Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, που έφυγε από την ζωή χθες, ήταν ένας σπουδαίος λογοτέχνης. Ένας ποιητής, μελετητής, ρεμπετολόγος και τραγουδιστής που ασχολήθηκε με πάθος με το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη.

Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μελετητές του, με τα βιβλία του να αποτελούν τα σημαντικότερα εργαλεία μελέτης και κατανόησης του έργου του Βασίλη Τσιτσάνη. 

Ο τεράστιος θαυμασμός του για τον Τρικαλινό δημιουργό αποτυπώνεται σε όλες τις συνεντεύξεις του και σε κάθε ευκαρία που του δινόταν για να μιλήσει για την ζωή και το έργο του. 

___________________

Η συνέντευξη που ακολουθεί, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Κώστας Μπλιάτκας είναι μια συζήτηση με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον μεγάλο ποιητή της Θεσσαλονίκης το 1999 στα τραπεζάκια του «Ντορέ», στα στέκια του ρεμπέτικου στο κέντρο της πόλης.

«Έντεκα χρονών ήμουν όταν γνώρισα τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον άκουσα στα ‘’Κούτσουρα’’ του Γιώργη Δαλαμάγκα, να εδώ πιο πάνω στη Νικηφόρου Φωκά. Λίγο πιο πέρα ήταν του Σιδέρη ο ‘’τεκές’’. Γνώρισα δηλαδή τον Τσιτσάνη το 1942, πριν ακόμα παντρευτεί  τη Ζωή Σαμαρά»…

Η συζήτηση αυτή με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο , τον μεγάλο ποιητή της Θεσσαλονίκης , από όπου και τα παραπάνω λόγια του, έγινε το 1999 στα τραπεζάκια του «Ντορέ», στον πεζόδρομο της Τσιρογιάννη απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Του είχα ζητήσει να πάμε στα στέκια του ρεμπέτικου στο κέντρο της πόλης για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ και ήμουν πολύ τυχερός που δέχτηκε να γίνει αυτή η ξενάγηση..  

-«Να εδώ απέναντι από τον πλάτανο», συνέχισε ο ποιητής «ήταν το καφενείο 'Το Νέον', του Ηλία Ευδαίμονα  όπου  τα χρόνια της Κατοχής ξεκουραζόταν με φίλους τα απομεσήμερα ο Βασίλης Τσιτσάνης . Έχουμε μάλιστα την πληροφορία ότι εδώ εμπνεύστηκε και έγραψε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του. «Τα πέριξ».

«Θα έχεις διαπιστώσει κι εσύ ότι  ο Τσιτσάνης πλέον καλπάζει», προσέθεσε.

«Η φήμη του μετά θάνατον,  που συνεχώς μεγαλώνει , η διάδοση των τραγουδιών του, η γενική αναγνώριση είναι φαινομενικά κάτι ανεξήγητο αλλά όχι για μένα. Τα τραγούδια του αρέσουν στους νέους. Ζητιούνται όλο και περισσότερο. Βγαίνουν νέοι δίσκοι, γίνονται συνέδρια γι αυτόν, εκδίδονται πολλά βιβλία. Σκέφτομαι , όσο παράξενο και να φαίνεται ότι υπάρχει μια βαθύτερη σχέση μεταξύ Τσιτσάνη Καβάφη του οποίου το μεγαλείο και η αξία  αυξάνονται όσο περνούν τα χρόνια.  Είναι οι δύο κορυφαίοι γίγαντες στο είδος τους. Το σκέφτηκα πολύ πριν το πω αυτό,  παρότι δέχομαι την πιθανότητα ο Καβάφης είναι κάπως  παραπάνω. Πιστεύω ότι ο χρόνος θα με δικαιώσει».

«Από μικρό παιδί είχα  παρτίδες με τη μουσική» υπογραμμίζει. «Το 1940 στον Ελληνοιταλικό πόλεμο ήμουν μόλις 9 χρονών  και άρχισα γράφοντας τραγούδια πατριωτικά και όχι ποιήματα. Αργότερα το 1946 όταν κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Καββαδία "Πούσι"  ήμουν ο πρώτος που μου ήρθε και μελοποίησα τέσσερα ποιήματα του Καββαδία. Επομένως έχω ένα μικρό παρελθόν».

