Το καλοκαίρι του 2013 η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή φαινόταν να φτάνει στο απόγειο της επιρροής της. Μέσα σε ένα κλίμα κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, διεκδικούσε όχι απλώς να διευρύνει την πολιτική της επιρροή, αλλά και να κατοχυρώσει την «εδαφική» της παρουσία, προσπαθώντας να αποκτήσει τον έλεγχο περιοχών, αλλά και δοκιμάζοντας να κατοχυρώσει την παρουσία της σε πεδία όπου παραδοσιακά δρούσαν άλλες πολιτικές δυνάμεις.

Αυτό εκφραζόταν με ποικίλους τρόπους, με τις εμφανίσεις των διαφόρων «ταγμάτων εφόδου», με τους τραμπουκισμούς εναντίον βουλευτών της ΝΔ στον Μελιγαλά αλλά και με την ιδιαίτερα βίαιη επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα (καθώς η ηγεσία της Χρυσής Αυγής ήθελε να αποκτήσει δικό της συνδικάτο στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη).

Εκφραζόταν επίσης με τη διαρκή στοχοποίηση κινημάτων, συλλογικοτήτων αλλά και ανθρώπων που είχαν διαφορετική τοποθέτηση. Ούτως ή άλλως η στρατολόγηση στη Χρυσή Αυγή ποτέ δεν αφορούσε απλώς την «πολιτική δράση». Πάντα περιλάμβανε και το στοιχείο της βίας.

Πίσω από την προσπάθεια να παρουσιαστεί ως «πατριωτική» οργάνωση, κρυβόταν ένας σκληρός μηχανισμός ένθερμων οπαδών του ναζισμού, που οραματίζονταν ένα ανάλογο καθεστώς και για την Ελλάδα και που ήθελαν με βίαιο τρόπο να «εκκαθαρίσουν» τις γειτονιές από μετανάστες, πρόσφυγες και εν γένει «ενοχλητικούς».

Μια οργάνωση που επένδυσε στον ρατσισμό, στην ξενοφοβία, στη σεξιστική αντιμετώπιση των γυναικών και προσπαθούσε να πείσει ανθρώπους που είχαν δεχτεί μεγάλα πλήγματα από την οικονομική κρίση ότι εχθρός τους ήταν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Και που παρουσίαζε ως «αλληλεγγύη» και «κοινωνικό πρόσωπο», τις δράσεις «μόνο για έλληνες» και την καλλιέργεια του μίσους.

Μια οργάνωση που συμπεριφερόταν στις γειτονιές ως βίαιος μηχανισμός, με «τάγματα εφόδου» που κατά καιρούς έκαναν «επίδειξη δύναμης» και όπου συχνά οι βίαιες πρακτικές ήταν τμήμα της «διαδικασίας μύησης».

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα τα έφερε όλα αυτά στο προσκήνιο. 

Παύλος Φύσσας: ο άνθρωπος που ήταν όλα όσα μισούσε η Χρυσή Αυγή

Ο Παύλος Φύσσας, παιδί εργατικής οικογένειας, ανήσυχος καλλιτέχνης και ράπερ, εκπροσωπούσε όλα όσα η Χρυσή Αυγή μισούσε.

Την αλληλεγγύη, την αγωνιστικότητα, τη συμπαράσταση τους κατατρεγμένους, τον κοινό αγώνα με τον μετανάστη και τον πρόσφυγα, τη σύγκρουση με την άδικη εξουσία, την αυθεντική λαϊκότητα.

Δεν ήταν τυχαίο ότι βρέθηκε στο στόχαστρο της Χρυσής ή ότι οργανώθηκε με τέτοιο τρόπο η επίθεσή εναντίον του.

Για να μπορέσει να μπολιάσει μια ιδεολογία όπως της Χρυσής Αυγής, που στηρίζεται στο μίσος και την αποδοχή της βίας και της εξουσία, χρειαζόταν να μην υπάρχουν τα παραδείγματα μιας άλλης στάσης ζωής, που να στηρίζεται στον αγώνα, το δίκιο και την αξιοπρέπεια. 

