Η μορφή της ομορφιάς και το σχήμα της ασχήμιας συμβάλουν στην παρουσίαση ενός θέματος μέσα από διάφορες οπτικές, καθώς και στην ανάπτυξη ενδιαφέρουσας διαλεκτικής. Ως ένα ζωντανό εργαστήρι ιδεών, δίνοντας έναυσμα για νέους προβληματισμούς και αναζητήσεις, αναδεικνύουν την υποκειμενικότητα της ομορφιάς και της ασχήμιας, την ιδιότυπη σχέση τους, τη σύγκρισή τους, την αντιθετική διαλεκτική σχέση της απόλυτης ομορφιάς… Την «παράξενη» ισορροπία όταν συχνά οι δύο αυτοί πόλοι μάχονται μεταξύ τους, και ο ένας υπερισχύει του άλλου ή κατά καιρούς ταυτίζονται… Τη συνεχή διαφοροποίηση των εννοιών του ωραίου και του άσχημου μέσα στην εξέλιξη της ιστορίας του κόσμου!
Όμως πώς μία φωτογραφία περιγράφει μια διαφημιστική ιστορία; Διερευνώντας καρέ-καρέ τη σχέση μεταξύ φωτογραφίας και διαφήμισης, παρουσιάζονται οι σκέψεις και ο προβληματισμός για τη σύγχρονη διαφήμιση, και -μέσα από ξεχωριστά case studies- μεταφέρονται στο κοινό οι εμπειρίες από την οργάνωση – υλοποίηση γνωστών και μη διαφημίσεων, πράγματα που καταδεικνύουν τον συσχετισμό της εκπαίδευσης με τον πολιτισμό, την τεχνολογική εξέλιξη και την εικαστική παιδεία.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Paul Rand, graphic designer, «η Τέχνη είναι μια ιδέα που βρήκε την τέλεια οπτική της έκφραση. Και design είναι το όχημα μέσω του οποίου, αυτή η έκφραση έγινε δυνατή. Η Τέχνη είναι ουσιαστικό, αλλά το design είναι και ουσιαστικό και επίθετο. Η Τέχνη είναι ένα προϊόν και το design μια διαδικασία. Το design είναι το θεμέλιο όλων των τεχνών».
Και ο Walter Gropius, ιδρυτής του Bauhaus συμπληρώνει πως «η κατευθυντήρια αρχή μας ήταν πως το design δεν είναι ούτε μια διανοητική, ούτε μια υλιστική υπόθεση, αλλά απλά ένα αναπόσπαστο μέρος του υλικού της ζωής, αναγκαίο για τον καθένα σε μια πολιτισμένη κοινωνία»,.
Ο Henri Cartier-Bresson, φωτογράφος, τονίζει πως «το να φωτογραφίζεις, σημαίνει να αναγνωρίζεις-ταυτόχρονα και μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου- τόσο το ίδιο το γεγονός, όσο και την αυστηρή οργάνωση των οπτικά αντιληπτών μορφών που του δίνουν νόημα. Είναι, σαν να βάζεις κάποιου το μυαλό, το μάτι και την καρδιά στον ίδιο άξονα».
