Σε ένα άλλο στίβο αυτόν του kickboxing δοκιμάζεται ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, με ρίζες από τα Τρίκαλα, Λάμπρος Χούτος, ο οποίος έγινε γνωστός από το πέρασμά του από τον Ολυμπιακό και από την καριέρα του στο εξωτερικό φορώντας τα χρώματα της Ρόμα και της Ιντερ. Διαβάστε παρακάτω το αφιέρωμα της ιστοσελίδας oneman.gr:

Υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία γνωρίζεις ήδη για τον Λάμπρο Χούτο. Για τα αμέτρητα γκολ που σημείωσε με τη φανέλα της Εθνικής Ελπίδων, για τα πρώτα του βήματα στη Ρόμα, για τα χρόνια του στον Ολυμπιακό, την Ίντερ και τον Πανιώνιο, ίσως και για τον ιστορικό του τσακωμό με τον Γιάννη Μαντζουράκη.
Αυτό που ίσως δεν γνωρίζεις, είναι αυτό:

Ναι, καλά βλέπεις. Ο 37χρονος πρώην επιθετικός, ασχολείται τον τελευταίο καιρό με το kickboxing κι απόψε το βράδυ αναμένεται να βρεθεί αντίπαλος στο ρινγκ με τον πρώην συμπαίκτη του στην Ίντερ, Ζε Μαρία, στα πλαίσια του τελικού του Enfusion.
Τι έγινε ρε παιδιά, πώς βρέθηκε ο Χούτος να παίζει ξύλο; Το κάνει επαγγελματικά ή είναι χόμπι; Θα την πάρει τη ζώνη; Για να λύσω όλες τις παραπάνω απορίες αλλά και να θυμηθούμε ιστορίες απ΄την πλούσια ποδοσφαιρική καριέρα του Λάμπρου, τον συνάντησα στο γυμναστήριο του προπονητή του, Γιώργου Μάλλιου, λίγες μέρες πριν πετάξει για το Άμπου Ντάμπι.
Σ’ ένα διάλειμμα απ΄την προπόνηση, απάντησε με προθυμία σε όλα και πλέον έχω να το λέω ότι πέρασα ένα πρωινό της ζωής μου στο ίδιο ρινγκ με τον Λάμπρο Χούτο. Ευτυχώς (για μένα), μόνο για φωτογραφίες κι όχι για να τα βάλω μαζί του.
Απ΄ τα γήπεδα στο ρινγκ μέσω ενός ριάλιτι
Βλέποντας την αφίσα που προαναγγέλει τη μάχη του Χούτου με τον Ζε Μαρία, γεννήθηκαν αμέτρητες απορίες στο κεφάλι μου. Αρχικά, τι είναι αυτός ο αγώνας;
“Αυτός ο αγώνας είναι η συνέχεια ενός ριάλιτι που είχαμε κάνει στην Ταϊλάνδη, στο Κο Σαμούι, μέσω του Enfusion, η οποία είναι η πιο σημαντική διοργάνωση παγκοσμίως, με πάνω από 25 event το χρόνο στην Ευρώπη. Είχε διοργανωθεί ένα τουρνουά με πρώην ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς, ανθρώπους του θεάματος, έπαιξα στον ημιτελικό, προκρίθηκα και τώρα είναι ο τελικός με αντίπαλο τον Ζε Μαρία”. Αν δεν κάνω λάθος με τον Ζε Μαρία γνωρίζονται ήδη.
