Ίσως τον θυμάσαι. Σινε  «Ορφεύς» ονομαζόταν. Η ονομασία αυτή κάτω από μία αρχαία λύρα, ξύλινη, σε χρώμα θαλασσί. 

Στη θέση του, κάποτε, ο κινηματογράφος «Απόλλων», (συγγενής θεός του Ορφέως΄ ποιός να τόλεγε). Τώρα, οίμοι, το ταχυφαγείον «Goody's». Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Στουρνάρα (ρέκτη ιδιοκτήτη του «Ορφέως»).

Λίγο τον πρόλαβα. 

Μεγάλωσα με το «Σινέ Απόλλων» (έφερνε ταινίες του Ξανθόπουλου, του παιδιού του λαού, τα γύριζε ο τρικαλινός Απόστολος Τεγόπουλος  - γυιός του γνωστού τότε Υφαντουργού, μέλους της επιφανούς τρικαλινής συντροφίας εργοστασιαρχών, με το εργοστάσιο δίπλα ακριβώς από τον Τρίτο Δημοτικό, τα απογεύματα έβγαζε ανυπόφορη δυσοσμία από τις βαφές  - και γινόταν το έλα να δεις, όλα τα χωριά κατέβαιναν σύσσωμα με ειδικά δρομολόγια της Αστικής για να ζήσουν μαζί με τους πρωταγωνιστές της ταινίας τα παθήματα του Νίκου Ξανθόπουλου, θες μετανάστη στου Βελγίου της στοές ή στις φάμπρικες της Γερμανίας, θες φορτηγατζή, θες στρατιωτικού τυφλωμένου στην Κορέα, θες εργάτη στα ναυπηγεία, θες ναυτικού, θες ψαρά, θες λαϊκού τραγουδιστή, πάντα πονεμένου, αδικημένου, χτυπημένου από τη Μοίρα, αλλά πάντα νικητή στο τέλος και  να κλάψουν γοερά, αχ το καημένο το παιδί, βρέχοντας ασταμάτητα φρεσκοπλυμένα και ψιλοκεντημένα βατιστένια μαντηλάκια της τσέπης (βλέπεις, δεν είχαν βγει ακόμα αυτά τα απαίσια δήθεν μυρωμένα χαρτομάντηλα), ξεχνώντας ότι κι αυτοί ζούσαν στο μεροκάματο, σε καμαρούλες μια σταλιά, δύο επί τρία, με παιδιά, γονείς, συγγενείς στην Αυστραλία, το Βέλγιο, την Αμερική και τη Γερμανία, με τη Μοσχολιού να τραγουδάει Βίρβο και Μαρκόπουλο «Μιλώ για παιδιά μου και ιδρώνω, έχω δυο χρόνια να τα ιδώ και λιώνω, αδύνατος μου γράφουν ο Στελλάκης έχει ανάγκη θάλασσς ο Τάκης» κι από κοντά τα θηλυκά κινηματογραφικά ινδάλματα σύμπασας της ελληνικής επαρχίας : Μάρθα Βούρτση,  Άντζελα Ζήλεια, Χριστίνα Σύλβα, Δώρα Σιτζάνη και άλλες, που έβγαζαν το ψωμί τους καμώνοντας τις ηθοποιούς σε φτηνοταινίες του σωρού,  που όμως πρόσφεραν στον ρημαγμένο λαό δύο ώρες φυγής από τη ζοφερή πραγματικότητα˙ θα σε πάρω να φύγουμε, έλεγε στη δεκαετία του ΄50 το τραγούδι του Σώτου Παναγόπουλου (τραγουδιστή του γούστου της μαμάς), σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη˙  σε μαγικά νησιά θέλω να βρεθούμε, έλεγε το άλλο τραγούδι˙ μαννούλα θα φύγω, θα πάω στα ξένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω, παιδί πια δεν θάχεις μαννούλα γλυκειά εδώ θα πεθάνω στα ξένα, τραγουδούσε λυγμικά ο Πόντιος Στέλιος, από αυτά κοίταζε ο ντουνιάς να γλιτώσει και τόρριχνε στο όπιο που τον τάιζαν ο Τεγόπουλος και ο Ξανθόπουλος, ο Μούτσιος, ο Διανέλλος, ο Φούντας).

