Ο μεγάλος δάσκαλος της λαϊκής μουσικής, ο δημιουργός των τραγουδιών που σημάδεψαν τον αιώνα και ο συνδετικός κρίκος μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού, ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτελεί μία χαρακτηριστική φυσιογνωμία της ελληνικής μουσικής παιδείας. Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και πέθανε ακριβώς 69 χρόνια μετά, πάλι σαν σήμερα, στις 18 Ιανουαρίου του 1984, την ημέρα των γενεθλίων του.
Τα Τρίκαλα, η γενέτειρά του, τον τιμούν με το μουσείο Τσιτσάνη στις παλιές φυλακές (φωτό κάτω) το οποίο άνοιξε ανεπίσημα τις πύλες του προ ημερών.
Ο κορυφαίος Έλληνας στιχουργός, μουσικοσυνθέτης αλλά και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού εκφράζονται στο πρόσωπο του Τσιτσάνη. Οι μελωδίες του θεωρούνται εξαιρετικά εμπνευσμένες, αν και ο Τσιτσάνης δεν έγραψε ποτέ τραγούδι ‘στο χαρτί’. Τα πάντα έβγαιναν από την καρδιά του, τα βιώματά του – μάλιστα η Unesco έχει υπό την κατοχή της ορισμένες χειρόγραφες παρτιτούρες τραγουδιών του. Θεωρείται εξαιρετικά παράξενο ότι μπόρεσε να γράψει κάποιος αβίαστα τόσο πλούσιες μελωδίες.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μεγάλωσε στα Τρίκαλα, στην οδό Λαρίσης, (σήμερα ο δρόμος φέρει το όνομά του) ως μέλος μιας εξαμελούς οικογένειας (τρία αγόρια και ένα κορίτσι). Ο πατέρας του, Ηπειρώτης, έπαιζε με το μαντολίνο του κλέφτικα τραγούδια. Τον Τσιτσάνη τον συνέπαιρνε η μουσική, ωστόσο δεν είχε παίξει ποτέ το μαντολίνο. Όταν ο πατέρας του πέθανε το 1926, ο Τσιτσάνης πρωτόπιασε το όργανο στα χέρια του –το οποίο στο μεταξύ μετέτρεψε σε μπουζούκι– και ξεκίνησε εκεί τα πρώτα βήματα μιας μεγάλης καριέρας.
Η μητέρα του, Βικτωρία (η κόρη του φέρει το όνομά της), ήθελε ο γιος της να σπουδάσει Νομική και παράλληλα να μάθει βιολί. Έτσι ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε αρχίσει να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, ενώ ταυτόχρονα γυρνούσε και τα μαγαζιά της περιοχής ώστε να συμπληρώνει και το οικογενειακό εισόδημα της –χωρίς πατέρα– οικογένειάς του. Ο Τσιτσάνης ακόμα δεν είχε παρουσιαστεί με μπουζούκι. Το όργανο ήταν απαγορευμένο τότε και ήταν αδιανόητο ένας νέος να ασχολείται με αυτό.
Το φθινόπωρο του 1936 ο Τσιτσάνης επισκέπτεται την Αθήνα. Κύριος σκοπός του είναι να σπουδάσει Νομική, αλλά γρήγορα τον κερδίζει η μουσική. Πρώτη του εμφάνιση γίνεται στο μαγαζί «Μπιζέλια» ενώ σύντομα γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Ο Περδικόπουλος τον πηγαίνει στην Odeon όπου ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια. «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» είναι η πρώτη ηχογράφηση του Τσιτσάνη. Ο Περδικόπουλος ίσως δεν γνώριζε τότε ότι παρουσίαζε στην ODEON έναν νέο (ήταν ακόμη 22 χρονών) ο οποίος θα αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους μετέπειτα μουσικούς.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο Τσιτσάνης ηχογραφεί ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, την Αρχόντισσα.
Κουράστηκα για να σε αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στη ζωή
Πολλές εκδοχές έχουν ακουστεί για την αφορμή που στάθηκε ικανή να εμπνεύσει τον Τσιτσάνη σε αυτό το εξαιρετικό τραγούδι. Ο Τσιτσάνης το έγραψε το 1938, όταν ήτανε στο στρατό, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Επίσης και άλλα τραγούδια έγραψε τότε ο Τσιτσάνης, τα οποία τραγούδησαν ως επί το πλείστον ο Παγιουμτζής, ο Κερομύτης, και ο (Στελλάκης) Περπινιάδης αλλά και ο ίδιος ο Τσιτσάνης. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη δεν επιτρέπεται τότε να επεκταθούν πολύ. Η εποχή επιβάλλει εμβατήρια (είναι η περίοδος της δικτατορίας του Μεταξά) και ο Τσιτσάνης ήδη αρχίζει να χαρακτηρίζεται. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του – αυτό εξοργίζει τους διοικητές του σε μία στρατοκρατούμενη κοινωνία.
