατά το δοκούν και πάντοτε, χωρίς εξαίρεση, μόνο έναντι τρίτων.
Κατά την άποψη του Συνδέσμου μας, μία είναι και πρέπει να είναι η «κόκκινη γραμμή». Αυτή που οφείλουμε να θέσουμε εμείς, ΟΛΟΙ μας, πρώτα στον εαυτό μας: Την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Και επειδή, η ανταγωνιστικότητα, είναι ένας ακόμη όρος, που έχει διασυρθεί στην χώρα μας, επιτρέψτε μου, να δώσω έναν εκλαϊκευμένο ορισμό, ώστε να έχουμε μία πρώτη βάση συνεννόησης.
Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μίας χώρας να διατηρεί και να βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, να αναβαθμίζει το επιχειρηματικό περιβάλλον, να δημιουργεί βιώσιμες θέσεις εργασίας, και να ενισχύει την πραγματική συνοχή, να προστατεύει το περιβάλλον, να βελτιώνει την παραγωγικότητα και να αυξάνει τα μερίδια αγοράς υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης.
Υπάρχει η αντίληψη, ότι η ανταγωνιστικότητα αποτελεί μία βασική υποχρέωση της κάθε επιχείρησης, και σε ένα βαθμό δεν είναι λανθασμένη. Όμως, το ασφαλές και το επωφελές «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», δεν αποτελεί απλή ατομική επίδοση της κάθε επιχείρησης ξεχωριστά. Προκύπτει από τον βαθμό που το περιβάλλον της χώρας ενισχύει την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. (ΣΧΗΜΑ)
Με άλλα λόγια, η ανταγωνιστικότητα, μολονότι φαινομενικά καταγράφεται ως «ατομική» επίδοση, στην πραγματικότητα παραμένει εθνική και συστημική. Και τελικά, το άθροισμα των ασκούμενων πολιτικών παραμένει καθοριστικό στην διαδικασία συγκρότησης του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.
Δείτε σας παρακαλώ αυτή την εικόνα. Δείχνει ποιοι παράγοντες και σε τι ποσοστό διαμορφώνουν τον Δείκτη της Επιχειρηματικής Ανταγωνιστικότητας μίας χώρας.
Όπως προκύπτει, ό,τι καλό και να κάνει μία επιχείρηση μπορεί να επηρεάσει τον Δείκτη αυτόν μόλις σε ποσοστό 17,5%. Αντίθετα, το Εθνικό Επιχειρηματικό Περιβάλλον, δηλαδή οι υποδομές, οι θεσμοί, οι νόμοι, η γραφειοκρατία, κλπ επηρεάζουν τον Δείκτη σε ποσοστό 82,5%.
Και για να γίνω σαφέστερος θέλω να σημειώσω ότι η εθνική ανταγωνιστικότητα δεν είναι αποσπασματικές αποφάσεις και ατάκτως ερριμμένα πρωτοβουλίες και επιλογές. Είναι μία συγκροτημένη προσπάθεια, που έχει χρονικό βάθος, στηρίζεται πάνω σε προϋποθέσεις, (ΓΡΑΜΜΗ) απαιτεί οριζόντιες πολιτικές, μετράει ενδιάμεσα αποτελέσματα, και αυτοπραγματώνεται με εύστοχα τελικά αποτελέσματα. (ΣΧΗΜΑ)
Η πρώτη βασική προϋπόθεση μίας σύγχρονης οικονομίας είναι η συνεχής φροντίδα ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Η βελτίωση της κοινω¬νικής συνοχής έχει ως αντίπαλο τη φτηνή εργασία, την ύπαρξη πληθυσμών με χαμηλό βιοτικό επίπεδο και ανασφαλείς συνθήκες απασχόλησης και ζωής. (ΣΧΗΜΑ)
Επόμενη προϋπόθεση είναι το κοινωνικό κεφάλαιο. Δηλαδή, τα δίκτυα και οι θεσμοί που ενισχύουν την εμπιστοσύνη, την αλληλεγγύη, την συλλογικότητα και την αμοιβαιότητα μεταξύ των πολιτών. (ΣΧΗΜΑ)
Εξέχουσα θέση στις προϋποθέσεις έχει η επιχειρηματική κουλτούρα.
