Έχει μεταφράσει περισσότερα από εκατό βιβλία, από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα, έγραψε ποιήματα και πεζά, έστω και αν ποτέ δεν απεμπόλησε το επάγγελμά του δημοσιογράφου.
Ο Γιάννης Καυκιάς είναι ένας δικός μας λογοτέχνης, από τους άξιους θεσσαλούς της διασποράς, που έφυγε από την Ελλάδα το μακρινό 1968, στα 23 του χρόνια. Κάθε εποχή βλέπετε έχει το δικό της brain drain στην πολύπαθη χώρα μας.
Γεννήθηκε το 1945 στον Αετό Τρικάλων (ένα χωριό της Πίνδου μετά τη Μεσοχώρα) και μέχρι το 1962 έζησε στα Τρίκαλα.
Στο Παρίσι, όπου βρέθηκε το 1968 και είναι ο τόπος της κύριας διαμονής του έκτοτε, έκανε σπουδές φιλοσοφίας και κινηματογράφου, εργάστηκε ως φωτογράφος για Έλληνες εκδότες και δυτικοευρωπαϊκά περιοδικά και εφημερίδες καθώς και ως ανταποκριτής Ελληνικών μέσων ενημέρωσης.
Είχε πάντα έντονη παρουσία στην Ελληνική κοινότητα του Παρισιού και υπήρξε αρχισυντάκτης της ελληνόφωνης εφημερίδας "Ο Σχοινοβάτης" (1995-2000).
Είναι παντρεμένος με Γαλλίδα και έχουν δυο κόρες.
Με την ποιητική του συλλογή «Γειά σου Καρακώστα», που εκδόθηκε το 1988 (εκδ. Επικαιρότητα) ο Γιάννης Καυκιάς ουσιαστικά αυτοβιογραφεί τη νιότη του. Ο τίτλος της, όπως και το πρώτο ποίημα, είναι αφιερωμένα στον ονομαστό δημοτικό οργανοπαίχτη Καρακώστα (κλαρίνο), που γεννήθηκε στην Κρανιά Τρικάλων το 1881 και πέθανε στη Λαμία το 1955.
Τα σκληρά χρόνια της εφηβείας, από τον Αετό στα Τρίκαλα αλλά και αργότερα στην Αθήνα και τη Γαλλία, διατρέχουν μελαγχολικά τις σελίδες του έργου: «Μη μου μιλάτε για τα χρόνια που πέρασαν, τα χρόνια που χάθηκαν στα θολά νερά του Ληθαίου και τα σοκάκια της φτωχής πολιτείας …».
Τον βρήκαμε τηλεφωνικά στο Παρίσι και με χαρά δέχτηκε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις που του στείλαμε ώστε να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη που ακολουθεί.
Κώστας Τόλης
Ερ. Κάπου διάβασα ότι στις αρχές του 1960 μαθητεύσατε στον τοπικό Τύπο των Τρικάλων, που ακριβώς; Ακολούθως βρεθήκατε στην Αθήνα και από εκεί στη Γαλλία. Γιατί ειδικά στη Γαλλία;
Απ. Μαθήτευσα αρχικά στην «Αναγέννηση», που όπου εργάζονταν τότε οι Μπακοβασίλης, Κατσάμπας και Κυριακός (οι οποίοι έβγαλαν μετά την «Έρευνα») κι εν συνεχεία στην «Ελευθέρα Γνώμη» με τον Αλέκο Κορδαλή, και αργότερα στα «Τρικαλινά Νέα», όταν τα έβγαλε ο Κορδαλής με τον Σαμπανίκο και τον Λώλη. Στην Αθήνα, όπου πήγα το 1962, εργάστηκα στα «Ελεύθερα Συνδικάτα», στην εφήμερη τοτινή έκδοση του «Ελευθέρου Τύπου», κι αργότερα στην «Δημοκρατική Αλλαγή».