Μια δολοφονία που διέλυσε κάθε αμφιβολία για τον χαρακτήρα της εγκληματικής οργάνωσης

Αρκετά χρόνια πριν το αντιφασιστικό κίνημα είχε υπογραμμίσει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με πολιτική αλλά με εγκληματική οργάνωση, που δεν έχει μόνο μια βαθιά αντιδραστική και ρατσιστική ιδεολογία, αλλά και μια βίαιη δράση, που είναι οργανωμένη και ιεραρχικά καθοδηγούμενη, ακολουθώντας εμφανώς ναζιστικά πρότυπα.

Αυτό, άλλωστε, είχε φανεί και στη δεκαετία του 1990, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την παρ’ ολίγο δολοφονία του τότε φοιτητή Δημήτρη Κουσουρή το 1998 από ομάδα Χρυσαυγιτών με επικεφαλής τον τότε υπαρχηγό του Μιχαλολιάκου Αντώνη «Περίανδρο» Ανδρουτσόπουλο, που θα καταδικαστεί αργότερα για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Αλλά και αργότερα με τη δολοφονία του μετανάστη Σαχζάκ Λουζμάν από μέλη της Χρυσής Αυγής τον Ιανουάριο του 2013, ή με την εξαιρετικά βίαιη επίθεση σε Αιγύπτιους αλιεργάτες τον Ιούνιο του 2012.

Ωστόσο, δεν είχαν υπάρξει ούτε θεσμικές πρωτοβουλίες, ούτε συνολική δικαστική διερεύνηση της δράσης της οργάνωσης. Επιπλέον, σε τμήματα του πολιτικού συστήματος υπήρχαν έως και φωνές που υποστήριζαν ότι μια πιο «εξευγενισμένη» εκδοχή της ναζιστικής οργάνωσης, πιο κοντά στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, θα μπορούσε να είναι τμήμα του «επίσημου» πολιτικού σκηνικού.

Όμως, όταν έγινε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, από τον Χρυσαυγίτη Γιώργο Ρουπακιά,  στέλεχος της τοπικής οργάνωσης της Νίκαιας και ο οποίος είχε πάει να επιτεθεί στον Φύσσα επικεφαλής ομάδας χρυσαυγιτών, δεν μπορούσαν παρά να υπάρξουν άμεσες θεσμικές αντιδράσεις. Άλλωστε, υπήρχε και ένα τεράστιο κύμα οργής στην κοινωνία που εκφράστηκε και στις μεγάλες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις.

Αυτό οδήγησε στη σύλληψη και προφυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και στην απαγγελία κατηγοριών με την βασική παραδοχή ότι πρόκειται για εγκληματική και όχι πολιτική οργάνωση, δομημένη ιεραρχικά και με τη βία να αποτελεί βασική διάσταση της πολιτικής της συγκρότησης και δράσης. 

Μια δίκη που κράτησε 5,5 χρόνια

Η δίκη της Χρυσής Αυγής κράτησε 5,5 χρόνια. Στηρίχτηκε όχι μόνο στη δράση των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών αλλά και στην σημαντική δουλειά που έκαναν οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής που συνέβαλαν αποφασιστικά στην συγκέντρωση στοιχείων.

Προσωπικότητα που ξεχώρισε σε όλη τη διαδικασία της δίκης η Μάγδα Φύσσα.  Η μητέρα του Παύλου Φύσσα, έγινε σύμβολο και έμπνευση για ένα ολόκληρο κίνημα, με τη μαχητική στάση και το σθένος με το οποίο αντιμετώπισε τους δολοφόνους του γιου της.