Η σύγχρονη επιχειρηματική κουλτούρα αναγορεύει την επιχειρηματικότητα ως δραστηριότητα «παραγωγική» και «δημιουργό» πλούτου, θέσεων εργασίας και ευημερίας, και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας. (ΣΧΗΜΑ)
Η αμέσως επόμενη προϋπόθεση αναφέρεται στο ενεργειακό πρότυπο και την προστασία του περιβάλλοντος.
Το φυσικό περιβάλλον αποτελεί τη βάση και το όριο ανάπτυξης, ενώ μαζί με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον αποτελούν ένα ενιαίο αλληλοεξαρτώμενο σύνολο.
Η φροντίδα για την προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος, την οικονομία των πόρων και τη σύνδεση των δράσεων αποτελεί προϋπόθεση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, ειδικότερα στις χώρες που βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης προς την οικονομία της γνώσης, ενώ παράλληλα είναι προϋπόθεση για την ποιότητα ζωής και την ευημερία των πολιτών. (ΣΧΗΜΑ)
Τέλος, μία εξαιρετικά σημαντική προϋπόθεση για την δόμηση συγκροτημένων πολιτικών Ανταγωνιστικότητας είναι οι διατιθέμενες υποδομές, που είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη.
Ουσιαστικά, πρόκειται για όλες εκείνες τις υποδομές, οι οποίες συνθέτουν τα μεταφορικά δίκτυα, τους οργανωμένους χώρους επιχειρηματικής δραστηριότητας, τα δίκτυα νερού και προστασίας του περιβάλλοντος, την ποιότητα των υποδομών διανομής, την αποτελεσματική και ανταγωνιστική λειτουργία των ενεργειακών δικτύων, τον βαθμό αξιοποίησης των διαμετακομιστικών πόρων και τις επενδύσεις σε συστήματα Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών. (ΓΡΑΜΜΗ)
Πάνω στις προϋποθέσεις αυτές, έρχεται να στηριχτεί και να οικοδομηθεί ένα πλέγμα κρίσιμων οριζόντιων εισροών, που αποτελούν την συγκολλητική ουσία, στην προοπτική επιτυχούς λειτουργίας της εθνικής Ανταγωνιστικότητας.
Είναι «η σπονδυλική στήλη» των πολιτικών, που διαμορφώνουν την αποτελεσματικότητα του περιβάλλοντος, όπου λειτουργούν οι οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις μιάς χώρας. (ΣΧΗΜΑ)
Κυρίαρχη θέση στο πλέγμα αυτό έχει το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Δηλαδή, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, η καλή λειτουργία του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης, το ύψος των φορολογικών συντελεστών, και το εύρος της φορολογητέας ύλης, η πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, ως πτυχές υπονόμευσης της ανταγωνιστικότητας, η αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα, η διαφθορά, και η διαφάνεια, τα δημοσιονομικά μεγέθη καθώς και το κατά πόσο η γραφειοκρατία ανταποκρίνεται ή όχι στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. (ΣΧΗΜΑ)
Εξίσου σοβαρή θέση στο πλέγμα πολιτικών είναι αυτές που αφορούν στην αγορά εργασίας.
Η αγορά εργασίας αποτελεί τον καθρέπτη που αντανακλά την ανταγωνιστικότητα και των άλλων αγορών της οικονομίας, ιδιαίτερα στη διαδικασία μετάβασης μιας χώρας στην «οικονομία της γνώσης», όπου το ανθρώπινο και το γνωστικό κεφάλαιο αποτελούν τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες. Εδώ το ζητούμενο είναι η αγορά αυτή να διαθέτει την ευελιξία ώστε να προσαρμόζεται και την αντοχή ώστε να μην κάμπτεται. (ΣΧΗΜΑ)
Το επόμενο άθροισμα πολιτικών αφορά στον κρίσιμο τομέα της εκπαίδευσης και του συστήματος ανάδειξης δεξιοτήτων.