«Το 1951 ήξερα 300 ρεμπέτικα απέξω κι ανακατωτά όταν ακόμα δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα , ούτε φωνόγραφοι καλά καλά. Επειδή το μεράκι μου με τη μουσική δούλευε, έκανα και εκδήλωση το 1951 στο Ωραιόκαστρο όπου τραγούδησα 50 ρεμπέτικα τραγούδια μονοκοπανιά σε ακροατήριο. Τότε  ήταν που μόλις είχε τελειώσει  ο Εμφύλιος και   δεν μπορούσες να φύγεις  από τη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, τότε μπορεί να έδωσα   συναυλίες,  αλλά λεφτά για να πάω σε συναυλίες δεν είχα. Παρ’ όλο που νοιώθω ποιητής 100%  έχω λοιπόν προηγούμενα  με το τραγούδι. Έβαλα  το κέντρο βάρους στον Τσιτσάνη επειδή πιστεύω ότι αυτός συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο τις αρετές και τη σημασία του ίδιου του ρεμπέτικου».

Ελάχιστοι πάντως ξέρουν τα στέκια και τις γωνιές της πόλης όπου δέσποσαν σπουδαίες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου τραγουδιού τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, όσο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Έψαξε , μελέτησε κατέγραψε με σπάνια συνέπεια και στη συνέχεια έγραψε σημαντικά βιβλία –θησαυρούς για τον ιστορικό του μέλλοντος , μεταξύ των οποίων  ‘’Το Ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη’’ από τις εκδόσεις του ‘’Εντευκτηρίου’’ (1999) και ‘’Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη –Με κριτικό υπόμνημα’’ (ΙΑΝΟΣ-2009). Ο ίδιος έγραψε τραγούδια που εγιναν δίσκοι και   δημιούργησε -και συμμετείχε επί χρόνια τραγουδώντας -την ‘’Παρέα του Τσιτσάνη’’.  Ένα σχήμα που έδειξε  προσήλωση στις αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών και έκανε  αφιλοκερδώς εμφανίσεις σε νοσοκομεία, γηροκομεία και άλλους χώρους

Επίσης πρωτοστάτησε στην κίνηση για να δοθεί το όνομα του Βασίλη Τσιτσάνη σε μια μικρή πλατεία στην Άνω Πόλη , πράγμα που πέτυχε τελικά πριν από περίπου 20 χρόνια και κάτοικοι χαίρονται  πλέον  όχι μόνο την ‘’πλατεία του  Τσιτσάνη’’ αλλά και τις εκδηλώσεις που γίνονται εκεί.  Η παρουσία άλλωστε του βάρδου  της «Συννεφιασμένης Κυριακής» στη Θεσσαλονίκη (1938-46) σφράγισε και τη ζωή του και το ρεμπέτικο αλλά και την πόλη.

Λιγότεροι ακόμα ξέρουν ότι τον Φεβρουάριο του 1961 ο Βασίλης Τσιτσάνης έδωσε συνέντευξη στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για την εφημερίδα «ΔΡΑΣΙΣ».

«Αυτές τις μέρες ήταν στην πόλη μας ο Βασίλης Τσιτσάνης. Είναι απερίγραπτο το τι γίνεται κάθε φορά που έρχεται "ο βασιλιάς του μπουζουκιού"», έγραφε  στην εισαγωγή του ο 30χρόνος τότε Χριστιανόπουλος, που κατέγραψε και την ατμόσφαιρα εκείνης της συνάντησης:

«Πηγαίνω ένα μεσημέρι στο ξενοδοχείο που μένει και τον συναντώ. Κάθεται στο κρεβάτι κι έχει κάτι το απόκοσμο (κι ας τραγουδάει σε κοσμική ταβέρνα). Το μάτι του κρύβει κάτι το τυραγνισμένο αλλά και το έξυπνο. Η κουβέντα του σεμνή, σε κερδίζει αμέσως με την εγκαρδιότητά της».

Εκτός όμως από τη γνωριμία και τη συνέντευξη με τον Βασίλη Τσιτσάνη ο Ντίνος Χριστιανόπουλος  έγραψε τους στίχους του γνωστού τραγουδιού «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας»  που έγινε μεγάλη επιτυχία από τον Διονύση Σαββόπουλο.  Μόνο που οι στίχοι γράφτηκαν αρχικά από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο το 1961 κατά παράκληση του ίδιου του Βασίλη Τσιτσάνη.

«Δυστυχώς, λέει ο ποιητής, ο Τσιτσάνης δεν το άρεσε, ίσως γιατί η υφή του ποιήματος είναι κατά βάθος διανοητική, ενώ αυτός ήθελε λαϊκότερα θέματα και λαϊκότερη έκφραση».  Τους στίχους αυτούς ο Ντίνος Χριστιανόπουλος  τους έγραψε σε μια …χαρτοπετσέτα και τους έδωσε στον Διονύση Σαββόπουλο στη διάρκεια ενός γεύματος των δύο τους  στο εστιατόριο «Χρυσό Παγώνι» το 1966. «Ήταν η εποχή που  αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα για να πραγματοποιήσω τον εαυτό μου τέλος πάντων, να γίνω μουσικός κι εγώ», θυμήθηκε και μας διηγήθηκε το γεγονός  ο Δ. Σαββόπουλος. «Ο Ντίνος με  ξεπροβόδισε λέγοντας με εκείνη την φωνή του: "Πρόσεχε η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει". Επαληθεύτηκε πολλές φόρες’»!

