«Πρέπει να έχουμε μια ταχύτητα ανοίγματος της κοινωνίας και την οικονομίας διαφορετική από τις χώρες με τις οποίες συγκρινόμαστε, λόγω της διαφοράς του ποσοστού των εμβολιασμένων», τόνισε ο Λαρισαίος Καθηγητής Φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, Αχιλλέας Γραβάνης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθρέφτης» με τον Χρήστο Μιχαηλίδη, ενόψει της συνεδρίασης της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τα επόμενα βήματα.

«Όταν έχουμε περίπου 300.000 συμπολίτες μας άνω των 60 ετών που δεν έχουν κάνει καμία δόση εμβολίου και οι οποίοι είναι “αφελείς” ανοσολογικά και στο έλεος του ιού, όταν έχουμε περίπου 250.000 άνω των 60 ετών εμβολιασμένους με δύο δόσεις αλλά δεν έχουν κάνει ακόμα την εξαιρετικά σημαντική αναμνηστική τρίτη δόση, δηλαδή όταν έχουμε 550.000 με 600.000 συμπολίτες μας άνω των 60 ετών που έχουν μεγάλη πιθανότητα να νοσήσουν, είναι προφανές ότι και η Πολιτεία αλλά και η κοινωνία πρέπει να προστατεύσουν πρώτα και κύρια αυτούς τους ανθρώπους και μετά τον γενικό πληθυσμό», εξήγησε.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «δυστυχώς αυτοί οι συμπολίτες μας – ειδικά οι πλήρως ανεμβολίαστοι – λειτουργούν σαν εργαστήρια παραγωγής μεγάλου ιικού φορτίου και ίσως παραγωγής και κάποιων νέων στελεχών, που μπορεί να είναι εξίσου ή περισσότερο προβληματικά με τα ήδη υπάρχοντα».

Ερωτηθείς για αυτούς που δεν κάνουν την τρίτη δόση, ο κ. Γραβάνης εκτίμησε ότι  περισσότερο πρόκειται για παράλειψη και έλλειψη πλήρους ενημέρωσης, παρά σε άρνηση να πάρουν την αναμνηστική δόση, καθώς οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν ήδη συμφιλιωθεί με τον εμβολιασμό για τον κορονοϊό.

«Έχουν ελλιπή ενημέρωση για την κορυφαία συμμετοχή της αναμνηστικής δόσης να διατηρήσουν την προστασία του πρώτου εμβολιασμού τους κατά της βαριάς νόσησης που είναι το μεγάλο διακύβευμα και κατά της απώλειας ζωής που είναι ακόμη σημαντικότερο. Πρέπει να ενημερωθούν πάραυτα και να μην το αμελήσουν, γιατί πλέον μετά την πάροδο 5,6 ή 7 μηνών από τη δεύτερη δόση, εάν δεν εμβολιαστούν είναι στην ουσία απροστάτευτοι», είπε χαρακτηριστικά.

Ο Καθηγητής Φαρμακολογίας τόνισε ότι τα ΜΜΕ συνεισέφεραν πολύ στην ενημέρωση των πολιτικών, ωστόσο «είναι πολύ σημαντικότερη η δυνατότητα που έχουμε μέσω προσωπικών επαφών με γιατρούς, νοσηλευτές και φαρμακοποιούς να πείθουμε τους ανθρώπους».

«Όταν σας πει κάτι ο γιατρός σας είναι πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να αποδεχθείτε αυτή τη νέα κατάσταση για την προστασία της υγείας σας, από το να ακούτε τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Πρέπει οι σύλλογοι γιατρών, νοσηλευτών, φοιτητών και φαρμακοποιών να συζητήσουν αυτό το θέμα.

Να περάσουν στην ενημέρωση της κοινότητας. Και δυστυχώς αυτό δεν έγινε, με ευθύνη και της πολιτείας αλλά κυρίως δικής μας. Δεν έχουμε τη γνώση εμείς στο χώρο της Ιατρικής να επικοινωνούμε με απλό και κατανοητό τρόπο δύσκολες έννοιες και δύσκολα θέματα που αφορούν στην υγεία των πολιτών. Δεν είναι μέσα στην εκπαίδευσή μας αυτό», σημείωσε.

Ο ίδιος υπογράμμισε ότι δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ τον όρο «ψεκασμένος» για ανθρώπους που έχουν επιλέξει να μην εμβολιαστούν. «Υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται και πρέπει να πειστούν. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν προκαταλήψεις και πρέπει κανείς να συζητήσει με τον δέοντα τρόπο για να ξεφύγουν από αυτές.

Υπάρχουν όμως και αρκετοί που είναι επιτηδευμένοι και χρησιμοποιούν αυτή την κατάσταση για να αποκομίσουν πολιτικά ή οικονομικά οφέλη. Στις δυο πρώτες κατηγορίες πρέπει να παρέμβει η Πολιτεία με την  εκπαίδευση, ο ιατρικός και επιστημονικός κόσμος. Στην τελευταία κατηγορία πρέπει να παρέμβει η Πολιτεία με τους φορείς της, διότι κάποιοι έκαναν σημαντική ζημιά.

Υπήρχαν συνάδερφοι γιατροί και πανεπιστημιακοί καθηγητές που έλεγαν ανακρίβειες περί επικινδυνότητας και αναποτελεσματικότητας και επομένως θα έπρεπε οι σύλλογοί μας θα έπρεπε να ζητήσουν τον λόγο. Όταν ασκούμε ιατρική δεν μπορούμε να λέμε ότι θέλουμε, υπάρχουν συγκεκριμένες νόρμες», διευκρίνισε ο κ. Γραβάνης.

ertnews.gr