Τον είπαν Θεόφιλο της λαϊκής μουσικής: γεννιέται και πεθαίνει σαν σήμερα έχοντας καταγράψει κάθε πόθο και ελπίδα της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τα τραγούδια του.

Από τον Αντώνη Μποσκοϊτη


Ήταν βράδυ της 18ης Ιανουαρίου του 1984, όταν η κρατική τηλεόραση μετέδωσε την άσχημη είδηση από το Λονδίνο: «Πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και ερμηνευτές...». Ήταν η πρώτη φορά, στα δέκα μου χρόνια, που θα έβλεπα τον πατέρα μου να κλαίει. Λίγα 24ωρα μετά, συνόδευα τους δικούς μου στην κηδεία του Τσιτσάνη στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας. Εκεί συνειδητοποίησα τι πάει να πει συλλογικό πένθος. Ο κόσμος πατούσε πάνω στα μνήματα για να πλησιάσει με κάθε τρόπο τη σορό και να ενώσει τη φωνή του μ' αυτή όλων των μεγάλων τραγουδιστών στη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο Νταλάρας, η Αλεξίου, η Γαλάνη, έως και η Βουγιουκλάκη ήταν εκεί, μέσα σ' ένα κλίμα ατόφιας οδύνης. Με λίγα λόγια, ένα διάχυτο συναίσθημα πατρικής απώλειας τόσο έντονο, που δεν έχει σβήσει από τη μνήμη μου παρόλα τα χρόνια που πέρασαν.

Έκτοτε, ποτέ δεν σταμάτησα να ακούω τον Τσιτσάνη, να τον μελετώ, να τον ανακαλύπτω μέσα από βιβλία και δίσκους, να εκπλήσσομαι από την καθολική αποδοχή της δουλειάς του. Υπήρχε, στ' αλήθεια, ωραιότερο κομπλιμέντο για την Ελλάδα από την ταινία «Mighty Aphrodite» του Γούντι Άλεν, το 1995, στο σάουντρακ της οποίας συνυπήρχαν ο Count Basie και το Dave Brubeck Quartet με τον Βασίλη Τσιτσάνη; Κι αυτό, μία δεκαετία μετά το βραβείο που του είχε απονεμηθεί για το σύνολο του έργου του από τη Μουσική Ακαδημία Charles Gross του Παρισιού (1985), καθώς και πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση της Πολιτιστικής Εταιρείας Μουσικής που έφερε το όνομά του. Γεγονότα, δηλαδή, που φανερώνουν πόσο οι άνθρωποι, από τον απλό λαό μέχρι τους πιο διανοουμενίστικους κύκλους, έχουν αποδώσει και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να αποδίδουν τον χαρακτηρισμό «εθνικό κεφάλαιο» και «κειμήλιο» στο έργο του Τρικαλινού δημιουργού.

Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα, μια πόλη που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ελλάδας και από τον 18ο αι. συγκέντρωνε πλανόδιους μουσικούς από την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και από την Ευρώπη. Ακριβώς στο μέσο της ελληνικής χερσονήσου, τα Τρίκαλα συνέβαλαν στη δημιουργία μιας αστικής κουλτούρας και δεν είναι τυχαίο που μέσα στον 20ό αι. εκεί επίσης γεννήθηκαν λαϊκοί δημιουργοί σαν τον συνθέτη Απόστολο Καλδάρα (1922-1990), τον στιχουργό Κώστα Βίρβο (1926-2015) και τον τραγουδοποιό-στιχουργό Χρήστο Κολοκοτρώνη (1922-1999).

Οικογενειακή φωτογραφία, με τον μικρό Βασίλη Τσιτσάνη να ποζάρει στα γόνατα του πατέρα του