Ο  Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε όμως και μάλιστα «μονοκοπανιά», δικά του τραγούδια το 1968  («Το Αιώνιο Παράπονο» που έγιναν δίσκος και μάλιστα πολύ επιτυχημένος με τραγουδιστές τον Δημήτρη Νικολούδη και τον Παναγιώτη Καραδημήτρη το 1994). Η ιστορία τους είναι πολύ ενδιαφέρουσα και μας τη διηγήθηκε:

«Το γεγονός  ότι έχω μία μεγάλη άνεση  στιχουργίας θα με βοηθούμε κάθε λίγο και λιγάκι να γράφω στίχους ή να κάνω κάποιες μουσικές. Και ξέρετε πόσοι μουσικοί μου λένε δώσε μας στίχους να τους κάνουμε τραγούδι; Λέω όχι. Όπως ήρθε η έμπνευση σε μένα , έτσι και έφυγε. Μπορώ να στιχουργήσω αλλά δεν το επέτρεψα στον εαυτό μου ποτέ. Όλο αυτό το πράγμα έγινε το 1968  και λίγους μήνες του 1969. Εξαφανίστηκε και δεν επανήλθε και  εγώ δεν επιδιώκω να το κάνω να επανέλθει. Έχω μάλιστα και  μία ωραία εικόνα, όπως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εκεί πρέπει να έρθει ένας άγγελος να ταράξει τα νερά ενώ οι άρρωστοι περιμένουν απ’ έξω. Όποιος προλάβει να μπει μέσα στο νερό, θα σωθεί. Λοιπόν το παράδειγμα είναι εύγλωττο: Δεν σώζεται παρά μόνο όποιος πρώτος πρόλαβε  και μπήκε μέσα. Δεύτερον δεν συμβαίνει τίποτα αν δεν έρθει ο άγγελος. Τρίτον δεν συμβαίνει τίποτα αν έρθει ο άγγελος και δεν ταράξει τα νερά. Και τέταρτον δεν συμβαίνει τίποτα και άγγελος να έρθει και να μην έρθει, αν δεν υπάρχουν τα νερά. Λοιπόν καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν πολλές παράμετροι αυτού του πολύπλοκου φαινομένου που θα το χαρακτήριζα αυθεντικότητα της έκφρασης ακόμα και εις βάρος αυτών που επιδιώκει ο ίδιος ο καλλιτέχνης».

«Η αιφνίδια εισβολή των τραγουδιών μου το 1968, όταν στα καλά καθούμενα και χωρίς να είμαι καν προετοιμασμένος έγραψα μονοκοπανιά μέσα σε έναν χρόνο 33 τραγούδια αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον ήμουν ερωτευμένος υπερβολικά εκείνον τον καιρό και δεν μπορούσα να εκφραστώ παρά μόνο  με το τραγούδι  και όχι με την ποίηση. Το δεύτερο και σοβαρότερο όμως είναι ότι  ανέκαθεν πίστευα στην έμπνευση. Η έμπνευση δεν έρχεται όποτε την θέλουμε και παραδόξως το 1968 άνοιξε το καπάκι και πλημμύρισε η έμπνευση. Με τον τρόπο που πλημμύρισε με τον ίδιο τρόπο έφυγε.

‘Θα σας πω και ένα παράδειγμα περίεργο  λίγο αλλά σχετικό μ’  αυτήν την θεωρία: Εγώ αγαπούσα τη μάνα μου πάρα πολύ και από την άλλη είχα γράψει και ένα κάρο ποιήματα.  Είπα λοιπόν κάποια στιγμή  "γιατί να μην γράψω και έναν ύμνο για την μάνα μου". Έλα όμως που ο ύμνος δεν έβγαινε με τίποτα. Αποπειράθηκα εκατό φορές, ύμνος για την μάνα γιοκ. Ύστερα από κάποια χρόνια τι μου βγαίνει; Ένα υβρεολόγιο εναντίον της μάνας. Δηλαδή βγήκε  κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που  επιδίωκα. Είτε είχα δίκιο  είτε είχε άδικο. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτά τα ανεξέλεγκτα  είναι που οι ψευτοκαλλιτέχνες δεν τα παίρνουν σοβαρά υπόψιν.  Λένε  κάτσε βρε να γράψεις μερικά  στιχάκια να κάνουμε έναν δίσκο. Ή σου πονάει πολύ να κάνεις μια μικρομελωδία; Εμείς θα βρούμε ενορχηστρωτή μετά και θα την φτιάξουμε.  Δεν είναι έτσι τα πράγματα…»

ethnos.gr