Οι αποφάσεις του δικαστηρίου ανακοινώθηκαν στις 7 Οκτωβρίου 2020, την ώρα που ήταν σε εξέλιξη ένα τεράστιο αντιφασιστικό συλλαλητήριο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Ο Ρουπακιάς κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες σε βάρος, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής κρίθηκε ένοχη για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης (Μιχαλολιάκος, Κασιδιάρης, Λαγός, Γερμενής, Παναγιώταρος, Παππάς, Ματθαιόπουλος), σημαντικός αριθμός στελεχών κρίθηκαν ένοχοι για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ενώ υπήρξαν και καταδίκες όσων εμπλέκονταν στις συγκεκριμένες επιθέσεις.

Η ηγεσία θα οδηγηθεί στη φυλακή πλην του Χρήστου Παππά, που θα διαφύγει της σύλληψης και θα τελικά θα συλληφθεί την 1η Ιουλίου του 2021 σε διαμέρισμα στην περιοχή του Ζωγράφου όπου κρυβόταν. Η μεγάλη καθυστέρηση στη σύλληψη του Παππά θα δημιουργήσει ερωτηματικά για τη στάση της αστυνομίας και για το πώς δεν μπορούσε να τον εντοπίσει

Οι αποφάσεις του δικαστηρίου έγιναν δεκτές ως δικαίωση των αγώνων του αντιφασιστικού κινήματος και ως δίκαιη τιμωρία μιας οργάνωσης με βίαιη και εγκληματική οργάνωση. 

Η Χρυσή Αυγή αποδιαρθρώθηκε, όμως η μάχη με τον φασισμό δεν τελείωσε

Παρότι η Χρυσή Αυγή θα μπορέσει να εκλέξει ευρωβουλευτές το 2014 και 2019 και βουλευτές το 2019, από ένα σημείο και μετά θα βρεθεί σε κρίση, ιδίως όσο πλησίαζαν οι καταδίκες. Εσωτερικές έριδες, εμφάνιση κομμάτων που διεκδίκησαν την κληρονομιά της και τα απαραίτητα «αλληλοκαρφώματα» ήταν τα σημάδια της κρίσης και της πορεία προς τη διάλυση.

Όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ξεμπερδέψαμε με τον φασισμό. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία παραμένουν στοιχεία διάχυτα στην κοινωνία, σε κάποιες περιπτώσεις σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ με το σεξισμό. Αντιμεταναστευτικές και αντιπροσφυγικές πολιτικές και ρητορικές δίνουν νομιμοποίηση στην ακροδεξιά ατζέντα. Η συγκυρία της πανδημίας επανέφερε στο προσκήνιο θεωρίες συνωμοσίας που συχνά τροφοδοτούν τέτοια ρεύματα. Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και η απουσία προοπτικής για κρίσιμα κοινωνικά κομμάτια, διευκολύνουν την απήχηση ιδεολογιών που υποστηρίζουν ότι για όλα αυτά ο «άλλος», ο «διαφορετικός», ακόμη και εάν στην πραγματικότητα αυτός ο «άλλος» υφίσταται την ίδια ή ακόμη και χειρότερη συνθήκη με τους ίδιους. Και βέβαια πάντα υπάρχουν πολιτικοί που θέλουν να εκμεταλλευτούν αυτό το κλίμα και να το χρησιμοποιήσουν σαν πολιτικό εφαλτήριο.

Όμως, το πιο βασικό είναι ότι σε μια συγκυρία όπου το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει πραγματικά θετικές προοπτικές, πέραν της επιστροφής σε μια «κανονικότητα», που για πολλούς ανθρώπους στην πράξη είναι καθημερινή διάψευση, λείπει εκείνος ο πολιτικός ορίζοντας ελπίδας που θα εμπέδωνε εκείνο το αξιακό φορτίο, εκείνη τη δημοκρατική και αλληλέγγυα καταστατική αγωνιστικότητα που είναι τελικά το πραγματικό ανάχωμα σε όλες τις παραλλαγές του φασισμού.

in.gr