Σε άρθρο του που κυκλοφόρησε ευρύτατα στο διαδίκτυο ο Γερμανός πρώην αντικαγκελάριος Γιόσκα Φίσερ αναφέρεται στην «επιστροφή του κακού Γερμανού».
Η κατακτητική, ωστόσο, διάθεση της Γερμανίας δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Προϋπήρξε κατά τους τελευταίους αιώνες είτε ως ιστορική νοοτροπία, είτε ως αρρωστημένη ιδεοληψία. Μεταπολεμικά, τα κατακτητικά βιώματα της Γερμανίας προβλήθηκαν μέσα στην ενωμένη Ευρώπη, οδηγώντας στην «υποταγή» της.
Το 1978 η Ευρώπη μετά από πρόταση του δυτικογερμανού καγκελάριου Χ. Σμιτ, προχώρησε στη σύσταση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος με την καθιέρωση του ECU και με την εγγύηση της Bundesbank. Αυτό σήμαινε για την Ευρώπη αντικατάσταση του δολαρίου από το γερμανικό μάρκο. Ήταν μια πρώτη (οικονομική) νίκη των Γερμανών επί των άλλων κρατών της Ευρώπης μετά από τις ήττες τους στους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Επακολούθησε η επανένωση το 1990 με τη συναίνεση των Ευρωπαίων παρόλο που κατά βάθος ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ο Φρανσουά Μιτεράν ωστόσο, με φιλάρεσκη βεβαιότητα και πλάνη οικτρή, διακήρυσσε τον Νοέμβριο του 1989: «Δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω οτιδήποτε για να εμποδίσω τη επανένωση. Οι Σοβιετικοί θα το κάνουν για μένα. Δεν θα επιτρέψουν ποτέ τη μεγάλη Γερμανία ακριβώς απέναντί τους». Ο Κολ, λοιπόν, «χρυσώνοντας το χάπι» στους Γάλλους με κάποιες οικονομικές παροχές (ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα), προχώρησε στην επανένωση της Γερμανίας. Έτσι, μια ενωμένη και ισχυρή Γερμανία, με τις γνωστές της ιδεοληψίες, ζωντάνεψε ξανά στο κέντρο της Ευρώπης.
Η τρίτη νίκη της Γερμανίας επί της Ευρώπης ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), όπως εν συνεχεία αναμορφώθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, πέντε χρόνια αργότερα. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ καταργήθηκε η ρήτρα αλληλεγγύης με το πρόσχημα να μην επιβραβεύονται οι αποτυχημένοι. Συγχρόνως άρχισε η οικοδόμηση του ευρώ ως ακριβούς αντίγραφου του γερμανικού μάρκου. Παράλληλα οι Γερμανοί επέβαλαν δραστικά μέτρα για τη συμμετοχή των νότιων κρατών στο νέο νόμισμα, εξουσιοδοτώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλει πρόστιμα στις απείθαρχες κυβερνήσεις. Παραβάτες όμως των αρχών αυτών δεν ήταν μόνον οι «απείθαρχοι» Νότιοι, αλλά και οι Γερμανοί και οι Γάλλοι. Έτσι, το 2004 ο επίτροπος για την Ενιαία Αγορά, ο Ολλανδός Φριτς Μπόλκεσταϊν, διαπίστωνε προστατευτικές πολιτικές (ενισχύσεις και επιδοτήσεις) από τις νότιες χώρες προς ορισμένες εθνικές τους εταιρείες. Την ίδια περίπου εποχή διαπιστώνεται πως Γερμανία και Γαλλία έχουν παραβεί τους όρους του Μάαστριχτ και η μεν Γαλλία εμφανίζει έλλειμμα 4,1% η δε Γερμανία 3,9% του ΑΕΠ. Βέβαια, κανένα μέτρο κύρωσης δεν τέθηκε σε κίνηση. Γιατί η «προτεσταντική ηθική» εφαρμοζόταν πάντοτε μόνον στους «διεφθαρμένους» Νότιους!
Κατά τα τρία χρόνια που ακολούθησαν την επανένωση της Γερμανίας, τα συνολικά ποσά τα οποία μεταβιβάστηκαν ώς το τέλος του 2003 από τη Δυτική στην Ανατολική είχαν ύψος 1,3 τρις ευρώ περίπου. Οι Γερμανοί αύξησαν τις κρατικές τους δαπάνες (για εργασία, παιδεία, υγεία, μεταφορές κλπ.) με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί στα ύψη ο πληθωρισμός της ενωμένης πλέον χώρας. Η Bundesbank αναγκάστηκε να αυξάνει σταθερά τα επιτόκια, για να σταματήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Στη πραγματικότητα, ο Κολ εξήγαγε το κόστος της επανένωσης και οι ευρωπαίοι εταίροι της Γερμανίας υποχρεώθηκαν να μοιραστούν το φορτίο. Ήταν άλλη μια νίκη της Γερμανίας επί της Ευρώπης.
Η σημερινή Γερμανία, εφαρμόζοντας στην αρχή της κρίσης μια πολιτική υψηλών επιτοκίων δανεισμού, εκμεταλλεύτηκε το παγκόσμιο οικονομικό «τσουνάμι» σε βάρος κυρίως των ευρωπαϊκών λαών του Νότου. Η υποταγή βέβαια της Ευρώπης και ιδιαίτερα του Νότου ολοκληρώνεται με τα διαβόητα «πακέτα διάσωσης». Με αυτά η Γερμανία κάλυψε τα χρέη των δικών της τραπεζών (κατά το έγκυρο Bloomberg έφταναν το ύψος των 547 δις). Με άλλα λόγια, οι τράπεζες του «συνετού» Βορρά και του «ηθικού προτεσταντισμού» –κατά βάση η Bundesbank, καθώς και οι άλλες μικρότερες γερμανικές– δάνεισαν περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να διαθέσουν εν γνώσει της αδυναμίας εκτελέσεως των υποχρεώσεών τους. Στη συνέχεια κάλυψαν τις δικές τους ζημιές και τα χρέη τους με τους εκβιασμούς και τις «αφαιμάξεις» που επέβαλαν σε βάρος των λαών υπό το πρόσχημα της «διάσωσής» τους.