Ήμασταν συμπαίκτες στην Ίντερ. Είναι λίγο περίεργο γιατί είμαστε και φιλαράκια, πριν λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο Μιλάνο κι είδαμε μαζί το Ίντερ-Φιορεντίνα. Παράξενο συναίσθημα, θα δούμε πως θα είναι πάνω στο ρινγκ”. Ποιον νίκησε στον ημιτελικό για να φτάσει να αντιμετωπίσει τον Ζε Μαρία; Ήταν φίλος και με εκείνον τον αντίπαλο ή ήταν πιο απρόσωπα τα πράγματα στην Ταϊλάνδη;
Τώρα που λύσαμε το πρώτο μυστήριο, αυτό του μεγάλου αποψινού αγώνα, μπορούσα να προχωρήσω στην εξιχνίαση των άλλων αποριών μου. Όπως ας πούμε του πώς μπήκε στη ζωή του το kickboxing. Ασχολιόταν κι όσο ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
“Όσο ήμουν ποδοσφαιριστής δεν έκανα ποτέ kickboxing. Θα μπορούσα βέβαια γιατί σαν προπόνηση είναι πάρα πολύ καλή, βοηθάει και το πάνω μέρος του σώματος και το κάτω. Όταν ήμουν παιδάκι ήμουν τρελαμένος με τον Μπρους Λι, πήγαινα καράτε. Όταν ήρθε το δίλημμα αν θα συνεχίσω στο ποδόσφαιρο ή στο καράτε, επέλεξα το ποδόσφαιρο και παράτησα τις πολεμικές τέχνες. Όταν τελείωσε η καριέρα μου στο ποδόσφαιρο, ξεκίνησα προπόνηση kickboxing πιο πολύ για διατήρηση και αργότερα, μέσω φίλων γεννήθηκε όλο αυτό το πράγμα”. Για το Enfusion πώς έμαθε;
“Ο Έντγουιν Βαν Ος, ο ιδιοκτήτης του Enfusion, είναι φίλος μου και είχαμε μιλήσει γι΄αυτό. Αυτός έκανε κάθε χρόνο ένα ριάλιτι στο Κο Σαμούι με παλιούς πρωταθλητές κι είπαμε να δοκιμάσουμε το ίδιο με ανθρώπους του θεάματος και πρώην αθλητές”. Πώς ένιωσε την πρώτη του φορά πάνω στο ρινγκ; Είχε άγχος; “Είχα λίγο άγχος σίγουρα, ήταν κάτι καινούριο που δεν το ήξερα, δεν γνώριζα πώς να συμπεριφερθώ μέσα στο ρινγκ, ήταν μια μοναδική εμπειρία”. Συγκρίνεται με την πίεση που αισθανόταν ως ποδοσφαιριστής;   
“Το βλέπω πολύ πιο χαλαρά, σαν χόμπι, σαν ένα παιχνίδι. Όχι ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν το χόμπι μου, το αγαπούσα πάρα πολύ, απλά όταν παίζεις επαγγελματικά σε επίπεδο πρωταθλητισμού, υπάρχει πίεση και απ’ την ομάδα και απ’ τον κόσμο. Είναι διαφορετικό βέβαια γιατί δεν είσαι μόνος σου, έχεις μια ομάδα γύρω σου, η οποία μπορεί να σε βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές ενώ κι η επιτυχία δεν εξαρτάται μόνο από σένα”. Υπάρχει περίπτωση να τον δούμε να αντιμετωπίζει κι έναν επαγγελματία αθλητή στο μέλλον;
“Αν ήμουν απόλυτα προετοιμασμένος ίσως, όμως δεν το σκέφτομαι ακόμα. Δεν μπορώ να πω όχι πάντως, γιατί μ΄ αρέσει. Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Ας κάνω αυτό τον αγώνα να πάρω τη ζώνη και βλέπουμε”. Η ηλικία είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας;  “Όχι η ηλικία δεν είναι θέμα, για να κάνεις κάποιους αγώνες τουλάχιστον, δεν πάω να πάρω το K1. To να κάνω 3-4 αγώνες είναι εφικτό”. Εκτός απ’ τους δικούς του αγώνες, παρακολουθεί το άθλημα, είναι φαν του; Υπάρχουν Έλληνες αθλητές τους οποίους θεωρεί ικανούς για διακρίσεις;
“Όσο μπορώ παρακολουθώ, βλέπω πολύ το Enfusion, υπάρχουν μεγάλοι αθλητές, όπως ο Μοχάμεντ Ζαράγια. Σε ότι αφορά τους Έλληνες, ένα μεγάλο ταλέντο είναι ο Άρης Μπέλλος, εύχομαι να κάνει καριέρα, θεωρώ ότι έχει τρομερές δυνατότητες για να φτάσει ψηλά. Βλέπουμε ακόμα τον Στέλιο Παπαδόπουλο να διακρίνεται στην Αμερική με εξαιρετική πορεία κι εύχομαι να πάει πάρα πολύ καλά. Γενικά έχουμε ταλέντο στην Ελλάδα και σε αθλήματα εκτός των προβεβλημένων, όπως στην πυγμαχία και σε άλλες πολεμικές τέχνες”. Πριν από μερικές ημέρες έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία ενός ακόμη πρώην ποδοσφαιριστή σε ρινγκ, του Γιάννη Χλωρού, ο οποίος ασχολείται με το pro wrestling. Όφειλα να ενημερώσω τον Λάμπρο, ο οποίος θα πει γελώντας:
Με τον Γιώργο Μάλλιο πώς ήρθε σε επαφή; “Με τον γιο του κυρίου Μάλλιου παίζαμε μπάλα μαζί στην αλάνα όταν ήμασταν παιδάκια. Δεν τον είχα γνωρίσει τότε, τον γνώρισα αργότερα μέσω του Μιχάλη Ζαμπίδη με τον οποίο κάναμε παρέα και κάναμε και μερικές προπονήσεις μαζί”. Ο Ζαμπίδης του έδωσε συμβουλές για το τι να κάνει πάνω στο ρινγκ; “Όταν κάναμε προπονήσεις μαζί με τον Μιχάλη προσπαθούσα να πάρω κάποια πράγματα. Ο Μιχάλης είναι μεγάλος αθλητής, ο μεγαλύτερος στο kickboxing στην Ελλάδα κι έχει πολλά να δώσει στην επόμενη γενιά μέσα απ’ τις εμπειρίες του”.