Μεγαλωμένος σε φτωχή οικογένεια με άλλα δεκατρία παιδιά (επέζησαν μόνο τα τέσσερα), ο Βασίλης χάνει τον τσαρουχά πατέρα του, όντας μαθητής του δημοτικού. Και μαθητής καλός μάλιστα, αρχίζοντας μαθήματα βιολιού σε μια προσπάθεια διευκόλυνσης της οικονομικά στενεμένης οικογένειας. Αρχίζει να παίζει δίπλα σε επαγγελματίες μουσικούς για ένα μεροκάματο. Απόντος του πατέρα πια, που συνήθιζε να κλειδώνει το μαντολινομπούζουκό του στο ντουλάπι, ο νεαρός Βασίλης μοιάζει να διοχετεύει εκεί τη νεανική φαντασία και δημιουργικότητά του. Γοητευμένος από την τραχιά ζωή του περιθωρίου, έλκεται περισσότερο από τους παρανόμους, τους χασικλήδες και τις πόρνες, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τον κόσμο του ρεμπέτικου, εκφράζοντας αποστροφή για το δημοτικό και σμυρναίικο τραγούδι. «Κλαψιάρικες μελωδίες» συνήθιζε να χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ρεπερτόριο σχεδόν πάντα –τι παράξενο που ακούγεται γι' αυτόν που δεν έγραψε και λίγα τραγούδια εμπνεόμενος από τη δημοτική παράδοση–, αδυνατώντας όμως σαφώς να κρύψει την άκρως λυρική υπόσταση των δικών του δημιουργημάτων. Εικάζεται πως ως έφηβος ο Τσιτσάνης ήταν ένα ιδιαίτερα μελαγχολικό και μοναχικό παιδί που μέσα στα σχολικά βιβλία του έκρυβε επιμελώς τα πρώτα έτοιμα, από μουσικής και στιχουργικής άποψης, τραγούδια του. Οι σπουδές ωστόσο και μια δικηγορική καριέρα ήταν το όνειρο της μάνας του και ο Βασίλης, που δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι, αποφασίζει σε ηλικία 22 ετών, το 1937, να έρθει στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική.

Δεν τα βρίσκει εύκολα στην πρωτεύουσα. Οι Τρικαλινοί τού γυρίζουν την πλάτη, θεωρώντας πως ξεφτιλίζει το όνομα του πατέρα του, του καλύτερου τσαρουχά, με το να παίζει μπουζούκι και να λέει τραγούδια για τα αποβράσματα της κοινωνίας. «Αυτή είναι η εκδίκησή μου» θα πει σε συνέντευξή του, χρόνια μετά, ερωτώμενος για την πανελλήνια αποδοχή των τραγουδιών του, κάτι που αποδεικνύει επίσης πως ο αρνητισμός των άλλων τού είχε κοστίσει κατά το ξεκίνημά του στην Αθήνα. Κι αν στον κόσμο του ρεμπέτικου ο Τσιτσάνης μυήθηκε μέσω του Μάρκου Βαμβακάρη, εκείνος που τον είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ ήταν ο Σμυρνιός Ευάγγελος Παπάζογλου. Εκ των υστέρων, βέβαια, δεν μπορούμε να μιλάμε για επιρροές. Το έργο του ξεχώρισε, μεταφέροντας μια ολότελα προσωπική του άποψη στον ρυθμό και στη στιχουργική.

Με τους τεκέδες της εποχής δεν είχε πολλά πάρε-δώσε ο Τσιτσάνης, καθώς ήταν απαγορευτική για την υγεία του η εκεί παρουσία του. Μία χρόνια επιπεφυκίτιδα που τον βασάνιζε επιδεινωνόταν από τις λάμπες Λουξ που χρησιμοποιούσαν, μια και δεν είχαν ακόμη ηλεκτρικό. Ο ίδιος θα πει σε συνέντευξή του: «Έπαιξα μόνο σε έναν τεκέ, τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Είναι αλήθεια ότι άλλοι συνάδελφοί μου τελειοποίησαν το παίξιμό τους μέσα σε τέτοιους χώρους». Ωστόσο, εντυπωσιασμένος από την κοινωνική και ψυχολογική διάσταση της χρήσης του χασίς, καθώς και από τις μνήμες από τις φυλακές των Τρικάλων, θα γράψει το 1942 το θρυλικό «Όταν συμβεί στα πέριξ (Της μαστούρας ο σκοπός)», ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, με τις φωνές του Στράτου Παγιουμτζή και του Στέλιου Κηρομύτη στην πρώτη ηχογράφηση το '46.