Στο Απόλλων είχα δει το εξαίσιο «The longest day», από το ομώνυμο βιβλίο του Κορνέλιους Ράιαν, που αναφέρεται στην προπαρασκευή της συμμαχικής αποβάσεως στις νορμανδικές ακτές, στις 6 Ιουνίου 1944 και στις επικές μάχες που δόθηκαν εκεί, ανάμεσα στους συμμάχους και στους γερμανούς, το «Αχίλλειον» (ένα μικρό παλάτι με πολύ γούστο φτιαγμένο, εκεί βλέπαμε και παθιαζόμασταν με τον Πρίσλεϋ, Κυριακές πρωί, τρεις δραχμές το εισιτήριο, όλο το κοριτσομάνι και το αγορομάνι της ηλικίας μας τότε μαζεμένο εκεί, να χτυπιέται με τα διαδραματιζόμενα στο πανί και να κρυφοκοιτιέται, άρχιζαν οι έρωτες βλέπεις˙ μετά από χρόνια πολλά το είδα Δημοτικό Κινηματογράφο, παρατημένο, βρώμικο, τα τζάμια γεμάτα σκισμένες και κουρελιασμένες αφίσσες και δεν το πιστεύω˙ δηλαδή δεν ήθελα να το πιστέψω, εθελοτυφλούσα μήπως και πάψω να θλίβομαι, έτσι είναι, έτσι γίνεται πάντα, άμα δεν υπάρχει αυτός που το έστησε με το αίμα της ψυχής του, με το μεράκι και τα όνειρά του, να το πονάει, να γυαλίζει τα νίκελ, να λατρεύει τα τζαμιλίκια, να κάνει γυαλί τα μάρμαρα και τα μωσαϊκά, να το κάνει μυρωδάτο και επιθυμητό στην Α.Μ. τον πελάτη. Κινηματογράφος που έφερνε τις ταινίες ερωτικού πάθους, (An affair to remember με τον γόη Κάρυ Γκράντ και την Ντέμπορα Κερρ, Λυδία στο Κβο Βάντις του Μάνκιεβιτς), το θρυλικό «Παλλάς» (τονίζαμε στην παραλήγουσα : «Πάλλας», αγνοώντας πλήρως βεβαίως ότι επρόκειτο για την κόρη του Διός, Παλλάς Αθήνη), από εκεί πέρασε σύμπασα η ελληνική και ξένη κινηματογραφική παραγωγή των δεκαετιών 1950-1960, Οθέλλος, Όταν περνούν οι γερανοί, το ινδικό Γη ποτισμένη με ιδρώτα, παιζόταν συνεχώς επί ένα μήνα, όλος ο κόσμος με το μέρος της γλυκύτατης Ναργκίς  - το τραγούδι της στην ταινία έκανε πιέννες στα ελληνικά «Καρδιά μου καημένη πώς κρατάς και δεν δακρύζεις» με τη Βούλα Πάλλα -και εξαγριωμένος με τον τοκογλύφο Σουκιλαλά, Τρωικός Πόλεμος, Ο τεσσαρακοστός πρώτος, Επαναστάτης χωρίς αιτία, Ανατολικά της Εδέμ, Ο γίγας, Τζέιμς Ντην, Θα φτύσω στους τάφους σας, ρεαλιστικό δράμα, (έτσι το χαρακτήριζαν οι αθηναϊκές εφημερίδες, ειδικώς η «Βραδυνή» του Γαβριηλίδη, στις στήλες των σινεμά, τα έβλεπα και δεν το πίστευα, πεντακόσια τόσα σινεμά στην Αθήνα και στη μείζονα Αττική !!!, Κεντρικά, Ημικεντρικά, προαστείων, εμείς στα Τρίκαλα μόνο τρία άντε τέσσερα, αμάν αυτή η Αθήνα, όλα πολλά τα έχει, λέγαμε, ωραία θα είναι να ζεις εκεί, βλέπεις δεν είχε πει ακόμα ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος το «Η Αθήνα είναι πολλές επαρχίες μαζεμένες», έτσι είναι, πήγαινε στον Κολωνό, τα Λιόσια, τον Βοτανικό, το Αιγάλεω, το Χαϊδάρι, τη Χαλκηδόνα, το Περιστέρι, στου Ξαβερίου, τη Νίκαια, το Πέραμα, τις Κουκουβάουνες, τη Λυκόβρυση, τον Πύργο Βασιλίσσης, την Πειραϊκή, τη Χαραυγή, ίδια Τρίκαλα, Καρδίτσα, Καλαμπάκα, πολλές φορές και χειρότερα, μη βλέπεις Κολωνάκι, Παγκράτι, Κυψέλη, Πατήσια, Πλατεία Αμερικής, Βικτωρίας, Κολλιάτσου, όπως ήταν πριν είκοσι χρόνια κι όχι όπως κατάντησαν τώρα ούτε για να φτύνεις) και βεβαίως το … αμαρτωλό (!!!) «Rex», στην απομόνωση, μακριά από την πιάτσα, λαϊκό σινεμά, ξύλινη μικρή είσοδος με την απαραίτητη πράσινη φορά που έμπαινε καινούργιος στη σκοτεινή αίθουσα, ξύλινα σκληρά και άβολα καθίσματα, τέσσερις δραχμές η είσοδος, στο καπνιστήριο δίπλα στις τουαλέττες που έζεχναν να κυριαρχεί και ο χοντρός Κατσαμπέκης να πουλάει φτηνά και μπαγιάτικα σάμαλι και αράπικα φυστίκια σε μικρές χαρτοσακκούλες, η ταξιθέτρια με πολυκαιρισμένη πράσινη ρόμπα να φλιτάρει στην αίθουσα φθηνό άρωμα δήθεν για πολυτέλεια και να σου πουλάει για ένα πενηνταράκι το πρόγραμμα, στο διάλειμμα απαραιτήτως Χιώτης-Λίντα στα μεγάφωνα, Δεν θέλω πια να ξαναρθείς, Πάρε με στο τηλέφωνο, Το γκαρσόνι, Θλίψη, Λαός και Κολωνάκι, αξέχαστη ταινία, Χατζηχρήστος, Κάκια Αναλυτή, Κώστας Κακκαβάς, Ρίκα Διαλυνά, Νίτσα Τσαγανέα,  Γιάννης Ιωαννίδης, ο Γιάννης Νταλ Δαλιανίδης και η Φίνος του Φιλοποίμενα στο ξεκίνημά τους για τη δόξα, στο ταμείο - μία τρύπα με το απαραίτητο γκισέ για να κόβει τα εισιτήρια - ο συμμαθητής μου στο Β΄ Γυμνάσιο, ο Χρήστος, ξανθομπούμπουρας και πάντα γουλί κουρεμένος – κατά ρητή επιταγή του αειμνήστου γυμνασιάρχη μας Σ.Ν. – με τεράστια μπλε μάτια, κλασσικός καραγκούνης, (πώς και βγαίναν ξανθοί αυτοί ;), από μικρός στο μεροκάματο, πόσα άραγε έπαιρνε και πότε διάβαζε ;  (έπαζε φιλμ  γκαγκστερικά, Λέμμυ Κώσιον, Έντι Κοσταντίν,  Τζέημς Κάγκνεϋ, Χόμφρεϋ Μπόγκαρντ με Μπακώλλ, Γκλέν Φόρντ, ιπποτικά, Έρρολ Φλύνν, αλησμόνητος Ρομπέν των Δασών, Ιβανόης, Βίκτορ Μάτσιουρ ή Ματσιούρ, ποτέ δεν συμφωνήσαμε στον τονισμό, Ρόμπερτ Ταίηλορ, Τόνι Κέρτις και Τζάννετ Λη, ξιφομαχικά Στιούαρτ Γκρέιντζερ ως Σκαραμούς, αρχαιοελληνικής χλαμύδας, Ροσσάνα Ποντεστά, Ζακ Σερνάς, Στάνλεϋ Μπέικερ, Ταρζάν, Τζόννι Βαισμύλλερ, Λεξ Μπάρκερ, κωμωδίες Τζέρρυ Λιούις, Ντην Μάρτιν, Τα αξέχαστα Συνεταιράκια, Σαρλώ, Μπάστερ Κήτον, Μασίστας, Στηβ Ρηβς, πολεμικά Ώντι Μόρφυ  Γυρίζω από την κόλαση, Κόλαση στον Ειρηνικό, Τζεφφ Τσάντλερ Όλα τα πλοία εν συναγερμώ, καουμπόικα Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ,  Τομ Μιξ, Αλαν Λαντ, Μπαρτ Λάνκαστερ, Τζων Γουέιν στοίχειωσε το γουέστερν διαχρονικά, Τόνκα, Σαλ Μινέο  κι άλλα, κι άλλα ...). 