Ο Τσιτσάνης ήδη αρχίζει να σχηματίζει τη δικιά του φυσιογνωμία. Σαφώς επηρεασμένος από τον Βαγγέλη Παπάζογλου και με εξαιρετική τεχνική στην πένα (μάλιστα αργότερα δήλωσε σχετικά: «Τα 3/4 της τεχνικής στο μπουζούκι είναι η πένα») ο Τσιτσάνης αρχίζει να αποκτά ένα ιδιαίτερο εκτελεστικό και δημιουργικό ύφος.
Την περίοδο εκείνη γνωρίζεται με τη Ζωή Σαμαρά, την οποία αρραβωνιάζεται μόλις απολύεται από το στρατό και παντρεύεται λίγο μετά τον πόλεμο. Στην κατοχή ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη» στην οδό Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Το μαγαζί αυτό άφησε εποχή στην πόλη. Ο Τσιτσάνης ηχογραφεί εκείνη την περίοδο ορισμένες μόνο από τις μεγάλες επιτυχίες του: «Αχάριστη», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Μπαξέ Τσιφλίκι», «Νύχτες Μαγικές», «Όταν συμβεί στα πέριξ» και άλλα.
Η πορεία του Τσιτσάνη συνεχίζεται – είναι μόλις 30 χρονών αλλά θεωρείται ως ένας από τους πλέον ώριμους δημιουργούς. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μια πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Βρίσκεται πλέον στην Αθήνα και εκεί γράφει τα καινούρια του τραγούδια. Πολλά από αυτά δεν έχουν εκδοθεί και δεν θα τα ακούσουμε ποτέ. Η λογοκρισία απαγορεύει γενικά τραγούδια που έχουν να κάνουνε με τον εμφύλιο. Κάποια από αυτά ο Τσιτσάνης καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, ενώ πολλά κυκλοφόρησαν πολλά χρόνια μετά.
Ένα ρούχο ματωμένο στρώνω για να ξαποσταίνω Στο υγρό τσιμέντο, ωχ μανούλα μου Στο κελί το διπλανό μου φέραν κι άλλον αδερφό μου Πόσα θα τραβήξει, ωχ μανούλα μου
Άλλα ο Τσιτσάνης δεν καταφέρνει να τα εκδώσει, ενώ άλλα δεν τα ηχογραφεί καν. Σήμερα έχουνε βρεθεί χειρόγραφα αλλά και ηχογραφήσεις από εκείνα τα απαγορευμένα τραγούδια. Αυτά μπορούμε σήμερα να τα ακούσουμε, τα υπόλοιπα τα πήρε για πάντα ο Τσιτσάνης μαζί του.
Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του δασκάλου αρχίζουν και ακούγονται πλέον πιο ελεύθερα, ενώ ο Τσιτσάνης γίνεται ο πρωτοπόρος του λεγόμενου «αρχοντορεμπέτικου» μουσικού είδους, που πρόκειται για τον πρόδρομο του λαϊκού τραγουδιού – θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για το μεταβατικό στάδιο μεταξύ λαϊκού και ρεμπέτικου.
Το μεγαλείο των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη είναι αδιαμφισβήτητο. Οι μελωδίες των τραγουδιών του είναι εξαιρετικά πλούσιες και ο στίχος του ολοκληρωμένος. Ελάχιστοι έως σήμερα έχουνε αμφισβητήσει την συμβολή του στα δρώμενα της ελληνικής μουσικής. Απόψεις του τύπου ότι «ο Τσιτσάνης έγραφε τραγούδια για χασικλήδες» είναι ανάξιες σχολιασμού και η γραφικότητα αυτών που τις εκφράζουν είναι ενδεικτική. Ίσως αυτά τα άτομα προτιμούσανε να γράφονται τραγούδια διαφορετικού χαρακτήρα.
Η πορεία του από κει και πέρα είναι λίγο έως πολύ γνωστή. Τα τραγούδια που έγραψε είναι ξεχωριστά και καθιερωμένα. Πολύ γνωστά και αγαπητά σε όλους. Ο Τσιτσάνης έφυγε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 τραγουδώντας στο μαγαζί «Χάραμα» στην Καισαριανή, το οποίο χαρακτήρισε ο ίδιος, όντας εκεί πιστός για 14 συνεχόμενα έτη. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους τραγουδιστές: Καζαντζίδη, Μπέλλου, Μπιθικώτση, Διονυσίου, Γαβαλά, Αγγελόπουλο, Γκρέυ, Πάνου, Λαμπράκη, Κοκότα και φυσικά με την μεγάλη Μαρίκα Νίνου. Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα λιμάνια, Τα ξένα χέρια, Απόψε κάνεις μπαμ, Δηλητήριο στη φλέβα, Κάποιο αλάνι, Μπαξέ-τσιφλίκι, Της Γερακίνας γιος, Κορίτσι μου όλα για σένα, Στην Καλαμπάκα μια βραδιά, Αχάριστη, Αρχόντισσα, Νύχτες Μαγικές και αμέτρητα ακόμη, αποτελούν σήμερα τα τραγούδια – καθρέφτη της ελληνικής μουσικής.