Η Παγκόσμια Ημέρα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Day) γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Δεκεμβρίου, σε ανάμνηση της υπογραφής της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Όραμα των εμπνευστών της, ένας κόσμος με δικαιώματα και ελευθερίες χωρίς διακρίσεις.
Οι πρώτες διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Η έννοια «ανθρώπινα δικαιώματα», απόρροια πολυδιάστατης φιλοσοφικής, πολιτικής και κοινωνικής εξέλιξης, διαμορφώθηκε στην Δυτική Ευρώπη κατά τον 17ο αιώνα και καθιερώθηκε μέσα από εθνικές και διεθνείς διακηρύξεις. Αφετηρία ήταν η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Bill of Rights) του 1689, όταν το αγγλικό κοινοβούλιο τερμάτισε την ελέω θεού βασιλεία και καθιέρωσε την ελεύθερη εκλογή των μελών του. Με το συνταγματικό αυτό κείμενο διακηρύχθηκε η ανωτερότητα του νόμου έναντι του βασιλιά και περιορίσθηκαν τα βασιλικά προνόμια.
Ακολούθησαν η Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας της 4ης Ιουλίου 1776 και οι Διακηρύξεις των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης (1789 και 1793).Τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα προστάτευαν και τα πρώτα Συντάγματα των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ο Λένιν συνέταξε την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Εργαζομένων και του Εκμεταλλευόμενου Λαού, που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιανουαρίου 1918. Σε αυτήν δεν γινόταν αναφορά στα ατομικά και θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, που υποχωρούν υπέρ του κοινωνικού συνόλου και των συλλογικών δικαιωμάτων.
Η διεθνοποίηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Η διεθνοποίηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν αποτέλεσμα των συνεπειών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της αποφασιστικότητας της διεθνούς κοινότητας να μην ξανασυμβούν ποτέ στο μέλλον οι αγριότητες και η κτηνωδία που προκάλεσε ο φονικός αυτός πόλεμος με τα 60 εκατομύρια νεκρούς. Αφετηρία για την πορεία αυτή αποτέλεσε ο Χάρτης του Ατλαντικού, που υπέγραψαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο Άγγλος πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ στις 14 Αυγούστου 1941. Στο κείμενο αυτό, που αποτελούσε επίσης διατύπωση των σκοπών του πολέμου και των θεμελίων της μεταπολεμικής ειρήνης, διακηρυσσόταν ότι, «μετά την οριστική καταστροφή τής ναζιστικής τυραννίας, ελπίζουν να δουν να εγκαθιδρύεται μια ειρήνη που θα επιτρέψει σε όλα τα έθνη να διαβιούν με ασφάλεια στο εσωτερικό των συνόρων τους και θα εξασφαλίσει σε όλους τους ανθρώπους των χωρών τη δυνατότητα ύπαρξης μακριά από τον φόβο και την ανάγκη».
Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1942, με τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών της Ουάσινγκτον, οι αντιπρόσωποι 26 χωρών που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τις δυνάμεις τού Άξονα εξέφρασαν την πεποίθησή τους ότι «μια ολοκληρωτική νίκη επί των εχθρών είναι ουσιώδης για την προάσπιση της ζωής, της ελευθερίας, καθώς και τη διατήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης στις χώρες τους».
Οι αντιλήψεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται για τη διεθνή προστασία
των δικαιωμάτων του ανθρώπου επαναβεβαιώθηκαν με τη Διακήρυξη τής Τεχεράνης της 2ας Δεκεμβρίου 1943, στην οποία αναφερόταν ότι ο πόλεμος στοχεύει στην «κατάργηση της τυραννίας και της δουλείας, της καταπίεσης και της μισαλλοδοξίας και διαγραφόταν η ελπίδα ότι στο μέλλον «όλοι οι λαοί τής γης θα μπορούν να ζουν ελεύθεροι, μακριά από την τυραννία, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες επιθυμίες τους και τη συνείδησή τους».
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η Διακήρυξη που εγκρίθηκε τον Μάιο του 1944 από τη Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας στη σύνοδο της Φιλαδέλφειας. Με τη Διακήρυξη αυτή 41 κράτη διαβεβαίωσαν ότι «δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής ειρήνη παρά μόνο αν είναι θεμελιωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη» και διακήρυξαν ότι «όλοι οι άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, πίστης, φύλου έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν την υλική τους πρόοδο και την πνευματική τους ανάπτυξη μέσα στην ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την οικονομική εξασφάλιση και στις ίσες ευκαιρίες».
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι έργο της Επιτροπής Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου που συστάθηκε το 1947 από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ. Επικεφαλής της Επιτροπής ήταν η Έλινορ Ρούσβελτ, χήρα του προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούζβελτ, την οποία είχε διορίσει ο διάδοχός του Χάρι Τρούμαν. Το τελικό κείμενο της διακήρυξης ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από δύο χρόνια.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1948 η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αποτελείται από το Προοίμιο και 30 άρθρα, υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, που συνήλθε στο Παρίσι με ψήφους 48 υπέρ, 0 κατά και 8 αποχές (όλο το σοβιετικό μπλοκ κρατών, η Νότια Αφρική και η Σαουδική Αραβία). Είναι σημαντικό ότι καμία από τις χώρες που αντιπροσωπεύονταν στην Γενική Συνέλευση δεν ψήφισε ενάντια στη Διακήρυξη και ότι ακόμη και αυτές που απείχαν από την τελική ψηφοφορία, είχαν συμμετάσχει και συνεργαστεί στις ενδιάμεσες διαδικασίες σύνταξης. Σε μια εποχή όπου κόσμος είχε χωριστεί στο Δυτικό και Ανατολικό μπλοκ, το να βρεθεί ένας κοινός τόπος επί της ουσίας του κειμένου αποδεικνύει ότι ήταν ένα τεράστιο επίτευγμα.
Το σύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που περιέχονται στην Οικουμενική Διακήρυξη αποτελεί το μέτρο με το οποίο κρίνεται η γενική έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η εφαρμογή τους σε χώρες και μεμονωμένες περιπτώσεις. Πολλές χώρες έχουν ενσωματώσει άρθρα της Διακήρυξης στα Συντάγματά τους και στη νομοθεσία τους. Η Οικουμενική Διακήρυξη δεν έχει νομική ισχύ, ούτε τη μορφή διεθνούς σύμβασης που επικυρώνεται από τα κράτη. Είναι μια εξαγγελία αρχών. Η συμμετοχή ενός κράτους στον ΟΗΕ συχνά θεωρείται ως σιωπηρή αποδοχή των αρχών της Διακήρυξης.