Το άδοξο τέλος στο ποδόσφαιρο κι οι ωραίες αναμνήσεις
Στο μυαλό των περισσοτέρων, ο Λάμπρος Χούτος υπήρξε ένα σπουδαίο ποδοσφαιρικό ταλέντο, το οποίο όμως δεν έδωσε ποτέ όλα αυτά που μπορούσε, κυρίως λόγω των τραυματισμών του.
“Σταμάτησα στα 30 μου, πολύ νωρίς, είναι η καλύτερη ηλικία για έναν υγιή ποδοσφαιριστή να δώσει το καλύτερο που μπορεί. Είσαι ώριμος, άνδρας απ’ όλες τις πλευρές, έχεις να προσφέρεις πολλά. Δυστυχώς, απ’ τα 20 μου ξεκίνησα με τα χειρουργεία κι ακολούθησαν άλλα 7 στα γόνατά μου, οπότε πάλι καλά που κατάφερα να φτάσω να αγωνίζομαι μέχρι αυτή την ηλικία σε υψηλό επίπεδο”. Στεναχωριέται για την εξέλιξη αυτή, θα ήθελε να έχει αγωνιστεί κάποια χρόνια παραπάνω;
“Δεν το χάρηκα όσο θα ήθελα, δεν είχα διάρκεια. Αυτό το λίγο που έπαιξα όμως το ευχαριστήθηκα, το ποδόσφαιρο ήταν πάντα η αγάπη μου. Εννοείται ότι θα ήθελα να το διασκεδάσω κι άλλο και να παίξω περισσότερο, κάποια πράγματα στη ζωή όμως συμβαίνουν για κάποιο λόγο, πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεχτείς και να είσαι θετικός και αισιόδοξος. Δεν έχει νόημα να παραπονιέμαι, κοιτάω μπροστά”. Ποια περίοδο της καριέρας του ξεχωρίζει και θυμάται ο ίδιος με μεγαλύτερη νοσταλγία; "Κάθε περίοδος είχε τις σημαντικές στιγμές της. Με την Εθνική Ελπίδων είχαμε περάσει πάρα πολύ ωραία, ήμασταν μια ομάδα-οικογένεια που είχε φτιάξει ο κύριος Κόλλιας, ένα γκρουπ φοβερό, με πολλά παιδιά είμαστε ακόμα φίλοι. Ήταν μια πολύ καλή περίοδος"
Σε πολύ μικρή ηλικία, ο Λάμπρος Χούτος κατάφερε να αποτελέσει το ‘βαρύ πυροβολικό’ αυτής της Εθνικής, αναγκάζοντας Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό σε μια σκληρή μάχη για την υπογραφή του. Πόσο εύκολο ήταν για τον ίδιο να παραμείνει προσγειωμένος βλέποντας όλη την ποδοσφαιρική Ελλάδα να ασχολείται μαζί του; 
“Ήμουν πάντα πολύ κλειστό παιδί, προπόνηση-σπίτι, σπίτι-προπόνηση, δεν παρακολουθούσα τι έγραφαν και τι έλεγαν, δεν με ενδιέφερε, είχα το μυαλό μου στην προπόνηση και στο να κάνω αυτό που πρέπει. Σίγουρα δεν πρέπει να επηρεάζεσαι, πρέπει να παίρνεις μόνο αυτοπεποίθηση και δύναμη για να δουλέψεις ακόμη πιο σκληρά κι όχι να παίρνουν τα μυαλά σου αέρα. Να γνωρίζεις τις αδυναμίες σου και να βελτιωθείς και σαν αθλητής και σαν άνθρωπος”. Ας πάμε και στους συλλόγους των οποίων τη φανέλα φόρεσε, ξεκινώντας απ’ τη Ρόμα.