Στην «κοινωνία της γνώσης» ένα δυναμικό σύστημα παιδείας και εκπαίδευσης, που θα σχεδιάζει έγκαιρα, και θα επενδύει, οργανωμένα, πόρους ώστε να προσαρμόζει το ανθρώπινο δυναμικό, κυρίως, στις προοπτικές της οικονομίας και τις ανάγκες, που θα πρέπει να καλυφθούν, είναι το ασφαλέστερο όχημα μετάβασης στην επόμενη γενιά εξελίξεων. (ΣΧΗΜΑ)
Οι πολιτικές για την Έρευνα και την Τεχνολογική Ανάπτυξη είναι ο αμέσως επόμενος σοβαρός κρίκος στην σειρά πολιτικών των οριζόντιων εισροών.
Χώρες με υψηλή ανταγωνιστικότητα έχουν ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα Έρευνας και Ανάπτυξης, σοβαρές αναπτυξιακές επιδόσεις και υψηλότερες συγκριτικά αμοιβές. (ΣΧΗΜΑ)
Η επόμενη ομάδα αναγκαίων πολιτικών έχουν σχέση με την ενίσχυση της Επιχειρηματικότητας.
Προφανώς, το ζητούμενο είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας της ευκαιρίας, που προοιωνίζει βιωσιμότητα και εχέγγυα σταδιοδρομίας στην ανοικτή αγορά. Η «επιχειρηματικότητα» ταυτίζεται με τη διαδικασία δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, γεγονός το οποίο έχει άμεσο αντίκτυπο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και έμμεσο στη δημιουργία εισοδημάτων, νέων προϊόντων, νέων δυνατοτήτων κάλυψης αναδυόμενων αναγκών της αγοράς και, σε τελική ανάλυση, στη δημιουργία νέου πλούτου για τη χώρα και τους πολίτες της.
Προέκταση των πολιτικών αυτών είναι εκείνες για την ανάδειξη της Καινοτομικής Επιχειρηματικότητας.
Βασικό στοιχείο αυτής της επιχειρηματικότητας είναι η καινοτομία, που δημιουργεί νέα δεδομένα στην αγορά προς όφελος της επιχείρησης, του εργαζόμενου, του καταναλωτή και της εθνικής οικονομίας.
Η Καινοτομική Επιχειρηματικότητα παραπέμπει σε δύο βασικές συνιστώσες, όχι της οικονομίας αλλά κατά βάση της κοινωνίας: Στην απορροφητική ικανότητα, δηλαδή στην ικανότητα αφομοίωσης των εξελίξεων στο περιβάλλον και στην θετική στάση απέναντι στις αλλαγές, και στην δημιουργικότητα, δηλαδή την αυξημένη ικανότητα στον μετασχηματισμό της νέας γνώσης σε νέα μορφή δράσης. (ΣΧΗΜΑ)
Τέλος, ως τελευταίος κρίσιμος κρίκος στην σειρά των οριζόντιων εισροών είναι οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαμορφώνονται οι τιμές και τα κόστη, των προϊόντων, των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών.
Επί της ουσίας, συνεχής επιδίωξη είναι οι ανοιχτές αγορές, χωρίς πελατειακές σχέσεις και κρατική κηδεμονία και με ανόθευτη εφαρμογή του ανταγωνισμού.
Όπως και σεις θα παρατηρείτε, οι οριζόντιες εισροές μοιάζουν με μία αμαξοστοιχία, όπου το ένα βαγόνι είναι κουμπωμένο με το άλλο, και ανάλογα με το πόσο καλά λειτουργεί το πρώτο, δημιουργεί καλές συνθήκες λειτουργίας και για το επόμενο. (ΓΡΑΜΜΗ)
Τα χαρακτηριστικά, η δυναμική και η αποτελεσματικότητα του επόμενου επιπέδου, δηλαδή τα Ενδιάμεσα Αποτελέσματα, καθορίζονται απόλυτα από τις οριζόντιες πολιτικές, που προηγήθηκαν, και συνθέτουν την παραγωγική και οικονομική ταυτότητα μίας οικονομίας.
Τα Ενδιάμεσα Αποτελέσματα αξιολογούν: (ΣΧΗΜΑ)
Πρώτον, την Τομεακή Σύνθεση του Προϊόντος και της Απασχόλησης, ή με άλλα λόγια αναζητούν τους τομείς που βρίσκονται στην αιχμή της παραγωγής του προϊόντος και το εύρος της απασχόλησης, που προσφέρει εξειδικευμένη εργασία. Στις οικονομίες, που είναι έντασης τεχνολογίας και κεφαλαίου και παράγουν μέσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα, η τομεακή σύνθεση παραπέμπει σε πρωτοπορίες στην αγορά και ενίσχυση της παρουσίας της γνώσης και της καινοτομίας.
Δεύτερον, την Παραγωγικότητα, που επιτυγχάνει η οικονομία. Η παραγωγικότητα είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και βελτίωσης της ευημερίας μακροπρόθεσμα και εξαρτάται από την λειτουργία και τις σχέσεις του ανθρώπινου δυναμικού, του κεφαλαίου και τους φυσικούς πόρους.
Τρίτον, τις επιδόσεις της οικονομίας στο Εξωτερικό Εμπόριο. Δηλαδή, την ικανότητα της οικονομίας, αφού έχει αφομοιώσει τις οριζόντιες εισροές, να τις μεταφράζει σε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, που έχουν την δυνατότητα να κερδίζουν μερίδια στις διεθνείς αγορές, θέσεις εργασίας και εισόδημα έναντι των ανταγωνιστών και βιωσιμότητα στα δημόσια οικονομικά της χώρας.
Τέταρτον, και τελευταίο, στα ενδιάμεσα αποτελέσματα, αξιολογείται η ικανότητα της οικονομίας να προσελκύει Άμεσες Ξένες παραγωγικές Επενδύσεις, ώστε να ενισχύει την παραγωγική της βάση, με μεγάλα παραγωγικά συγκροτήματα και σύγχρονη τεχνολογία.
Επισημαίνεται ότι οι υψηλοί ρυθμοί εισροής Ξένων Άμεσων Επενδύσεων σε μια χώρα ερμηνεύονται ως ισχυρή ένδειξη εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις επιδόσεις της οικονομίας της και ως πεποίθηση ότι αυτές θα διατηρηθούν. (ΓΡΑΜΜΗ)
Η προσπάθεια για την δημιουργία ενός οικοδομήματος εθνικής ανταγωνιστικότητας ολοκληρώνεται, με τα τελικά αποτελέσματα, στο κορυφαίο επίπεδο.
Είναι η φάση της αυτοπραγμάτωσης και της επίτευξης των στόχων. (ΣΧΗΜΑ)
Το πρώτο εξεταζόμενο μέγεθος είναι ο ρυθμός μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δηλαδή, το κατά πόσο ο παραχθείς πλούτος από την οικονομία παρουσιάζει ικανοποιητική αύξηση, ώστε να έχει θετική συμβολή στην βελτίωση της ευημερίας του πολίτη.
Εξετάζεται, όμως και το περιεχόμενο της σύνθεσης του ΑΕΠ, ως προς το κατά πόσο η διεύρυνσή του προέρχεται κατά βάση από διαδρομές ανάπτυξης του μηχανισμού της προσφοράς ή οφείλεται σε μεγέθυνση, που προέρχεται κατά κύριο λόγο από την ενίσχυση της κατανάλωσης.
Το δεύτερο στοιχείο που αξιολογείται είναι το κατά πόσο η ανάπτυξη, που πετυχαίνει η οικονομία, μετατρέπεται σε Απασχόληση. Καμία ανάπτυξη, όσο και αν είναι ευρεία, δεν έχει αξία, αν δεν μετατρέπεται σε εργασία και εισόδημα.