Στα 22 του, τη χρονιά δηλαδή που έρχεται στην Αθήνα, καταφέρνει να εκδώσει στην Odeon το πρώτο του τραγούδι παρόμοιας θεματικής, το «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε», για να ακολουθήσει λίγο μετά, κατόπιν παραγγελίας από την ίδια εταιρεία, το «Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα» με τη φωνή του Βαμβακάρη. Είναι ξεκάθαρο πια πως δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η Νομική και το μόνο που ονειρεύεται είναι να γίνει γνωστός και να αγαπηθούν οι δημιουργίες του. Η μεταξική δικτατορία απαγορεύει τους λούμπεν στίχους του ρεμπέτικου, αλλά εκείνος δεν πτοείται. Φτιάχνει τραγούδια ασταμάτητα. Ενδεικτικοί τίτλοι της πρώτης περιόδου του: «Είμαι παιδάκι με ψυχή», «Με σπανιόλικες χαβάγιες», «Ξελογιάστρα». Κι όταν τα πράγματα θα βαρύνουν με την απαγόρευση κάθε έκφρασης πόνου της εργατικής τάξης με το τραγούδι, εκείνος θα καταθέσει την «Αρχόντισσα». Το τραγούδι αυτό, ένα αριστούργημα που πέρασε αναμφισβήτητα στην ιστορία, γράφτηκε το 1938 στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Τσιτσάνης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών, και ηχογραφήθηκε στην Κολούμπια, στην Αθήνα, με τις φωνές του Παγιουμτζή και του Στελλάκη Περπινιάδη. Ήταν τέτοια η απήχηση της «Αρχόντισσας», ώστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό, «όλες οι λατέρνες, οι ρομβίες, από το Κολωνάκι μέχρι την τελευταία γειτονιά, έπαιζαν το τραγούδι». Έχει σημασία να αναφέρουμε ακόμη πως με την «Αρχόντισσα» ο Τσιτσάνης φανέρωσε ένα υψηλού επιπέδου στιχουργικό ταλέντο: οι δημιουργίες του δεν ήταν φτιαγμένες από στιχάκια της στιγμής –όχι ότι αυτό, φυσικά, δεν γέννησε μεγάλα τραγούδια μέσα στην ιστορία της λαϊκής τέχνης– αλλά από τον πόνο ή τη χαρά κάποιου άλλου που βίωσε τα συναισθήματα αυτά και του τα μετέφερε με κάποιον τρόπο. Έτσι, η «Αρχόντισσα» ήταν υπαρκτό πρόσωπο και πίσω από τον απεγνωσμένο έρωτα, για τον οποίο μιλά το τραγούδι, κρυβόταν η Ελίζα, μια υπερευαίσθητη νεαρή χήρα που κατάντησε αλκοολική και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1941. Εδώ που τα λέμε, για να είμαστε ακριβείς, ολόκληρο βιβλίο θα γραφόταν αποκλειστικά με την ιστορία που υπάρχει πίσω από κάθε τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη!

Και πάλι, όμως, με ανοιχτές τις πόρτες της Κολούμπια πια, με τραγούδια σαν το «Θα πάω εκεί στην αραπιά (Μάγισσα της αραπιάς)», που εξάπτουν τη φαντασία ενός ολόκληρου λαού, ο Τσιτσάνης αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό και τις επιφυλάξεις των εταιρειών. «Άλλοι με σνόμπαραν και άλλοι με φοβόνταν. Πάντως όλοι μαζί με πολεμούσαν», θα δηλώσει πάλι σε κατοπινή του συνέντευξη. Δεν θα αργήσει, παρ' όλα αυτά, να γίνει αντιληπτή η συμβολή του στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού. Από την πρώτη περίοδο, από το 1922 και μετά, με κυρίαρχη τη Ρόζα Εσκενάζυ και τα σμυρναίικα τραγούδια της προσφυγιάς με ούτι και σαντούρι, μέχρι τη δεύτερη, την επόμενη δεκαετία, αυτήν του '30, με την ξακουστή Πειραϊκή Τετράδα, το μπουζούκι και τον μπαγλαμά, ο Βασίλης Τσιτσάνης, σαν ένα κίνημα από μόνος του, οριοθετεί την τρίτη σημαντική περίοδο, εμπλουτίζοντας με ταξίμια και γλυκές μελωδίες το μπουζούκι, βγάζοντας επίσης τη λαϊκή στιχουργική από την απλοϊκότητα του ρεμπέτικου και, βέβαια, καθιερώνοντας το ίδιο το μπουζούκι ως το εθνικό μουσικό όργανο όλων των Ελλήνων.