“Στη Ρόμα πέρασα φανταστικά. Μεγάλωσα, ανδρώθηκα, έμαθα όλα τα μυστικά του ποδοσφαίρου και μεγάλωσα και σαν άνθρωπος. Ήταν μεγάλη απόφαση να φύγω τότε, ήμουν ο πρώτος ξένος που πήγαινε σ’ αυτή την ηλικία να παίξει ποδόσφαιρο έξω. Δεν φοβόμουν όμως, είχα τόσο μεγάλη αγάπη και με ενθουσίαζε τόσο η προοπτική του να βρεθώ σ’ έναν καλύτερο ποδοσφαιρικά κόσμο, που δεν κοίταξα ποτέ πίσω και έβρισκα τη δύναμη να συνεχίσω. Ήμουν μόνος μου σε ηλικία 13 ετών, δεν μίλαγα τη γλώσσα, ήταν δύσκολα αλλά δεν σκέφτηκα ούτε ένα δευτερόλεπτο να τα παρατήσω”. Και μετά το ‘μπαμ’ με την Ελπίδων, ο Ολυμπιακός.
“Ήμουν πολύ χαρούμενος που βρισκόμουν στον Ολυμπιακό. ‘Ηρθαν όμως οι τραυματισμοί και δεν μπόρεσα να το χαρώ όσο θα ήθελα. Μου άρεσε η πίεση της νίκης. Είχα τεράστια εμπιστοσύνη στον εαυτό μου κι από μικρό παιδάκι ήθελα να νικάω. Μου έδινε δύναμη αυτό, ο Ολυμπιακός χρειάζεται τέτοιους παίκτες ψυχολογίας, δυνατούς”. Η επιτυχία στην Ευρώπη όμως δεν ήρθε ποτέ.
“Είχαμε πολύ δυνατούς παίκτες, όμως αλλάζαμε πολύ εύκολα προπονητή, μέσα σε 4 χρόνια αλλάξαμε 6-7 προπονητές, κάτι που εμπόδισε την ομάδα απ’ το να αποκτήσει τη δική της ταυτότητα. Στο Champions League αυτά φαίνονται, όλες οι ατέλειες βγαίνουν προς τα έξω”. Στον Ολυμπιακό όμως ήρθαν κι οι πρώτες κατηγορίες για απειθαρχία του Χούτου με αποκορύφωμα την κόντρα του με τον Γιάννη Μαντζουράκη και την περιβόητη ατάκα για τα χνώτα.   
“Η αλήθεια είναι ότι όσο ήμουν στην Ιταλία, πάνω από μια δεκαετία, δεν είχε δημιουργηθεί ποτέ και με κανέναν το παραμικρό επεισόδιο. Με το που ήρθα στην Ελλάδα, είδα ότι τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά απ’ αυτά που είχα συνηθίσει, άλλη φιλοσοφία και νοοτροπία, κάτι που μου δημιούργησε εκνευρισμό και μ’ ανάγκασε να συμπεριφερθώ λανθασμένα. Βέβαια κατάλαβα το λάθος μου, σε όποια κατάσταση κι αν βρεθείς πρέπει να κάνεις υπομονή, να είσαι πιο διπλωμάτης και να μην ξεχνάς ότι είσαι επαγγελματίας. Οφείλεις να φιλτράρεις κάποια πράγματα πριν τα πεις, απλώς κάποιες καταστάσεις σε βγάζουν εκτός ορίων, ακόμα κι εκεί όμως πρέπει να είσαι δυνατός. Εγώ ήμουν πάντα ο εαυτός μου, αυθόρμητος, όμως η απειρία σε οδηγεί σε κάποια λάθη. Απ’ τη στιγμή που θα καταλάβεις τα λάθη σου, μπορείς να προχωρήσεις και να γίνεις καλύτερος μέσα απ’ αυτό”. Έχοντας βρεθεί στο ίδιο τερέν με τεράστιους ποδοσφαιριστές, ποιους συμπαίκτες θα ξεχώριζε;
“Από συμπαίκτες θα ξεχώριζα σίγουρα τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, είναι κάτι διαφορετικό. Ο Λουίς Φίγκο επίσης πολύ μεγάλος παίκτης. Θα ξεχωρίσω σαφώς και τον Καραγκούνη για την αγάπη που είχε στο ποδόσφαιρο, την ενέργεια που μετέδιδε, δημιουργώντας ένα πολύ καλό κλίμα, πέραν φυσικά του γεγονότος ότι αποδεδειγμένα ήταν ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής”. Η φιλία μεταξύ τους παραμένει το ίδιο δυνατή; Δοκιμάστηκε καθόλου λόγω της παρουσίας τους σε ‘αντίπαλα’ στρατόπεδα;