Από τα θερινά σινεμά, το «Έσπερος», κυριλέ κινηματογράφος, στο κέντρο της  πόλης μας, δίπλα στο Πάλλας, απ’ έξω τα υπαίθρια καρροτσάκια των αδελφών Πηλίγγου με φωτισμό ασετυλίνης για ζεστό φυστικάκι, φουντουκάκι, στραγαλάκι και βέβαια πασατέμπο, (ήτοι κολοκυθόσπορο ψημμένο και αλατισμένο), για τη βόλτα και δίπλα το αλησμόνητο μπαρ του Πάλλας, των Αδελφών Παπαθανασίου, για θεώρατα κορνέ και κωκ, Ταινία που το έκανε αξέχαστο, «Ο Ηλίας του 16ου»   του θεϊκού Σακελλάριου με τον Χατζηχρήστο να δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας κι από κοντά, επίσης μεγάλοι θεατρίνοι, ο Βέγγος υπέροχος ακόμη και στα ξεκινήματά του, η αλησμόνητη Μαρίκα Κρεβατά, (η μαμά της Αλίκης στο θρυλικό «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», πνευματικό τέκνο της συγγραφικής δυάδας Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου, η Μαρίκα που λες σε σκότωνε εάν πρόσθετες στο όνομά της και δεύτερο «β»), ο Παπαγιαννόπουλος από το Διακοφτό, (πέθανε μόνος του το 1984, δεν είχε κάνει οικογένεια, έλεγαν οι συνάδελφοί του πως ήταν πράγματι στριμμένος και στη ζωή του), ο Θάνος Τζενεράλης (ο Αστυνομικός), η Ζωή Φυτούση (κάνει ένα μικρό πέρασμα στην αρχή), ο Τζαννετάκος (πέθανε πέρυσι, μόνος και ξεχασμένος, όπως πολλοί από τους τότε θεατρίνους), ο Ξενίδης, ο Κώστας Παπαχρήστος, ο Γιώργος Γαβριηλίδης (ζευγάρι με την Κρεβατά στη ζωή, μετά το διαζύγιό της από τον Άγγελο Μαυρόπουλο, πατέρα της Γκέλυς Μαυροπούλου), η Κυβέλη Θεοχάρη, (θυγατέρα της μεγάλης θεατρίνας κ. Κυβέλης) και βεβαίως η αξέχαστη  Αλίκη Γεωργούλη, πρώην γυναίκα του Αλεξανδράκη και χαμένη πρόωρα, μέσα στη μεγάλη θεατρική ωριμότητά της, θύμα κι αυτή της επάρατου),