Γιατί βρέθηκα ειδικά στην Γαλλία; Επειδή, το 1968, ήθελα να φύγω. Και καθώς είχα μάθει γαλλικά για να διαβάσω τον Αρθούρο Ρεμπώ στο πρωτότυπο, πήγα στη Γαλλία. Συνετέλεσε σ’ αυτό και ο γαλλικός Μάης του 1968, βέβαια…
Ερ. Η σχέση σας με τη λογοτεχνία και εν συνεχεία με τη μετάφραση πως προέκυψαν;
Απ. Η πρώτη μου επαφή με την λογοτεχνία ήταν –οποία σύμπτωση – «Οι Άθλιοι» του Βίκτορα Ουγκώ: Ήμουν 8 με 9 χρονών όταν ένας δάσκαλος μας έδωσε αυτό το βιβλίο και το διαβάζαμε «οικογενειακά» γύρω από το τζάκι, στον Αητό, τα βράδια του χειμώνα. Το διαβάζαμε φωναχτά, εγώ, ο πατέρας μου και η μεγάλη μου αδερφή, και όλοι οι άλλοι (μάνα, γιαγιά και μικρότερα αδέρφια) άκουγαν…
Την ίδια περίπου περίοδο και χάρις στον ίδιο δάσκαλο, γνώρισα τα ποιήματα του Παλαμά και του Κώστα Κρυστάλλη, μεταξύ άλλων, από τα οποία έμαθα απ’ έξω πολλά. Και θυμάμαι μια φορά που κατηφόριζα μια ράχη απαγγέλλοντας στεντόρεια τον «Σταυραητό» και δεν άκουγα την αδερφή μου που μου φώναζε από μια πλαγιά, χαμηλότερα, να πάω κοντά της γιατί είχε βρει χαμοκέρασα ανάμεσα στις φτέρες…
Αργότερα, στα Τρίκαλα, η δημοτική βιβλιοθήκη Τρικάλων μου πρόσφερε την ανεκτίμητη ευκαιρία ν’ ανοιχτώ στον απέραντο κόσμο της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εκεί πρωτογνώρισα τον Ρίτσο, τον Μαγιακόβσκι, τον Ρεμπώ, τον Μπωντλαίρ, τον Ελύτη, τον Λουντέμη, τον Καζαντζάκη, τον Καραγάτση, τον Γκαίτε, τον Ντοστογιέβσκι, τον Γκόρκι, τον Τολστόι, τον Ντίκενς, τον Θερβάντες, τον Μπαλζάκ, τον Σταντάλ, τον Φλωμπέρ, τον Στάινμπεκ κι αμέτρητους άλλους ποιητές και συγγραφείς…
Την ίδια περίοδο, ήμασταν μια παρέα νεαροί φίλοι που γράφαμε άφθονα ποιήματα και πεζά και κατακλύζαμε τις τοπικές εφημερίδες που είχαν όλες τους, τότε, βδομαδιάτικες φιλολογικές σελίδες. Με την μετάφραση ασχολήθηκα αργότερα, όταν έμαθα (με ιδιωτικά μαθήματα) γαλλικά. Οι πρώτες μου προσπάθειες ήταν να μεταφράσω ποίηση, αλλά δεν με ικανοποιούσαν και τις παράτησα, μέχρι ν’ ασχοληθώ επαγγελματικά πια αργότερα.
Ερ. Το επάγγελμα του μεταφραστή, που στην ουσία είναι ο υπηρέτης του συγγραφέα, πόσο καταξιωμένο είναι στη Γαλλία, σε σύγκριση με την Ελλάδα;
Απ. Νομίζω είναι καταξιωμένο. Πάντως είναι καλύτερα πληρωμένο. Αν υποτεθεί ότι πληρώνεται ποτέ καλά αυτή η δουλειά που απαιτεί άπειρο χρόνο (δεν έχει ώρες, και δεν γνωρίζει γιορτές και σκόλες…)
Ερ. Ποιο έργο σας δυσκόλεψε περισσότερο και ποιο σας έμεινε αξέχαστο;
Απ. Θα φανεί ίσως παράξενο, αλλά το βιβλίο που με δυσκόλεψε περισσότερο, ήταν… η Αυτοβιογραφία της Μπριζίτ Μπαρντό! Και τούτο διότι ήμουν υποχρεωμένος (ο μεταφραστής πρέπει να είναι πάντα αφοσιωμένος στον συγγραφέα, είτε συμφωνεί μαζί του είτε διαφωνεί…) να μεταφράζω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όλες τις… ανοησίες που έλεγε αυτή η (ωραία, κατά τα άλλα) γυναίκα!
Όσο για το ποιο μου μένει αξέχαστο… Ας πούμε το Ο Μαρξ της εποχής μας. Αν και , τελικά, πιστεύω ότι ο μεταφραστής δένεται με όλα τα βιβλία που μεταφράζει, αφού αφιερώνει στο καθένα τους ένα κομμάτι της ζωής του.
Ερ. Πως κρίνετε την Ελληνική λογοτεχνία του σήμερα και γενικότερα την αγορά του βιβλίου;
Απ. Η σημερινή ελληνική λογοτεχνία είναι δυναμική και πλούσια. Στην Ελλάδα εκδίδονται πολλά Βιβλία (και πολλές μεταφράσεις απ’ όλες τις γλώσσες) και οι εκδόσεις είναι περιποιημένες και προσεγμένες. Μπορώ να πω περισσότερο από άλλες χώρες. Μπορώ να πω επίσης ότι η πληθώρα μικρών ανεξάρτητων εκδοτών (σε σχέση με άλλες χώρες όπου η συγκεντροποίηση και η καταβρόχθισή τους από μεγάλους ομίλους είναι ραγδαία) είναι κάτι το πολύ θετικό.
Φυσικά, το ελληνόγλωσσο κοινό είναι μικρό (σε σχέση με άλλες γλώσσες) και , συνεπώς, η αγορά του βιβλίου πολύ περιορισμένη.
Από την άλλη, δεν υπάρχει η κρατική στήριξη του βιβλίου που υπάρχει σε άλλες χώρες. (Η Γαλλία, για παράδειγμα εφαρμόζει μια δυναμική πολιτική επιδοτήσεων για την διάδοση του γαλλικού βιβλίου στο εξωτερικό.)
Ερ. Η έντυπη μορφή του βιβλίου, σε σύγκριση με τις εφημερίδες, αντέχει πολύ περισσότερο. Πως το εξηγείτε;
Απ. Ίσως επειδή το κοινό που διαβάζει βιβλία, έστω και μικρό, είναι πολύ πιο δεμένο με αυτή τη μορφή.
Ερ. Στο χωριό σας, τον Αετό, στα βουνά του Δήμου Πύλης, έρχεστε συχνά;
Απ. Κάθε χρόνο έρχομαι στον Αητό κι επισκέπτομαι τις ιερές κορφές μας…
Τίτλοι βιβλίων και κριτικές για το έργο του
Πάνω ο Γιάννης Καυκιάς στην Αθήνα το 1960
trikalaenimerosi.gr