Όσο για τα παιδιά, η τέχνη είναι ο δικός τους τρόπος να μας πουν «ευχαριστώ», «σ’ αγαπώ» ή «πρόσεξέ με». Η ζωγραφική είναι η γλώσσα που επιτρέπει στα παιδιά να εκφράζονται ελεύθερα, να στέλνουν μηνύματα και να επικοινωνούν μαζί μας με τους δικούς τους όρους. Ξέρουμε άραγε να τη «διαβάζουμε»;
Σπίτια με καναπέδες που καπνίζουν, ουράνια τόξα πάνω από μηλιές φορτωμένες με κατακόκκινα μήλα, παιδιά πιασμένα χέρι-χέρι που παίζουν ανέμελα… Η ζωή είναι μαγική στις ζωγραφιές των παιδιών. Τα παιδιά που βουτάνε τα δάχτυλα στις νερομπογιές, σκαλίζουν την υπογραφή τους σε μια άκρη του χαρτιού και μας κοιτούν με μάτια γεμάτα προσμονή μέχρι να ακουστεί το «μπράβο», συχνά εκφράζονται πιο εύγλωττα μέσα από τις ζωγραφιές τους απ’ ό,τι με την ομιλία. «Παρατηρήστε πόσο σοβαρό και συγκεντρωμένο είναι ένα παιδί όταν παίζει. Εκείνες τις στιγμές μεταμορφώνει τον κόσμο γύρω του. Δεν υποδύεται τη μητέρα της κούκλας ή τον οδηγό του τρένου, είναι η μητέρα ή ο οδηγός. Αν ο κόσμος μας αξίζει στο βαθμό που μπορούμε να τον αλλάξουμε, η ταύτιση του παιδιού με το ρόλο του είναι τόσο έντονη ώστε μεταμορφώνεται σε έναν ‘επαναστάτη’ της καθημερινότητας. Μια αντίστοιχη με το παιχνίδι λειτουργία επιτελεί και το παιδικό σχέδιο. Ακόμη και αν σχεδιάσει μια απλή μουτζούρα ή αφήσει ένα χρωματιστό δακτυλικό αποτύπωμα στο χαρτί, η πράξη αυτή λειτουργεί σαν μια γλώσσα. Μια γλώσσα που έχει ταυτόχρονα συναισθηματική αξία, καθώς επιτρέπει την έκφραση θυμού, οργής, χαράς, αλλά και γνωσιακή, αφού το παιδί ψηλαφεί, μορφοποιεί κι ανακαλύπτει τον κόσμο», εξηγεί η Καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου. Για τα παιδιά, η ικανότητά τους να εκφραστούν ζωγραφίζοντας, αντισταθμίζει τις ελλείψεις τους σε έναν κόσμο φτιαγμένο από «μεγάλους». Η σπουδαία ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό έγραψε πως «με το παιδικό σχέδιο αποκτάμε πρόσβαση στις φαντασιακές αναπαραστάσεις, στο συναισθηματισμό και στην εσωτερική συμπεριφορά του υποκειμένου. Με αυτόν τον τρόπο το ίδιο το σχέδιο μας βοηθά να προσανατολίσουμε τη συζήτησή μας με τα παιδιά». Μια ζωγραφιά λοιπόν μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα μιας συνομιλίας, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να καταλάβουμε καλύτερα τον ψυχισμό ενός παιδιού. Η Μέλανι Κλάιν από την άλλη, πρωτοπόρος της ψυχανάλυσης για παιδιά, συνέδεσε τη λειτουργία των παιδικών σχεδίων με αυτή των ονείρων, θεωρώντας πως και στα δύο συμμετέχει τόσο το συνειδητό όσο και το ασυνείδητο επίπεδο έκφρασης. Πώς μπορούν όμως οι ενήλικες να καταλάβουν τι λένε τα παιδιά τους όταν «μιλούν» με τους μαρκαδόρους μια ιδιαίτερη γλώσσα;
Αν η γραμματική και το συντακτικό μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε με τους γύρω μας, στην περίπτωση της ζωγραφικής ως «γλώσσας των παιδιών», οι κανόνες… δεν υπάρχουν. Γιατί κάθε παιδί αποτυπώνει στο χαρτί τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις του όπως τα βιώνει το ίδιο, στο δικό του εσωτερικό, ευαίσθητο κόσμο. Είμαστε καταδικασμένοι λοιπόν να χανόμαστε στη μετάφραση όταν κοιτάζουμε τα παιδικά σχέδια; Η Επίκουρη Καθηγήτρια Παιδαγωγικής, Ηρώ Μυλωνάκου-Κεκέ, αναλύει πως «παρόλο που κάθε παιδί εκφράζεται διαφορετικά όταν ζωγραφίζει, ανάλογα με την ηλικία και στο στάδιο ανάπτυξης, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στα παιδικά σχέδια. Για παράδειγμα, μέχρι την ηλικία των 3-4 ετών τα παιδιά περνούν το στάδιο του πειραματισμού, γι’ αυτό στα σχέδιά τους συναντάμε τυχαίες μουτζούρες ενώ, προς το τέλος της φάσης αυτής, το παιδί προσδίδει πια στα σχέδιά του ‘ταυτότητα’ κι αρχίζει να αποτυπώνει γενικές μορφές». Ακόμη λοιπόν και οι φαινομενικά άναρχες ζωγραφιές των παιδιών στα πρώτα στάδια της ζωής τους «έχουν μια αισθησιοκινητική σημασία. Μέσα από αυτές, μπορούμε να αντιληφθούμε τις εσωτερικές αναπαραστάσεις τους, την ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών, τις αντιληπτικές και κινητικές δεξιότητες, αλλά και τα εναύσματα του περιβάλλοντος ή την ικανότητα οπτικής μνήμης τους», συμπληρώνει η Φωτεινή Τσαλίκογλου.