“Διατηρούμε τη φιλία μας, βέβαια, είμαστε και κουμπάροι, θα έρθει τώρα και στον αγώνα μαζί μου. Όταν είσαι ειλικρινής, έχεις αρχές και πιστεύεις στη φιλία, τότε δεν επηρεάζεσαι. Σίγουρα μπορεί να έρθουν κάποιες δύσκολες στιγμές, αλλά όταν τρέφεις αληθινά καλά συναισθήματα για έναν άνθρωπο, τότε όλα αυτά περνάνε και συνεχίζεις. Δυο μέρες πριν από ένα ντέρμπι είχαμε παίξει τάβλι μαζί στο σπίτι αλλά στο γήπεδο είχαμε και μια μικρή αψιμαχία, μέσα στο γήπεδο κοιτάς να νικήσεις, να παίξεις για την ομάδα σου, δεν κοιτάς φιλίες εκείνη τη στιγμή. Μετά τα συζητούσαμε, κάναμε πλάκες, εννοείται αυτό”.  Από τους προπονητές της καριέρας του, ποιους ξεχωρίζει;
Έχω αλλάξει πάρα πολλούς προπονητές, δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Κάρλο Ματσόνε που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω ντεμπούτο σε ηλικία 16 ετών στη Ρόμα. Ο Καπέλο μου μετέφερε πολλά πράγματα, ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, ο Γιάννης Κόλλιας ο οποίος ήταν σαν πατέρας μου, o Άλντο Μαντέρα επίσης στη Ρόμα, ο Μπρούνο Κόντι που με πήρε από παιδάκι και με μεγάλωσε, ο ‘κοντός’, ο Μιχάλης ο Μυριανθέας, που με είδε 7 χρονών παιδάκι και με πήρε στην ομάδα του”. Ο ίδιος θα δοκίμαζε την τύχη του στους πάγκους;
Μου αρέσει η προπονητική, νομίζω ότι μπορώ να το κάνω. Γυρίζει καμιά φορά στο μυαλό μου, νιώθω ότι έχω πολλά να μεταφέρω, όμως δεν έχει έρθει ακόμα η στιγμή”.

Πατήρ και υιός Μάλλιος με τον Λάμπρο Χούτο

Ο μάνατζερ Χούτος κι η εθνική ομάδα
Ο Λάμπρος Χούτος παραμένει στο χώρο του ποδοσφαίρου ως σκάουτερ και μάνατζερ. Πώς κρίνει το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου σήμερα σε σχέση με τα χρόνια του ως ενεργός ποδοσφαιριστής;
“Το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου έχει πέσει πάρα πολύ, περίμενα πολύ περισσότερα και σε επίπεδο της εξέλιξης των ακαδημιών. Βλέπω ότι ο Ολυμπιακός κάνει κάποια πράγματα στον τομέα αυτό, ο Παναθηναϊκός κάπως λιγότερο, δίχως όμως η εξέλιξη να είναι αυτή που πρέπει στον τομέα των υποδομών”.  Έχοντας βιώσει και την εμπειρία του εξωτερικού, τι διαφορές παρατήρησε στον τρόπο που δουλεύει μια επαγγελματική ομάδα;
“Υπάρχουν μεγάλες διαφορές και στην σωματική εκγύμναση και τακτικά, είμαστε πολύ πίσω σ’ αυτό το κομμάτι. Αν καταφέρουμε και δώσουμε αυτό το κομμάτι στον Έλληνα ποδοσφαιριστή, με το ταλέντο και την ιδιοσυγκρασία που έχει μπορεί να καταφέρει πολλά πράγματα. Πρέπει όμως να αλλάξει νοοτροπία”. Την κρίση της Εθνικής ομάδας πώς την δικαιολογεί; Είναι αισιόδοξος για το μέλλον της ομάδας;
“Πέρασε μια καμπή, συμβαίνουν αυτά. Δεν υπήρξε χημεία μέσα στην ομάδα, απ’ ότι βλέπω όμως έχουν επανέλθει λίγο τα πράγματα, διαθέτουμε πάρα πολύ αξιόλογους ποδοσφαιριστές που διακρίνονται στο εξωτερικό κι άλλους μικρούς που έρχονται. Θεωρώ ότι έχουμε μέλλον, αρκεί όπως είπα όλες οι ομάδες να κοιτάξουν πιο πολύ τις βάσεις, τις υποδομές, στην εξέλιξη και τη συμπεριφορά των νεαρών ποδοσφαιριστών”. Δεν θα μπορούσα να μην ζητήσω κι ένα σχόλιο για τον φετινό Ολυμπιακό. "Σε κάποια παιχνίδια που είδα, ο Ολυμπιακός ήταν αυτός που έπρεπε και σε κάποια όχι. Πρέπει να βρει την ισορροπία του, έχει ακόμη μέλλον η χρονιά, ήδη φαίνεται ότι έχει και πάλι την υπεροχή στην Ελλάδα, στην Ευρώπη πρέπει να έχει μεγαλύτερη διάρκεια για να κάνει το βήμα παραπάνω".
