«Ντροπιάζετε το ελληνικό Δημόσιο. Γιατί δεν έχει λήξει ακόμα το θέμα;», φώναζε στέλεχος του υπουργείου Δικαιοσύνης στο τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής, κάποιοι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, αστυνομικοί και κάποιοι από τη διοίκηση των φυλακών Τρικάλων είχαν μείνει πραγματικά άφωνοι με την αντίδρασή του.
Ηταν Κυριακή βράδυ, για καλή τους τύχη είχε τελειώσει σχετικά γρήγορα η ομηρία του σωφρονιστικού υπαλλήλου από έναν κρατούμενο και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους κρατουμένους που με σίδερα και σουβλιά έσπαγαν τα πάντα στο καφενείο της 5ης πτέρυγας. Το κλιμάκιο της αστυνομίας είχε φτάσει άμεσα, αλλά ήταν ξεκάθαρο σε όλους πως αφού πλέον είχε λήξει η ομηρία, χρειάζονταν πολιτική εντολή για να επέμβουν. Οι φύλακες και η εξωτερική φρουρά των φυλακών επίσης αρνούνταν να μπουν μέσα και όλοι ένιωθαν πως το υπουργείο –πριν καν βρεθεί λύση– αγωνιούσε περισσότερο για το επικοινωνιακό σκέλος.
Φορτισμένη ημέρα
Ολα είχαν ξεκινήσει στις 18.30, όταν ένας υπαρχιφύλακας βγήκε στο προαύλιο. Επρεπε, μία ώρα πριν από τη δύση του ηλίου, να βάλει «σιγά σιγά» μέσα όλους τους κρατουμένους για να κλείσει στη συνέχεια τις πτέρυγες. Ηταν μια φορτισμένη ημέρα. Ανήμερα 25η Μαρτίου, πριν από τέσσερα χρόνια είχε δολοφονηθεί στις φυλακές του Μαλανδρίνου ο συνάδελφός τους Γιώργος Τσιρώνης από τον κρατούμενο Καρέλι.

Η ψυχολογία όλων ήταν βαριά, ειδικά μετά μία σειρά βίαιων επεισοδίων εις βάρος τους το τελευταίο διάστημα: το μαστίγωμα του φύλακα στον Κορυδαλλό, αλλά και τα επεισόδια στη δική τους φυλακή. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα ένας κρατούμενος ζητούσε επίμονα να αλλάξει κελί για να προστατευθεί. Δεν έδινε εξηγήσεις γιατί ή ποιον φοβόταν και όταν ο φύλακας αρνήθηκε τη μεταφορά, εκείνος επιτέθηκε. Αρχικά σε έναν άλλον κρατούμενο και στη συνέχεια στον ίδιο τον φύλακα με ένα ξυραφάκι.
Το συμβάν εκείνο μπορεί να έληξε γρήγορα και ο κρατούμενος να δήλωσε αμέσως μετανιωμένος, αλλά οι υπάλληλοι είχαν πλέον θορυβηθεί με τη συχνότητα των περιστατικών. Πριν από λίγες εβδομάδες, πάλι στα Τρίκαλα, Ρωσοπόντιος είχε πετάξει καρέκλα στο κεφάλι του αρχιφύλακα όταν εκείνος προσπάθησε να ολοκληρώσει έρευνα στο κελί του. Ισως γι’ αυτό, τις τελευταίες ημέρες οι βάρδιες ήταν ενισχυμένες – όσο μπορούσαν δηλαδή σε μια υποστελεχωμένη φυλακή όπου 70 φύλακες έχουν την ευθύνη 600 κρατουμένων.
Στο προαύλιο, εκείνο το απόγευμα, είχε μείνει τελευταίος ένας κρατούμενος αλβανικής καταγωγής. «Ελα, κλείνουμε», του είπε ο υπαρχιφύλακας. Εκείνος φαίνεται πως έφερε αντιρρήσεις, αλλά ο υπαρχιφύλακας δεν τον άκουσε καν, μόλις είχε νιώσει κάτι αιχμηρό στον λαιμό του. «Δεν έχει να πάει πουθενά», του είπε ένας άνδρας που τον είχε ακινητοποιήσει.