Η ανάγκη μας να καταλάβουμε καλύτερα τα παιδιά, να τα ακούσουμε όταν τα ίδια δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να μιλήσουν, έστρεψε τους ειδικούς, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στη μελέτη των παιδικών σχεδίων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο ψυχολόγος Χελς συνέλαβε την ιδέα ενός τεστ με βάση τη ζωγραφική. Η ιδέα ήταν απλή: ζητώντας από ένα παιδί να ζωγραφίσει την οικογένειά του, χωρίς να του δώσει περαιτέρω οδηγίες, ο ειδικός μπορεί να αντιληφθεί τη σχέση του παιδιού με τον εαυτό του και με την οικογένειά του. «Μέσα από την κινητοποίηση του μηχανισμού της προβολής το παιδί ωθείται να εκφράσει ζωγραφίζοντας εμπειρίες που βίωσε μέσα στην οικογένειά του. Είτε αυτές είναι πραγματικές είτε φανταστικές», λέει η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Αν μέχρι σήμερα οι ζωγραφιές του παιδιού σας ήταν ένα όχημα για να ταξιδέψετε σε κόσμους ονειρικούς κι άφθαρτους, ήρθε η στιγμή να τις αντικρίσετε από μια διαφορετική οπτική γωνία. «Για να ‘διαβάσουμε’ τη σχεδιαστική απεικόνιση της οικογένειας παρατηρούμε κυρίως με ποιον τρόπο σχεδιάζονται τα μέλη κι αν υπάρχει κάποιο πρόσωπο που επενδύεται μέσα στο σχέδιο πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα -ή πολύ λιγότερο», εξηγεί η ίδια καθηγήτρια. Υπεραξιολογημένο είναι το πρόσωπο που κατέχει κεντρική θέση στο χώρο του σχεδίου, οι διαστάσεις του οποίου υπερτερούν σε σχέση με των υπολοίπων, όπως συχνά απεικονίζεται μια μητέρα ή ένας πατέρας δυσανάλογα ψηλοί, και είναι σχεδιασμένο με περισσότερες λεπτομέρειες από τα υπόλοιπα μέλη. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου επισημαίνει πως «το υπεραξιολογημένο πρόσωπο δεν συνιστά απόδειξη μιας θετικής ή αρνητικής σχέσης με το παιδί. Δείχνει όμως ότι το πρόσωπο αυτό αποτελεί για το παιδί πόλο έλξης του ενδιαφέροντος και των συναισθηματικών του επενδύσεων κι ενδεχομένως μοιράζεται μαζί του μια έντονη σχέση. Μπορεί το παιδί να βιώνει απέναντι σε αυτό το μέλος αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα αγάπης και μίσους, έλξης και απώθησης». Από την άλλη, μπορούμε να εντοπίσουμε στις παιδικές ζωγραφιές ένα μέλος του οποίου η απεικόνιση είναι υποβαθμισμένη σε σχέση με των υπολοίπων. Είναι το πρόσωπο που ζωγραφίζεται πάντα τελευταίο, κατέχει μια περιθωριακή θέση στο χώρο και οι διαστάσεις του είναι μικρότερες από εκείνες των υπόλοιπων μελών. Ένα μικροσκοπικό αδερφάκι, στριμωγμένο στην άκρη του χαρτιού, μια φιγούρα που σχεδιάζεται με λιγότερα χρώματα ή λεπτομέρειες από ό,τι οι υπόλοιπες είναι ενδεικτικές αποτυπώσεις του υποβαθμισμένου προσώπου. Κάποιες φορές ένα πρόσωπο ίσως δεν αναπαρίσταται καθόλου ενώ δεν είναι σπάνιο το υποβαθμισμένο πρόσωπο να είναι το ίδιο το παιδί.