Ιδιαίτερα παραγωγικό είναι για τον Τσιτσάνη το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας στη Θεσσαλονίκη από τον Μάρτιο του 1938. Στην πόλη αυτή θα συνθέσει τα πιο μεγάλα τραγούδια του, ηχογραφώντας τα στην Αθήνα και παραβιάζοντας συχνά τις άδειες, θα γνωριστεί με τον Χαρίλαο Φλωράκη, ο οποίος υπηρετούσε στο ίδιο τάγμα, αλλά θα συναντηθεί και με τη 18χρονη Ζωή Σαμαρά, τη γυναίκα της ζωής του και μητέρα του Κωστή και της Βικτωρίας, των δύο παιδιών του. Χαρακτηριστική της αισθητικής περί τέχνης του Τσιτσάνη είναι και η μαρτυρία-μνήμη της κόρης του Βικτωρίας: «Κάποτε η μητέρα μου τον παρακάλεσε να πάνε να δούνε μαζί τον "Δράκουλα", που ήταν δύο βήματα από το σπίτι μας και που σαν έργο είχε κάνει μεγάλο θόρυβο. Κάθισε δέκα λεπτά κι έφυγε. "Δεν είμαι εγώ για τέτοια" είπε...». Κάτι παρεμφερές δεν είχε σημειώσει και ο μεγάλος Αντρέι Ταρκόφσκι στο ημερολόγιό του, όταν βρέθηκε στην Ιταλία και τον πήγαν να δει μια ταινία με ζόμπι του Λούτσιο Φούλτσι; «Κάθισα δέκα λεπτά κι έφυγα. Ήταν αισχρή!»

Τον Οκτώβρη του 1940, μία μέρα πριν από την κήρυξη του πολέμου, ο Τσιτσάνης φωνογραφεί το τραγούδι «Μ' έναν κρυφό αναστεναγμό (Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ)» με τη φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη. Την επομένη κιόλας επιστρατεύεται στην πρώτη γραμμή ως τηλεγραφητής, έχοντας φροντίσει πρώτα για την εγκατάσταση της Ζωής στα Τρίκαλα, κοντά στη μητέρα του. Επιστρέφει τραυματίας μετά από έξι μήνες και βλέπει το πατρικό του κατεστραμμένο από τους όλμους των Γερμανών. Παίρνει τη γυναίκα του, ξαναπάνε στη Θεσσαλονίκη, στους δικούς της, και μια Κυριακή παντρεύονται στον Άγιο Λευτέρη. Κουμπάρος στον γάμο ο Διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης, Νικόλαος Μουσχουντής, προσωπικός φίλος του γαμπρού και λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Με τη βοήθεια του πεθερού του θα ανοίξει εκεί το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης», το «βασίλειό» του, απ' το οποίο περνούν «πλούσιοι και φτωχοί», οι τακτικοί θαμώνες του.

Η γυναίκα της ζωής του Ζωή Σαμαρά και μητέρα του Κωστή και της Βικτωρίας, των δύο παιδιών του

 

Τα χρόνια της Κατοχής είναι δύσκολα. Μέσα στο «Ουζερί Τσιτσάνης» το 1943 ο δημιουργός γράφει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τραγούδι-σήμα κατατεθέν όχι μόνο του ίδιου, αλλά και ολόκληρου του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» φωνογραφείται πέντε χρόνια μετά τη σύνθεσή της με τις φωνές της Σωτηρίας Μπέλλου και του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Υπήρχε μια παραφιλολογία, βέβαια, για το ποιος έγραψε τους στίχους του τραγουδιού – παραφιλολογία που κράτησε μέχρι το 2004! Ο Τσιτσάνης, σε συνεντεύξεις του μέσα στα χρόνια στον Γιώργο Λιάνη, στον Κώστα Χατζηδουλή και στον Στάθη Gauntlett, δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την πατρότητα του τραγουδιού, αναφερόμενος στον θάνατο ενός νέου ανθρώπου μπροστά στα μάτια του μια βαριά χειμωνιάτικη νύχτα εν μέσω Κατοχής, που τον ώθησε να πάρει χαρτί και να βγάλει από μέσα του ό,τι τον έπνιγε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όμως, μια μαρτυρία του παλιού του συνεργάτη, του Αλέκου Γκούβερη, στον Τάσο Σχορέλη, συγγραφέα της τετράτομης «Ρεμπέτικης Ανθολογίας», έρχεται να διαψεύσει τον Τσιτσάνη: καμία σχέση με νεκρά παλικάρια, αίματα στα χιόνια και Κατοχή... Οι στίχοι είχαν γραφτεί από τον Γκούβερη ύστερα από μια ήττα της ποδοσφαιρικής ομάδας Α.Ε. Λαρίσης και απλώς δόθηκαν στον Τσιτσάνη, ο οποίος διόρθωσε το πρώτο τετράστιχο! Ο ίδιος ο Τσιτσάνης δεν απάντησε τότε, αν και λίγο αργότερα, σε μια εκ νέου συνέντευξή του στον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη, παραδέχτηκε πως οι στίχοι είχαν γραφτεί, πράγματι, σε συνεργασία με τον Γκούβερη.

Και φτάνουμε στο 2004, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Ταχυδρόμος» για τα 20χρονα από τον θάνατο του Τσιτσάνη, όπου ο Χατζηδουλής καταθέτει δύο καινούργια και άκρως διαφωτιστικά στοιχεία, διαψεύδοντας τον Σχορέλη, ο οποίος δεν συμπαθούσε τον συνθέτη. Το ένα ήταν ότι το 1943 που γράφτηκε η «Συννεφιασμένη Κυριακή», η Α.Ε. Λαρίσης δεν υφίστατο καν ως ομάδα και το άλλο ότι υπάρχει δημοσιευμένη δήλωση του Γκούβερη από τις 17 Σεπτεμβρίου του 1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος συνέβαλε στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός μόνο κουπλέ. Γεγονός είναι, ωστόσο, πως η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ταλαιπώρησε συνθετικά τον Τσιτσάνη ως προς τη μελωδία της, αλλά τον δικαίωσε η αγάπη και η αποδοχή της από όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Με το τέλος του πολέμου ο Τσιτσάνης με τη γυναίκα του και την τετράχρονη κόρη τους εγκαθίστανται στην Αθήνα, σε ένα άνετο σπίτι, στις Τρεις Γέφυρες. Η οικονομική τους κατάσταση καλυτερεύει, αφού όλες οι εταιρείες επιθυμούν τη συνεργασία του, κι εκείνος δεν προλαβαίνει να ηχογραφεί ό,τι συνέθεσε μέσα στην Κατοχή. Ο «Μάριος» στην Ομόνοια γίνεται το νέο του στέκι και οι πάντες συρρέουν για να ακούσουν τα τραγούδια του – οι ίδιοι που σχεδόν μια δεκαετία πριν αντιμετώπιζαν με σνομπισμό τη δουλειά του. Σύντομα, προτού ακόμη ξεθωριάσουν οι μνήμες του πολέμου, ξεσπά ο Εμφύλιος, μια θλιβερή, όσο και εξαιρετικά παραγωγική ιστορική περίοδος για τον Τσιτσάνη. Φωνογραφεί το «Μην απελπίζεσαι (Κάνε λιγάκι υπομονή)» στις 11 Νοεμβρίου του 1948 με τη Σωτηρία Μπέλλου, το οποίο αφενός γίνεται τραγούδι-σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου, αφετέρου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «απαγορευμένων ασμάτων» της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, προκειμένου να προστατευτούν «η θρησκεία, η πατρίδα, η ηθική και τα ελληνικά ήθη και έθιμα». Στον ίδιο κατάλογο είχε μπει, άλλωστε, και το άλλο συγκλονιστικό τραγούδι του για τον Εμφύλιο, το «Κάποια μάνα αναστενάζει», ηχογραφημένο έναν χρόνο πριν, το '47, με τις φωνές της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη. Ενδεικτική τού πόσο αντιπροσωπευτικό υπήρξε για την περίοδο του Εμφυλίου στη χώρα μας το τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή» είναι η χρήση του στον κινηματογραφικό «Θίασο» (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου ως εικονοποίηση του έτους 1951.

Μετά το τέλος και του Εμφυλίου, οπότε το ρεμπέτικο «απελευθερώνεται» και οι συνθέτες μπορούν να γράφουν ανενόχλητοι για κοινωνικά θέματα, ο Τσιτσάνης είναι το κατεξοχήν λαϊκό είδωλο. Καταθέτει τα αριστουργήματά του, «Αχάριστη» και «Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη», ενώ η «Συννεφιασμένη Κυριακή» γίνεται μουσικό σήμα σε ραδιοφωνική εκπομπή για το λαϊκό τραγούδι. Ξεκινά τις εμφανίσεις του στα κέντρα Ροσινιόλ, Φαληρικόν, Τριάνα του Χειλά αλλά και σε κινηματογραφικές ταινίες της εποχής. Συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι και τα μπουζούκια του φιγουράρουν στους τίτλους της «Στέλλας» (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη και του «Δράκου» (1956) του Νίκου Κούνδουρου. Η ζωή του μοιράζεται μεταξύ στούντιο και μαγαζιών, γίνεται τελειομανής με το μπουζούκι, την κιθάρα και τον μπαγλαμά του, μην αφήνοντας κανέναν άλλο να παίξει τις συγχορδίες του. Το ρεμπέτικο πια έχει βγει από το περιθώριο και ανάγεται σε λαϊκή διασκέδαση, χωρισμένο σε ό,τι είναι μέχρι σήμερα το λαϊκό τραγούδι: ζεϊμπέκικα, χασάπικα και τσιφτετέλια. Ένα από τα χασάπικά του, το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» γίνεται επιτυχία μεγάλη με τη φωνή της Μαρίκας Νίνου.

 

Η Μαρίκα Νίνου, πρώην ακροβάτισσα και τραγουδίστρια που ξεκίνησε δισκογραφικά με τον Μανώλη Χιώτη, έμελλε να ταυτιστεί με τον Τσιτσάνη στο πάλκο, στου «Τζίμη του Χοντρού», κυρίως και στη δισκογραφία. Αν και δεν κράτησε πολύ η συνεργασία του Τσιτσάνη με το «Μαρικάκι», όπως την έλεγε (έφυγε στο εξωτερικό, μα δεν έμεινε πολύ, καθώς επέστρεψε με καρκίνο της μήτρας και πέθανε στα 36 της τον Φεβρουάριο του 1957), μαζί σφράγισαν μια ολόκληρη εποχή με θρυλικές ηχογραφήσεις σαν τη «Σεράχ», τα «Καβουράκια», τη «Ζαΐρα» και το «Γεννήθηκα για να πονώ». Πρώτη φορά η Νίνου ανέβηκε στο πάλκο δίπλα στον Τσιτσάνη τον Δεκέμβρη του 1949, υποσκελίζοντας την προκάτοχό της, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η οποία λέγεται πώς δεν έκανε τα «τσαλιμάκια» που ήθελαν τόσο ο Τσιτσάνης όσο και ο Τζίμης ο Χοντρός για το πρόγραμμά τους. Στο ίδιο μαγαζί ο Τσιτσάνης συνεργάστηκε και με τη Σωτηρία Μπέλλου, την οποία σεβόταν και εκτιμούσε ως το τέλος, παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες τους. Διόλου τυχαίο που 25 χρόνια μετά θα ξαναβρίσκονταν στο Χάραμα, χαρίζοντας νύχτες ιστορικής σημασίας στο κοινό του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, από του Τζίμη του Χοντρού πέρασε σύσσωμη η διανόηση των Αθηνών: Ο Τσαρούχης, ο Μινωτής, ο Κούνδουρος, ο Καμπανέλλης, ο Χατζιδάκις και, φυσικά, ο Μίκης Θεοδωράκης, που θα πει λίγα χρόνια μετά για τον Τσιτσάνη και εκείνη την περίοδο: «Θα 'θελα να 'μαι ένας ταπεινός μαθητής του. Ο Τσιτσάνης είναι ο Θεόφιλος της λαϊκής μας μουσικής».

Ξεκινά η περίφημη «ινδική εισβολή» στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι και οι εταιρείες ρίχνουν σωρηδόν στην αγορά τραγούδια κλαψιάρικα και μίζερα που αγκαλιάζονται από τη μάζα, με την ίδια απήχηση που τότε, και λίγο αργότερα, είχαν επίσης οι κινηματογραφικές ταινίες «μελό για όλη την οικογένεια». Το λαϊκό τραγούδι πρωτότυπων δημιουργών σαν τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου παραγκωνίζεται και ο Τσιτσάνης είναι εκείνος που τα βάζει με ένα ολόκληρο σύστημα. Αναφερόμενος στην «προχειρότητα» των συναδέλφων του που ξεπατικώνουν ινδικές μελωδίες, θα δηλώσει χρόνια μετά στον Χατζηδουλή: «Εκείνο που με πείραξε περισσότερο ήταν πως ποτέ κανείς δεν κατήγγειλε, δεν δίωξε αυτούς που έκαναν λεφτά με ξένα κόλλυβα. Αυτούς που έκλεψαν ξένη μουσική και την πέρασαν για δικά τους σουξέ...». Λέγεται πως εκείνο το διάστημα ήταν ιδιαίτερα μελαγχολικό για τον Τσιτσάνη, που πρώτος αντιλήφθηκε τη μουσική κλοπή από το εξωτερικό και δέχτηκε έως και προσβολές σαν φώναξε στις εφημερίδες για το κατάντημα των εταιρειών. Μοναδικός φίλος και αρωγός του σ' αυτό τον αγώνα κατά της «ινδικής εισβολής» ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο «Φίλιππας κι ο Ναθαναήλ» τους φώναζαν κι αυτοί έγιναν κιόλας κουμπάροι – ο Τσιτσάνης πάντρεψε το πρώτο παιδί του Παπαϊωάννου. Τους χώρισε μόνο ο πρόωρος θάνατος του Παπαϊωάννου από αυτοκινητικό δυστύχημα τα ξημερώματα της 3ης Αυγούστου του 1972.

Τα ινδοτράγουδα φεύγουν με την είσοδο στη δεκαετία του 1960. Εμφανίζονται σιγά-σιγά οι καινούργιοι συνθέτες, οι «μορφωμένοι», που σέβονται απεριόριστα τους παλιούς λαϊκούς δημιουργούς και μοιάζουν αρκετά επηρεασμένοι από αυτούς. Ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και, φυσικά, το δίπολο «Μάνος Χατζιδάκις - Μίκης Θεοδωράκης», που προϋπήρχε. Όλοι τους ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του μπουζουκιού και αγαπούσαν ιδιαιτέρως τον Τσιτσάνη. Το έθνος περνάει σαφώς καλύτερες μέρες, η τεχνολογία προοδεύει και στα νυχτερινά μαγαζιά, μαζί με τα λουλούδια, τα σπασίματα και τη «χαρτούρα», προοδεύει και η τεχνολογία. Ο κόσμος έχει ξεχάσει τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, παρόλο που πολιτικά η ατμόσφαιρα μυρίζει και πάλι μπαρούτι. Χαρακτηριστική της δυσκολίας του Τσιτσάνη να προσαρμοστεί στη νέα αυτή κατάσταση είναι η εξομολόγησή του: «Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με το κέρδος αν θέλει να δημιουργήσει». Είναι όμως και η περίοδος της καθολικής αποδοχής του: περισσότερα από χίλια τραγούδια μέχρι την ηλικία των πενήντα ετών που έχει φτάσει – ένα ιλιγγιώδες υλικό που θα εξωθήσει τον Γιάννη Τσαρούχη να κάνει την παροιμιώδη δήλωση: «Ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό». Ο σουρεαλιστής ποιητής και εικαστικός Νίκος Εγγονόπουλος, ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου, ο πολυσχιδής Μίνως Αργυράκης, οι συγγραφείς Βασίλης Βασιλικός και Κώστας Ταχτσής και ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη Ντίνος Χριστιανόπουλος πλέκουν το εγκώμιό του σε συνεντεύξεις και κείμενά τους. Σε τούτο το αφιέρωμα, ωστόσο, προτιμώ να ανασύρω φράσεις από την αυτοβιογραφία του γνωστού και ως μεγάλου χιουμορίστα Γιάννη Παπαϊωάννου για τον φίλο, συνάδελφο και κουμπάρο του: «Ο Τσιτσάνης είναι νερό από την πηγή και όχι από την Ούλεν...».

Τη δεκαετία του 1970, δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη στο Χάραμα τραγουδούν, κάνοντας τα περάσματά τους, οι μεγαλύτερες νεότερες γυναικείες φωνές της Ελλάδας: η Βίκυ Μοσχολιού, η Χάρις Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, η Μαρίζα Κωχ, η Τάνια Τσανακλίδου, η Αλεξάνδρα. Με κάποιες συνεργάζεται και στη δισκογραφία, όπως με τη Γαλάνη, ενώ τελευταία στενή συνεργάτιδά του είναι η Χαρούλα Λαμπράκη. Από το Χάραμα περνούν οι πάντες για να τον ακούσουν και να τον δουν στο πάλκο, ηθοποιοί σαν το ζεύγος Παπαμιχαήλ - Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τη Μελίνα Μερκούρη, όπως και μεγάλες ξένες προσωπικότητες, σαν τη Ρόμι Σνάιντερ και τον Έντι Κονσταντίν.

Το ζεύγος Βουλιουκλάκη-Παπαμιχαήλ στο "Χάραμα"

