Κάθε χρόνο, η τρίτη Τετάρτη του Νοεμβρίου (17 Νοεμβρίου 2021) έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα για τη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), από την «Παγκόσμια Πρωτοβουλία κατά της ΧΑΠ», που συσπειρώνει στους κόλπους της οργανώσεις γιατρών και ασθενών και τελεί υπό την αιγίδα της Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, όπως μαρτυρά και η ονομασία της είναι νόσος των πνευμόνων, που προκαλεί στένωση των βρόγχων με συνέπεια την δυσκολία στην αναπνοή. Κύρια αιτία της παραμένει το κάπνισμα, ενεργητικό και παθητικό, η ατμοσφαιρική ρύπανση και το ιστορικό λοιμώξεων στην παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ, η Χ.Α.Π. αποτελεί διεθνώς την τέταρτη αιτία θανάτου και υπολογίζεται ότι είναι υπεύθυνη για το 5% περίπου όλων των θανάτων παγκοσμίως. Εκτιμάται ότι έως το 2030 θα αποτελεί την τρίτη αιτία θανάτου και την πέμπτη αιτία αναπηρίας. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πάσχουν από Χ.Α.Π. περί τα 700.000 άτομα, τα μισά από τα οποία αγνοούν ότι νοσούν.
Εάν δεν υπήρχε το κάπνισμα, η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) δεν θα υπήρχε ή θα ήταν μια σπάνια νόσος. Το κάπνισμα αποτελεί τη σπουδαιότερη αιτία εμφάνισης της ΧΑΠ (85-90%), ενώ άλλα αίτια, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, ευθύνονται σε μικρότερο ποσοστό. Τα στατιστικά στοιχεία αποδεικνύουν, ότι τη στιγμή που το 25-30% όλων των εισαγωγών σε παθολογικές κλινικές οφείλεται σε αναπνευστικά νοσήματα, ποσοστό 50% αυτών αφορά τη ΧΑΠ.
Τα συμπτώματα της ΧΑΠ βασίζονται κυρίως στην τριάδα βήχας, απόχρεμψη, δύσπνοια. Ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και το χρόνο εμφάνισης, έχουν ποικιλία βαθμονόμησης. Η παρουσία συμπτωμάτων της ΧΑΠ είναι σημαντικό στοιχείο για τη διάγνωση, ωστόσο, σύμφωνα με τους ειδικούς απαιτείται διενέργεια σπιρομέτρησης και αναγνώριση του συγκεκριμένου αποφρακτικού προτύπου για την τεκμηρίωση της νόσου. Ο ασθενής ταλαιπωρείται από τα συμπτώματα της νόσου, τα οποία συν τω χρόνω επιδεινώνονται.
Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες, η σωστή ενημέρωση, η ορθή και έγκαιρη, όσο το δυνατόν σε πιο αρχικά στάδια της νόσου διάγνωση, η διακοπή του καπνίσματος και η σωστή θεραπεία και παρακολούθηση από πνευμονολόγο, βοηθούν τους ασθενείς να έχουν λιγότερα συμπτώματα και να ζουν σχεδόν φυσιολογικά.