το «Σταρ» στην Ασκληπιού με τα θεωρεία και τα γιασεμιά, πανέμορφο, είχα δεί εκεί στα ΄50 το καλτ «Της κακομοίρας» με τη μητέρα μου, τότε η ταινία αυτή πέρασε εντελώς απαρατήρητη, μετά την ανακάλυψαν οι νεοέλληνες, κυρίως από την τηλεόραση όταν άρχισε να προβάλλει ελληνικές ταινίες, αξέχαστα θα μου μείνουν τα τρελλά γέλια των θεατών, το «Άριστον» των αδελφών Διβάνη στη γειτονιά μου, τη Μπάρα, την έβγαλε από σκοτάδια και έφερε κόσμο στο εκεί ζαχαροπλαστείο του Σοφαδίτη Γάλλου, θερινός κινηματογράφος σε ένα μέρος της αυλής της πρώην οικίας, (βίλλας πες καλλίτερα), Θεοδοσοπούλου, η οποία με τον γύρω χώρο της, στη συμβολή των οδών Κονδύλη και Μακεδονίας, έπιανε σχεδόν μισό τετράγωνο, είχε πόρτες με βιτρό, περίτεχνο σκεπαστό περίπτερο για τον απογευματινό καφφέ της οικογένειας, πεύκα, κυκλικό συντριβάνι με χρυσόψαρα κάτω από πεύκα και γύρω γύρω ξύλινα παγκάκια, αλλέες, πέργκολες με αναρριχώμενες τριανταφυλλιές παντού, κ.λπ, κ.λπ.

Ο κινηματογράφος αυτός είχε τεράστιο χώρο θεατών, μοντέρνα μηχανήματα προβολής και καθίσματα απλωμένα απλόχωρα, παλιότερα το «Πάλλας» στη Λαρίσης, δεξιά όπως πηγαίνεις προς τους Στρατώνες, θερινός κινηματογράφος, τον θυμάμαι αμυδρότατα, μια μόνο φορά με είχαν πάει σε αυτόν οι γονείς μου, η «Φαντασία» για λίγον καιρό, στο Κολωνάκι των Τρικάλων, επίσης θερινό σινεμά, είχα δει εκεί θυμάμαι τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ και το «Α summer place», με τους Τρόυ Ντόνιαχιου, (αμερικανό τότε γόη του κινηματογράφου), Σάντρα Ντι, Ντόροθυ Μακ Γκουάιαρ και Ρίτσαρντ Ήγκαν.

Μνήμες και στεναγμοί, της ηλικίας προβεβηκυίας  ούσης ανεπιστρεπτί...

ΠΑΛΑΙΟΣ