Η Εταιρεία Θεσσαλικών Μελετών (ΕΘΕΜ) κείμενό της ενόψει του επικείμενου δημοψηφίσματος αναφέρει τα εξής: Η ΕΘΕΜ ως επιστημονικός σύλλογος από την εποχή της ίδρυσης του, τη δεκαετία του 1980, συμμετέχει ενεργά στο δημόσιο διάλογο με το επιστημονικό δυναμικό του και τα συνέδρια, τις ημερίδες και τις δημόσιες παρεμβάσεις του.

Στόχος μας ήταν και παραμένει η επιστημονική προσέγγιση και η νηφάλια συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο για την ανάπτυξη των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων της Θεσσαλίας, την προστασία, τη καλλιέργεια και τη ανάδειξη του φυσικού, πνευματικού και πολιτιστικού πλούτου του τόπου μας.

Απαρέγκλιτη στάση των ιδρυτών της ΕΘΕΜ και των μελών της έως σήμερα είναι η ευρωπαϊκή προοπτική της πατρίδας μας και η συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση διότι μόνο αυτή εξασφαλίζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ανάπτυξη της Ελλάδος και Θεσσαλίας ειδικότερα.

Τούτων δοθέντων και μη δυνάμενων να αμφισβητηθούν υπό ουδενός, η ΕΘΕΜ οφείλει σύμφωνα με τον ν. 4023/2011 περί δημοψηφισμάτων (άρθρο 5) να συμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο επί του ερωτήματος που έχει τεθεί σε ψηφοφορία από τον ελληνικό λαό.

Καταρχάς επισημαίνουμε τις σοβαρές επιφυλάξεις που ανακύπτουν για την καταστρατήγηση συνταγματικών κανόνων ως προς την απαγόρευση διενέργειας δημοψηφισμάτων επί δημοσιονομικών θεμάτων (αρ. 44 παρ. 2 και 3 Συντάγματος) καθώς και για την εκπλήρωση των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει ο σχετικός νόμος ως προς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με προεξέχον το έλλειμμα της αναγκαίας ενημέρωσης του αντικειμένου του δημοψηφίσματος όσο και των συνεπειών που θα έχει το «ναι» ή το «όχι».

Ως προς το διάλογο που διεξάγεται στο ζήτημα των συνεπειών γινόμαστε μάρτυρες στο εσωτερικό μιας έντονης, διχαστικής πολεμικής που δεν συνάδει με τις αρχές τις δημοκρατίας και του πολιτισμού μας, με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρώτιστο μέλημά μας να απευθύνουμε έκκληση προς όλους να περιφρουρήσουμε την εθνική ομόνοια με νηφάλιο και συναινετικό λόγο, ανεξαρτήτως ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Προς το σκοπό αυτό στόχος του διαλόγου θα πρέπει να είναι αποκλειστικά η εκτίμηση των δεδομένων και των κινδύνων, που διατρέχουμε. Το διακύβευμα είναι πολύ πέρα από προσωπικές ή κομματικές αντιπαραθέσεις και οι προσωπικές επιθέσεις και χαρακτηρισμοί δεν πρέπει να έχουν θέση στο διάλογο.  

Ως προς τις συνέπειες του δημοψηφίσματος επικρατεί η απόλυτη σύγχυση με εκατέρωθεν κατά το δοκούν ερμηνείες. Το ερώτημα ως έχει τεθεί, το οποίο έχει ήδη ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, επιτρέπει δυστυχώς την σύγχυση και την παρερμηνεία. Θέλοντας να σταθούμε με νηφαλιότητα στο ζήτημα αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι για τη διεθνή θέση της χώρας στην Ευρώπη και στο Ευρώ καταλυτική σημασία δεν έχουν οι ερμηνείες που εμείς εσωτερικά μπορούμε να δίνουμε, αλλά πως το εκλαμβάνουν οι εταίροι μας και η διεθνής κοινότητα. Ως εκ τούτου,εάν για τα άλλα κράτη – μέλη το διακύβευμα του δημοψηφίσματος ερμηνεύεται ως ευρώ ή δραχμή, ρήξη ή συνέχιση της συμμετοχής μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε αυτό είναι το διακύβευμα και για τον ελληνικό λαό, με αυτήν την εντολή στο χέρι θα βρεθεί η κυβέρνηση την Δευτέρα το πρωί και όχι με αυτή που εκείνη επιθυμεί να δώσει.

Οι συνέπειες από μία τέτοια εξέλιξη, από την έξοδο δηλαδή από το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν καθολογημένως ολέθριες για την οικονομία μας, την κοινωνία μας και την θέση της πατρίδας μας στην διεθνή κοινότητα. 

Επομένως αναγκαστικά και ακούσια οδηγείται το διακύβευμα στο “ναι” ή “όχι”στο Ευρώ, στο «ναι» ή «όχι» στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τότε η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από το ξεκάθαρο “NAI”.

Ως προς τα μέτρα αυτά καθαυτά είναι αντικείμενο της υπεύθυνης κυβέρνησης να επιτύχει το καλύτερο αποτέλεσμα για την εθνική μας οικονομία, έργο στο οποίο όλοι θα είμαστε αρωγοί και έτοιμοι να συνεισφέρουμε με όλες τις δυνάμειςμας.

Ευελπιστούμε σε μία εποικοδομητική συνέχιση του δημοσίου διαλόγου.