Τέλος, τρίτο αλλά με εξαιρετική αξία στοιχείο αποτελεί αυτό το οποίο μετράει τις επιπτώσεις, που υφίσταται η κοινωνία ως προς την Ποιότητα Ζωής, δηλαδή στο περιβάλλον, στην χρήση των πόρων ανάπτυξης, στην ποιοτική κατοικία. (ΣΧΗΜΑ)
Η διαδικασία της εθνικής Ανταγωνιστικότητας δεν είναι ένα στατικό οικοδόμημα. Είναι δυναμικό, όπου η βάση δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για την κορυφή, (ΣΧΗΜΑ) και η κορυφή τροφοδοτεί με συνεχώς βελτιούμενα αποτελέσματα την βάση.
Αγαπητές κυρίες και κύριοι,
Επιχείρησα να σας παρουσιάσω μία λογική σειρά βημάτων, που οδηγούν σε πραγματικό αναπτυξιακό ξέφωτο. Είναι προφανές ότι είναι μία δύσκολη διαδικασία, χρειάζεται σοβαρή ανάλωση πολιτικού κεφαλαίου, απαλλαγή από την πελατειακή νοοτροπία και αρκετό πολιτικό χρόνο. Το ξεχωριστό στοιχείο, που την διακρίνει, είναι ότι δεν απαιτεί τόσο οικονομικούς πόρους όσο περίσσιο πολιτικό θάρρος και ειλικρίνεια, για μεταρρυθμίσεις.
Ανάλογη κουλτούρα δεν διαθέτουμε είτε ως κοινωνία, είτε ως πολιτικό προσωπικό. Δεν μας έχουν μείνει, όμως, άλλες επιλογές. Εδώ και πέντε χρόνια το παλιό έχει πεθάνει και αντί να έχουμε αρχίσει να χτίζουμε το νέο, επιμένουμε να κάνουμε τεχνητές αναπνοές στο πτώμα.
Είτε αλλάξουμε νόμισμα, είτε φύγουμε από την ευρωζώνη, είτε μας χαρίσουν το χρέος, είτε μας δώσουν νέα δάνεια, η χώρα θα παραμένει στην ίδια αναπτυξιακή αδράνεια. Αδύναμη να λειτουργήσει στο νέο αμείλικτα ανταγωνιστικό διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, επειδή θα της λείπει η εθνική ανταγωνιστικότητα, έτοιμη να ξανακυλήσει στην κρίση ή να μην βγει από την ύφεση.
Πιστεύω, ότι είναι η κρισιμότερη μεταπολιτευτική περίοδο και το πολιτικό προσωπικό οφείλει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων για να αναζητήσει διεξόδους συνεννόησης και συναίνεσης.
Ασφαλώς και η συναίνεση δεν είναι προϋπόθεση της Δημοκρατίας. Είναι κορυφαία όμως επιλογή όταν η κρίση απειλεί όρους της Δημοκρατίας.
Χωρίς μάλιστα να επιθυμώ να μπω σε ξένα χωράφια, φαίνεται ότι το Μνημόνιο, σε έναν ποσοστό 70% έχει προτάσεις και προωθεί μεταρρυθμίσεις, που βοηθάνε στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και δεν βρίσκουν αντίθετο το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Μπορεί οι πολιτικές του Μνημονίου να κατακρίθηκαν και να πετάχτηκαν στο πυρ το εξώτερο. Κανείς, όμως, δεν αναλογίστηκε ότι για την φουρτούνα δεν ευθύνεται η θάλασσα αλλά ο άνεμος.
Αγαπητές Κυρίες και κύριοι,
Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστούς, δοξάζεται, διότι μεταξύ των θαυμάτων που έκανε είναι και οι θεραπεία δύο-τριών τυφλών.
Εξ αιτίας του Μνημονίου, 182 στην Ζάκυνθο, 239 στην Χίο και μερικές δεκάδες ακόμη ανάπηροι, είδαν το φώς το αληθινό και σταμάτησαν να παίρνουν επιδόματα αναπηρίας.»