O υπαρχιφύλακας αναγνώρισε αμέσως τη φωνή του: επρόκειτο για έναν κρατούμενο, ελληνικής καταγωγής, φυλακισμένο εδώ και χρόνια για συμμετοχή σε κύκλωμα προστασίας. Μπορεί ο συγκεκριμένος να μην είχε δημιουργήσει ποτέ ιδιαίτερα προβλήματα στη φυλακή, αλλά τώρα με την απειλή ενός μαχαιριού έσερνε τον υπαρχιφύλακα στο εσωτερικό της πτέρυγας. Τον κάθισε σε μια καρέκλα και τον διέταξε να μην κουνηθεί. Εκείνος προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
Γρήγορα κατάλαβε πως ο κρατούμενος ήταν μεθυσμένος (θα μάθουν αργότερα πως είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αυτοσχέδιου τσίπουρου) και έτσι περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να αντιδράσει. Κάποιοι κρατούμενοι προσπάθησαν μάταια να τον πείσουν να τον αφήσει, τουλάχιστον τον εμπόδισαν όταν προσπάθησε να τον μεταφέρει στο κελί του. Λίγα λεπτά αργότερα ο υπαρχιφύλακας προσπάθησε να του τραβήξει το μαχαίρι, δίνοντάς του μια κλωτσιά στα γόνατα. Τραυματίστηκε ελαφρά στον λαιμό, αλλά κατάφερε να διαφύγει.
Στην καντίνα
Βγαίνοντας από τον χώρο αγκαλιάστηκε με τους συναδέλφους του, είχαν όλοι τρομάξει πολύ. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και είδαν τον κρατούμενο που είχε πρωταγωνιστήσει στην ομηρία μαζί με τρία ακόμα άτομα να κλείνονται στον χώρο της καντίνας, να απειλούν και να σπάνε ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Οι φύλακες προσπάθησαν να βάλουν τους υπόλοιπους κρατουμένους στα κελιά τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν – φοβούνταν μια γενικευμένη ανεξέλεγκτη στάση. Ενημερώθηκε ο εισαγγελέας, ενώ είχε ήδη φτάσει εκεί και η αστυνομία.
«Δεν υπάρχει πλέον άμεσος κίνδυνος ζωής, ως εκ τούτου δεν μπορούμε να επέμβουμε», εξήγησαν στους παρευρισκομένους. «Γιατί δεν μπαίνουν οι φύλακες με τις ασπίδες της αστυνομίας;» πρότεινε κάποιος από τη διοίκηση των φυλακών στους σωφρονιστικούς: «Δεν γίνονται αυτά» απάντησαν εκείνοι, που με τη σειρά τους ζήτησαν από την εξωτερική φρουρά να επέμβει – και εκείνοι όμως αρνήθηκαν.
Παράλληλα, έξω από τη φυλακή βρισκόταν η διμοιρία των ΜΑΤ που είχε αποδεσμευθεί από τον αγώνα μπάσκετ Τρίκαλα - Παναθηναϊκός. Ενας φύλακας σκέφτηκε να τους ζητήσουν βοήθεια: «Βλέποντάς τους, θα επιστρέψουν στα κελιά τους», είπε. «Ούτε να το σκέφτεσαι», ήταν η απάντηση που έλαβε. Ηταν φανερό πως για οποιαδήποτε κίνηση χρειαζόταν πολιτική εντολή. Μόνο που τέτοια εντολή δεν ήρθε ποτέ.
Από την πρώτη στιγμή είχε ξεκινήσει η επικοινωνία με το υπουργείο Δικαιοσύνης. Μίλησαν με τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους στην προσπάθεια να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος αντίδρασης. Η ώρα, όμως, περνούσε και όσοι ήταν παρόντες έβλεπαν με έκπληξη την αδυναμία όλων των εμπλεκομένων να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Το ίδιο βέβαια έβλεπαν και οι κρατούμενοι – αυτοί που ήταν πλέον στα κελιά τους αλλά και αυτοί που συνέχιζαν να «τα σπάνε» ανενόχλητοι για πέντε ώρες.
Βλέποντας το πινγκ πονγκ με το μπαλάκι των ευθυνών μεταξύ των εμπλεκομένων, ένας σωφρονιστικός υπάλληλος πήρε εθελοντικά την πρωτοβουλία να προσπαθήσει να ηρεμήσει ο ίδιος τους κρατουμένους: κανείς δεν γνωρίζει τι ειπώθηκε μεταξύ τους αλλά στη μία τα ξημερώματα και οι τέσσερις βγήκαν από την καντίνα, παρέδωσαν τα σουβλιά και τα σίδερα που είχαν και οδηγήθηκαν στην απομόνωση. Μια ακόμη ημέρα στις ελληνικές φυλακές έφτανε στο τέλος της.


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ)