Όταν η δημοσιογράφος Ελένη Σταματούκου από το Balkan Insight μου παρουσίασε πρόσφατα την πρώτη έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για το #metoo στην ελληνική δημοσιογραφία και δημοσιοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, απόρησα. Διερωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν να μην έχει προκαλέσει ανάλογο θόρυβο με αυτόν που προκλήθηκε στο χώρο του αθλητισμού και του θεάτρου.
«Στείλαμε ερωτήσεις σε περίπου 60 μικρά και μεγάλα ελληνικά ΜΜΕ. Μας απάντησαν μόνο 11 μέσα. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Κάποια μέσα μας είπαν ότι κάνουμε λάθος έρευνα καθώς δεν υπάρχουν περιστατικά κακοποίησης στα ΜΜΕ, άλλοι θεώρησαν τις ερωτήσεις εξωπραγματικές. Να σημειώσω εδώ, ότι οι ερωτήσεις ήταν κοινές για όλα τα ΜΜΕ. Κάποια ΜΜΕ «διαμαρτυρήθηκαν» ότι δεν μπορούμε να βάζουμε στο ίδιο καζάνι τους μεγάλους και τους μικρούς οργανισμούς. Ωστόσο, όπως έδειξε η έρευνα η κακοποίηση και η παρενόχληση δεν κάνει διακρίσεις», αναφέρει στην Deutsche Welle η Ελένη Σταματούκου, η οποία είχε την πρωτοβουλία της έρευνας με τον τίτλο «Κώδικας Σιωπής: Φόβος, Στίγμα και Παρενόχληση των Ελληνίδων Δημοσιογράφων».
Τι έδειξε η έρευνα - Το 51% των θυτών είναι ιεραρχικά ανώτεροι
Σύμφωνα με την έρευνα:
- το 43% των ερωτηθέντων υπήρξε θύμα περιστατικών σεξουαλικής φύσης,
- το 35% δέχτηκε λεκτική παρενόχληση,
- το 81% αντιμετώπισε τα περιστατικά εντός της εργασίας, με το 51% των θυτών να είναι ιεραρχικά ανώτεροι. _
Το 53,8% των θυμάτων δεν ανέφερε το περιστατικό από φόβο ότι δεν θα έχει υποστήριξη.
Τα δυο τρίτα των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι στα μέσα όπου εργάζονται δεν υπάρχουν διαδικασίες, οι οποίες να στηρίζουν τους εργαζόμενους ώστε να προβούν σε καταγγελίες.
Στην έρευνα απάντησαν τελικά γύρω στα 40 άτομα, εκ των οποίων το 92% ήταν γυναίκες. Στην ερώτηση της DW εάν το BIRN (Balkan Investigative Reporting Network) γνωρίζει πόσοι είναι οι εργαζόμενοι στο χώρο της δημοσιογραφίας και γιατί οι 40 άνθρωποι που τελικά απάντησαν, μπορούν να αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα, η Ελένη Σταματούκου μας επισημαίνει ότι απευθύνθηκαν παντού, σε ΜΜΕ αλλά και συνδικαλιστικούς φορείς και το σημαντικό είναι ότι πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια καταγραφής του φαινομένου.
Σεξ και δημοσιογραφία - «Τα γόνατά σου θα πρέπει να βγάλουν κάλους από τα τσιμπoύ@@@»
Ο φόβος και ο στιγματισμός είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα ως αποτρεπτικός παράγοντας στη δημοσιοποίηση των περιστατικών. Όσοι και όσες κινούμαστε στο χώρο αυτό, γνωρίζουμε ότι τα σεξιστικά σχόλια, η λεκτική και ψυχολογική κακοποίηση αλλά και σε ακραίες περιπτώσεις η άσκηση σωματικής βίας ή οι απειλές δεν αποτελούν φαντασιοπληξίες.
Η Δ. σπάει τη σιωπή της μετά από πολλά χρόνια και μιλάει αποκλειστικά στην Deutsche Welle. Θυμάται πως μπαίνοντας πολύ νέα και με πολύ ενθουσιασμό στο επάγγελμα γιατί της άρεσε να γράφει, ένα από τα πρώτα σχόλια που άκουσε από τον διευθυντή της ήταν: «Ακού να δεις κοριτσάκι, αν θέλεις να προχωρήσεις σε αυτή τη δουλειά, τα γόνατά σου θα πρέπει να βγάλουν κάλους από τα τσιμπoύ@@@», κάνοντας παράλληλα μια ανάλογη κίνηση με το χέρι του.
Η νεαρή κοπέλα έπαθε σοκ, σάστισε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει γιατί εκείνη του μιλούσε στον πληθυντικό. Η Δ. μας λέει πως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε πολλά μέσα ήταν προσβλητική. «Εμείς μεγαλώσαμε σε μία δημοσιογραφία όπου εσύ έγραφες και μετά σου έπαιρνε ο άλλος το χαρτί, το τσαλακώνε και σου έλεγε ‘Δεν είναι θέμα αυτό’...Τι είναι αυτό που μου φέρνεις; Τίποτα. .. Είσαι ένα τίποτα». Κάποια άλλη στιγμή ένας άλλος προϊστάμενος «που είχε πολλές δουλειές και δεν τις προλάβαινε όλες», της πρότεινε συνεργασία. Να του βρίσκει η Δ. ειδήσεις, εκείνος να βάζει το ονομά του και να της δίνει κάποια χρήματα. Δέχθηκε, αλλά στη συνέχεια εκείνος της ζητούσε πολύ περισσότερα ανταλλάγματα για την «ευκαιρία»...όπως την αποκαλούσε, που της έδωσε. Εκείνη δεν ενέδωσε ποτέ και έτσι αναγκάστηκε να φύγει.
Ο υπουργός, οι ερωτογενείς ζώνες και η περίπτωση του αυνανισμού
Η Ε. έχοντας και αυτή πολλά χρόνια στη δημοσιογραφία, μας επισημαίνει πως στην πορεία της καριέρας της συνταντούσε γύρω της μια σεξιστική ατμόσφαιρα. «Κάποια στιγμή αυτό γινόταν αρκετά συχνά και κατάλαβα ότι πρέπει να μάθω να ζω με αυτό. Με στεναχωρούσε και ένιωθα ότι με υποτιμούσε πάρα πολλές φορές. Ένιωθα ότι πολλές φορές με έβλεπαν και σαν σεξουαλικό αντικείμενο ή σαν μια γυναίκα χαζή. Δεν ενδιαφερόντουσαν πάρα πολύ να δουν τη δουλειά σου. Υπήρχε και ένας σωβινισμός μέσα στη δουλειά. Πάρα πολλές φορές, σε πάρα πολλά μέσα, έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη οι άντρες διευθυντές σε άντρες αρχισυντάκτες, στους άντρες γενικότερα».
Η ίδια μέχρι σήμερα αντιμετώπισε και τρία ακραία περιστατικά. Όχι με δημοσιογράφους αλλά με πολιτικούς στο πλαίσιο όμως της δουλειά της, όταν πήγε να πάρει συνέντευξη. «Δύο φορές χρειάστηκε να παλέψω για να βγω από το γραφείο. Δεν μου την έπεσαν απλώς. Να με πιάνει, να προσπαθεί να με σπρώξει στον τοίχο, να με πιέζει, να προσπαθεί να με αγγίξει. Ναι, όλα αυτά τα πράγματα δύο φορές και πάρα πολύ έντονα. Οι δύο φορές είναι που σου είπα ότι χρειάστηκε να παλέψω για να βγω από το γραφείο και η τρίτη φορά ήταν ένας πάρα πολύ χυδαίος υπουργός που πήγα εκεί για να μιλήσουμε για ένα θέμα. Και μου λέει: «'Ασε τώρα το θέμα και έλα τώρα να μιλήσουμε για τις ερωτογενείς ζώνες σου». Έτσι ακριβώς μου μίλησε. Όχι ότι του είχα δώσει κανένα δικαίωμα. Μπήκα μέσα, ούτε ήμουνα χαλαρή ούτε ξεκίνησα να αστειεύομαι. Τίποτα. Μπήκα πολύ σοβαρά για να κάνω τη δουλειά μου».
Η Ζ. επίσης με μεγάλη εμπειρία στο χώρο της δημοσιογραφίας, καταγγέλλει πως συνάδελφός της αυνανιζόταν συστηματικά μπροστά σε γυναίκες στο μέσο που για χρόνια εργαζόταν, όταν τις εύρισκε μόνες. Όταν η νεαρή τότε Ζ κατήγγειλε το περιστατικό που συνέβη στην ίδια, στους διευθυντές της, όχι μόνο δεν την υποστήριξαν αλλά γελούσαν και τη χλευάζαν λέγοντας «έλα μωρέ αυτός έτσι είναι». Ακόμη, η Ζ καταγγέλει πως αυτό που συνέβη στην ίδια, συνέβη σε πάρα πολλές γυναίκες συναδέλφους της. Επιπλέον ο εν λόγω συνάδελφος άγγιζε όποτε μπορούσε τις γυναίκες στα οπίσθια. Τον εν λόγω εργαζόμενο ποτέ κανείς δεν τον επέπληξε και δεν τον τιμώρησε.
Απειλές και εκβιασμοί ...
Η Θ. αν και η ίδια δεν είχε εμπερία άμεσης σεξουαλικής παρενόχλησης, δεν της είναι άγνωστα τα σεξιστικά αστεία όπως για παράδειγμα για την εμμηνόπαυση ή όπως λέει στην DW «καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά μου ήταν πολύ δύσκολο να το ορίσω». Δέχθηκε παρατηρήσεις για την εμφανισή της και μάλιστα κάποια στιγμή από γυναίκα προϊσταμένη που την παρότρυνε να προσέξει το ντυσιμό της διότι ήταν προκλητικό. Όσο για το εάν έχει ακούσει για θέματα παρενοχλήσεων, απαντά πως γνωρίζει άμεσα από συνεδέλφους της γυναίκες πως «έχουν δεχθεί σαφείς απειλές και εκβιασμούς ότι αν δεν βγουν και δεν κάνουν σεξ με προϊσταμένους τους, δεν θα ξαναδούν γυαλί ούτε ζωγραφιστό. Δεν θα ξαναβγούν στο φακό της τηλεόρασης».
Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε πάντως, ότι μέσα από τις συζητήσεις μας, οι συνομιλητές μας, επισήμαναν πως συχνά γυναίκες αλλά και άνδρες με αντάλλαγμα το σεξ επιδιώκουν να ανέλθουν. Σε αυτή την περίπτωση όμως υπάρχει συναίνεση και από τα δυο μέρη. Αποφασίζουν από κοινού πώς θα πράξουν. Το πρόβλημα προκύπτει από τη στιγμή που αυτός που ασκεί εξουσία προσβάλλει, μειώνει, υποτιμά με πράξεις ή παραλείψεις τον πιο αδύναμο χρησιμοποιώντας την ισχύ που του δίνει η θέση του για να επιβάλλει τη θελησή του.
Τα θύματα δεν ξέρουν που να απευθυνθούν
Τα τελευταία λίγα χρόνια όμως κάτι φαίνεται να αλλάζει και η ευαισθητοποίηση γύρω από το #metoo να συμβάλλει στην υιοθέτηση μιας πιο προσεκτικής συμπεριφοράς.
Η Λ. είναι μόλις 23 χρονών και διαθέτει ενάμιση χρόνο επαγγελματικής εμπειρίας. Στο χώρο που εργάζεται δεν έχει συναντήσει κάποιες σεξιστικές συμπεριφορές μόνο εργασιακή εκμετάλλευση,όπως λέει στην Deutsche Welle, «απλά γιατί είναι νεότερη». Ως φοιτήτρια πάντως χρειάστηκε να συνεργατεί για μια πανεπιστημιακή εργασία με έναν εργαζόμενο στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Εκείνος με αφορμή τη βοήθεια που προσέφερε, έγινε ιδιαίτερα φορτικός στην ίδια και σε φίλες της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λέγοντάς τους πως «ο χώρος χρειάζεται γνωριμίες, αλλιώς δεν μπορείς να προχωρήσεις και αυτός θα μπορούσε να βοηθήσει...». Εννοείται με κάποια ανταλλάγματα.
Κλείνοντας, ζητήσαμε τη γνώμη της κυρίας Δήμητρας Μαρή, η οποία είναι υποψήφια διδάκτορ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα διατριβής: «Σεξισμός και Δημόσιος Λόγος – Μιντιακές Αναπαραστάσεις του Ελληνικού MeToo». Καταρχάς μας επισημαίνει πόσο σημαντική είναι η σχετική έρευνα του BIRN δεδομένου ότι είναι μοναδική στο είδος της. Επίσης σχετικά με το γιατί δεν μιλούν τα θύματα, απαντά στην Deutsche Welle: «Το ότι τα θύματα δεν μιλούν για ό,τι έχουν υποστεί, δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική παρενόχληση δεν συμβαίνει – σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλαίσιο υποστήριξης. Αντίθετα, υπάρχει πλαίσιο συντήρησης της κουλτούρας σεξισμού και της λεγόμενης κουλτούρας βιασμού (rape culture) που δικαιολογεί και διαιωνίζει τέτοιου είδους καταχρηστικές συμπεριφορές. Οι κρατικές δαπάνες για το #metoo έχουν σύνθημα «Σπάμε τη Σιωπή», τοποθετώντας και πάλι την ευθύνη στα ίδια τα θύματα, να μιλήσουν και να ζητήσουν υποστήριξη. Ποια είναι ωστόσο η γραμμή του κοινωνικού κράτους ώστε να υπάρξει υποστήριξη στα θύματα; ...Πρέπει να γίνουν βήματα προς όλες τις κατευθύνσεις κυρίως από το κοινωνικό κράτος για να αντιμετωπιστεί η σεξουαλική βία σε όλα τα επίπεδα».
Τέλος, να αναφέρουμε πώς ζητήσαμε και την άποψη της ΕΣΗΕΑ. Παρόλο που μας υποσχέθηκαν ότι θα μας δώσουν στοιχεία σχετικά με το εάν έχουν γίνει καταγγελίες και εάν έχουν ληφθεί πρωτοβουλίες ώστε να δημιουργηθεί ένα ασφαλές και υποστηρικτικό πλαίσιο για τα θύματα, δεν πήραμε ποτέ απάντηση.
Απαξιωτικές και ενδεχομένως ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές υπάρχουν και στο χώρο της δημοσιογραφίας και οφείλουμε να συμβάλλουμε στην εξάλειψή τους διότι αυτή η κουλτούρα της καταχρηστικής άσκησης εξουσίας ή εν γένει της κακοποιητικής συμπεριφοράς θίγει κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου.
Πηγή: Deutsche Welle