Και η Βίκυ Μοσχολιού πέρασε μαζί του μια σεζόν

Η Ρόμι Σνάιντερ τραγουδάει Τσιτσάνη

Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Ο Μίκης Θεοδωράκης παίρνει την πρωτοβουλία και οι τέσσερις μεγαλύτεροι δήμοι του Πειραιά (Νίκαια, Δραπετσώνα, Κορυδαλλός και Κερατσίνι) τον τιμούν στο Κατράκειο Θέατρο, απονέμοντάς του μετάλλιο για την προσφορά του στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Από κει και το σωσμένο οπτικοακουστικό ντοκουμέντο με τον Τσιτσάνη και τον Θεοδωράκη σε ένα ορμητικό ντουέτο στο εμφυλιακό του τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει». Τον Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, κάνει μια αιμόπτυση. Ανεβαίνει για τελευταία φορά στο πάλκο στις 21 Δεκεμβρίου. Η κόρη του Βικτωρία τον πείθει να αναχωρήσουν για το Λονδίνο μετά το τέλος των γιορτών. Οι γιατροί τον βάζουν εσπευσμένα στο χειρουργείο, παρουσία της κόρης του. Πέντε μέρες μετά την επέμβαση δεν αισθάνεται καλά και ρωτά τον γιατρό τι συμβαίνει. Ο λόγος στη Βικτωρία Τσιτσάνη: «Ο γιατρός, όπως γίνεται στο εξωτερικό, του απάντησε ωμά: "Μα, σας αφαιρέσαμε ένα κομμάτι από τον πνεύμονα. Είναι φυσικό να αισθάνεστε έτσι". Γύρισε και με κοίταξε με εκείνα τα πελώρια μάτια του, που φάνταζαν πιο μεγάλα έτσι που 'χε αδυνατίσει. "Είναι αλήθεια, Βικτωρία;" Προσπάθησα να διασκεδάσω τη στιγμή λέγοντας πως επρόκειτο για κύστη. Δεν με πίστεψε, αλλά και δεν ξαναρώτησε τίποτα. Ούτε μίλησε, ούτε ζήτησε να φάει. Κλείστηκε στον εαυτό του. Οι γιατροί είπαν πως έπαθε ξαφνικό μαρασμό. Ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας δεν αντέδρασε σε κάτι που τον βρήκε. Γιατί δεν άντεχε την αρρώστια. Δεν άντεχε τη σκέψη πως θα πεθάνει...»

Επτά μέρες μετά την εγχείριση, ο Βασίλης Τσιτσάνης πεθαίνει στο δωμάτιο του λονδρέζικου νοσοκομείου στις 18 Ιανουαρίου του 1984, την ίδια μέρα που γεννήθηκε. Η σορός του μεταφέρεται στην Αθήνα και η είδηση του θανάτου του κάνει τον γύρο του κόσμου. Οι γαλλικές εφημερίδες θα γράψουν, μεταξύ άλλων: «Για τον λαό του είναι πάνω και από βασιλιάς, είναι ένα σύμβολο. Χωρίς αυτόν η ελληνική μουσική δεν θα ήταν ποτέ αυτό που είναι σήμερα».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μίκης Θεοδωράκης τραγουδάνε μαζί το "Κάποια μάνα αναστενάζει" σε βραδιά αφιερωμένη στον Βασίλη Τσιτσάνη στον Κόκκινο Βράχο (Νταμάρια) της Νίκαιας τον Αύγουστο του 1983. (Aρχείο: Θανάση Γιώγλου)

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη δεν έχει σταματήσει να ανακαλύπτεται και να διασκευάζεται από μεταγενέστερούς του, ακόμη και από πιο σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει Έλληνας τραγουδιστής που να μην έχει τραγουδήσει τον Τσιτσάνη, έστω και αν προέρχεται από τελείως διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Ενδεικτικά, αναφέρω τις live ηχογραφήσεις των τραγουδιών του, τα «Λιμάνια» με την Έλλη Πασπαλά, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» με τη Μαρία Φαραντούρη και τα «Για κοίτα, κόσμε, ένα κορμί» και «Απόψε κάνεις μπαμ» με τους αδερφούς Κατσιμίχα, πολλά κομμάτια του από τον δίσκο «Ζεϊμπέκικο - Λαϊκές προσευχές» της Νένας Βενετσάνου, την μπλουζ-ροκ διασκευή του Σπύρου Σούκη στη «Μάγισσα της αραπιάς», την εργασία των Imam Baildi πάνω σε συνθέσεις του και, φυσικά, ολόκληρο το άλμπουμ του Vassilikos, «Sunday Cloudy Sunday», που ερμήνευσε το υλικό του Τσιτσάνη σε αμιγώς ηλεκτρονικά ηχοτοπία. Όπως είχε δηλώσει η Μαρίζα Κωχ, που επίσης ηχογράφησε πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη: «Αν είσαι τραγουδιστής, λέγοντας τα τραγούδια του, μεθάς, αποκτάς συνείδηση του ιδιαίτερου βάρους που έχει η τέχνη σου σ' αυτήν τη χώρα. Αν είσαι ακροατής των τραγουδιών του Τσιτσάνη, χορεύεις, αφού δεν μπορείς να πετάξεις». 

lifo.gr