Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της ρεμπέτικης και της λαϊκής μουσικής, που άφησε εποχή με τις συνθέσεις και το μπουζούκι του, γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημερομηνία, στις 18 Ιανουαρίου.
Γεννήθηκε το 1915 στα Τρίκαλα. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από την Ήπειρο και εκτός από τον Βασίλη, είχαν ακόμα τέσσερα παιδιά.
Πολύ αργότερα, στις ρεμπέτικες παρέες του, ο Τσιτσάνης απέκτησε το παρατσούκλι «ο βλάχος», γιατί ήταν ο μόνος με καταγωγή «στεριανή».
Ο πατέρας του έφτιαχνε τσαρούχια. Όταν δεν είχε δουλειά, έπαιζε το μαντολίνο του. Ο Βασίλης άκουγε τον πατέρα του να τραγουδάει και να παίζει κλέφτικα τραγούδια και πήγαινε συχνά στην εκκλησία για να ακούσει τους βυζαντινούς ύμνους.
Για πρώτη φορά έπιασε όργανο στα χέρια του σε ηλικία 11 ετών και αφού πέθανε ο πατέρας του. Ένας οργανοποιός της περιοχής είχε μετατρέψει ένα μαντολίνο σε μπουζούκι. Και ο Τσιτσάνης έμαθε να παίζει κάπως έτσι το όργανο που τον συντρόφευσε σε ολόκληρη την ζωή του.
Στο γυμνάσιο έμαθε βιολί και άρχισε να παίζει για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Αν και το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όργανο, το 1930 ο Τσιτσάνης άρχισε να γράφει με αυτό τα πρώτα του τραγούδια.
Σε ηλικία 21 ετών πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική. Έπιασε δουλειά σε ένα μαγαζί για να βγάζει τα έξοδά του. Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον Δημήτρη Περδικόπουλο που τον σύστησε στην δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν».
Εκεί θα ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια και θα αρχίσει να γίνεται γνωστός στους κύκλους του ρεμπέτικου. Σε εκείνη την περίοδο ανήκουν τα τραγούδια «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε», «Να γιατί γυρνάω», «Αρχόντισσα», «Ό, τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» κ.α., που τα τραγούδησαν μεγάλες μορφές, όπως ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Η δικτατορία του Μεταξά θα απαγορέψει τα ρεμπέτικα. Από το 1938, ο Τσιτσάνης βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Θα γνωρίσει εκεί και την μελλοντική σύζυγό του, Ζωή Σαμαρά, και θα αποκτήσει μαζί της δυο παιδιά.
Τα χρόνια της κατοχής θα τον βρουν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί θα ανοίξει το δικό του μαγαζί, το «Ουζερί Τσιτσάνης» και θα γράψει ορισμένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια, όπως το «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «Μπαξέ τσιφλίκι».
Το 1946 θα κατέβει στην Αθήνα, αλλά τα νέα του τραγούδια λογοκρίνονται για άλλη μια φορά. Μερικά θα εκδοθούν και άλλα θα χαθούν για πάντα, αφού δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ.
Την επόμενη περίοδο θα φέρει διάφορες αξέχαστες φωνές στο προσκήνιο, όπως η Καίτη Γκρέυ, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Στέλιος Καζαντζίδης κ.α.
Έγραψε σπουδαία τραγούδια και αυτή την περίοδο, όπως «Κορίτσι μου όλα για σένα», «Της Γερακίνας γιος», «Δηλητήριο στην φλέβα» κ.α.
Τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του εμφανιζόταν στο μαγαζί του στην Αθήνα, το «Χάραμα». Έφυγε από την ζωή, ανήμερα των γενεθλίων του, στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, ύστερα από επιπλοκές που είχε από εγχείρηση στους πνεύμονες.
Ο Τσιτσάνης είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες του ρεμπέτικου, στο οποίο εισήγαγε τα λεγόμενα «δυτικά» μελωδικά και το έβγαλε από το περιθώριο.
Ακόμα και σήμερα, οι παλιοί και οι νέοι τραγουδούν τα τραγούδια και τους στίχους του, με τον Τσιτσάνη να παραμένει στις μνήμες όλων των Ελλήνων. Και θα συνεχίσει για πολλά χρόνια ακόμα...
e-radio.g