Εκτός από σκάουτερ, ο Λάμπρος Χούτος δραστηριοποιείται και σαν μάνατζερ. “Έχω την τιμή και τη χαρά να εκπροσωπώ το μεγαλύτερο ταλέντο του ελληνικού ποδοσφαίρου, που είναι ο Λάζαρος ο Λάμπρου του Ηρακλή. Είμαι βέβαιος ότι θα έχει μια λαμπρή καριέρα, πρώτον επειδή είναι εξαιρετικός σαν χαρακτήρας κι έπειτα λόγω των προσόντων του. Έχει πολλά περιθώρια εξέλιξης, πολλή δουλειά μπροστά του, όμως βρίσκεται σε καλό δρόμο. Προσπαθώ να του περάσω κι εγώ τη γνώμη μου, όμως μέσα στο γήπεδο πρέπει να βγάλει τη δική του προσωπικότητα και τρόπο σκέψης. Του περνάω κάποια μηνύματα κι έχει την ευφυΐα να πάρει τις σωστές αποφάσεις”. Σκοπεύει να αναλάβει κι άλλους ποδοσφαιριστές;
“Το κάνω με τον δικό μου, πολύ ιδιαίτερο τρόπο, θέλω να δίνομαι 150% στον ποδοσφαιριστή, με τον Λάζαρο έχουμε εξαιρετική σχέση, τελείως φιλική, αν δεν υπάρχει αυτό δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω, να το δω καθαρά επαγγελματικά, είμαι λίγο πιο συναισθηματικός”. Αν ένα παιδί σήμερα, βρεθεί αντιμέτωπο με το δίλημμα ‘πολεμικές τέχνες ή ποδόσφαιρο’, τι συμβουλή θα του έδινε ο Λάμπρος;
“Θα του έλεγα να ακολουθήσει αυτό που νιώθει ότι αγαπάει περισσότερο και αισθάνεται ότι είναι διατεθειμένος να κάνει ό,τι θυσία απαιτείται για να πετύχει το στόχο του και να το χαρεί”.
Ο λόγος στον κόουτς
Πριν αφήσουμε τον Λάμπρο να συνεχίσει την προπόνηση, δεν θα μπορούσαμε να μην ζητήσουμε απ΄τον προπονητή του, Γιώργο Μάλλιο, να μας πει μια κουβέντα για τις επιδόσεις του Λάμπρου στο ρινγκ αλλά και για τον αποψινό αγώνα.
“Ο Λάμπρος έχει αυτή τη δύναμη που έχω δει σε αθλητές μου με παγκόσμιες διακρίσεις, όπως ο Ζαμπίδης κι ο Βασιλικός. Έχει μια δύναμη φυσική, αν ερχόταν σε μένα 20 χρονών θα ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής, το πιστεύω πραγματικά. Στην προπόνηση είναι στρατιώτης, αυτό είναι πολύ ευχάριστο για έναν προπονητή, ακούει αυτά που του λέω, είναι εργάτης. Είμαι σίγουρος ότι τον έχουμε τον αντίπαλο, αρκεί να αποδώσει αυτά που μπορεί κι έχει δείξει. Θα ήθελα να συνεχίσει να παίζει και να αγωνιστεί και με εν ενεργεία αθλητές, μπορεί άνετα να σταθεί απέναντί τους”.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Πηγή: oneman.gr (Κωνσταντίνος Αμπατζής)