Αν το παιδί ζωγραφίσει…τον εαυτό του κοντά σε κάποιο άλλο πρόσωπο, ίσως εκφράζει την επιθυμία του να βρίσκεται κοντά σε αυτό το πρόσωπο ή να λαμβάνει περισσότερη προσοχή από αυτό. Τον εαυτό του ανάμεσα στους γονείς, τότε μάλλον είναι ένα υπερπροστατευμένο παιδί ή ένα παιδί που επιζητά περισσότερη προσοχή από τους γονείς του. Τον εαυτό του μακριά από όλους τους άλλους, τότε ή νιώθει απομονωμένο από την ομάδα (ή ίσως και να το επιθυμεί) ή είναι συναισθηματικά συνεσταλμένο, αποθαρρυμένο και βιώνει την απόρριψη της οικογένειας. Τον εαυτό του με μεγάλο μέγεθος, τότε νιώθει δυνατό ή ενδεχομένως εκδηλώνει επιθετικότητα. Τον εαυτό του με μικρό μέγεθος, τότε μπορεί να βιώνει αισθήματα ασημαντότητας, ανεπάρκειας, ανικανότητας ή ανασφάλειας.
Τον εαυτό του υπερυψωμένο σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, υποδηλώνεται ο αγώνας για κυριαρχία και προσοχή. Αν σχεδιάσει ανυψωμένο κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του, αντιλαμβάνεται πως το πρόσωπο αυτό έχει ιδιαίτερη δύναμη ή κυριαρχία. Την οικογένειά του, παραλείποντας κάποιο μέλος, τότε μπορεί να αδυνατεί να εκφράσει άμεση εχθρότητα προς το πρόσωπο αυτό ή να του προξενεί άγχος και φόβο. Μεγάλα σε μήκος χέρια σε ένα από τα πρόσωπα της οικογένειας, τότε μπορεί να το θεωρεί ένα απορριπτόμενο ή απειλητικό άτομο. Αν ζωγραφίσει στον εαυτό του μεγάλα χέρια μπορεί το ίδιο να νιώθει απόρριψη ή να έχει ανάγκη για απομόνωση.
Βοηθήστε τα παιδιά να εκφραστούν. Κι αν αυτά είναι τα βασικά στοιχεία που αξιολογούν οι ειδικοί, οι ζωγραφιές των παιδιών μοιάζουν με μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τα συναισθήματα, τα όνειρα και τα τραύματά τους. Έντονα χρώματα, μικρά ή μεγάλα διαστήματα λευκού, οικογένειες πιασμένες από το χέρι ή φιγούρες που μαγειρεύουν, χορεύουν και βλέπουν τηλεόραση, είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που μπορεί να μεταφέρουν πληροφορίες για τον εσωτερικό πλούτο ενός παιδιού. Αρκεί να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην «εξόρυξή» του γιατί είναι ανεύθυνο και επικίνδυνο να πιστέψουμε πως με βάση μερικές ζωγραφιές ενός παιδιού, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το ίδιο και πως αντιμετωπίζει το περιβάλλον του. Οι ζωγραφιές είναι ένα συμπληρωματικό εργαλείο για τους ειδικούς, όταν καλούμαστε να αξιολογήσουμε την προσωπικότητα και τον συναισθηματικό κόσμο του. Πολλές φορές οι γονείς ανησυχούν γιατί το παιδί τους ζωγραφίζει μόνο με μαύρο μαρκαδόρο, ή γιατί ζωγραφίζει τον ευατό του απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα μέλη… Τις περισσότερες φορές ανησυχούν άδικα! Το μόνο που πρέπει να κάνουν οι γονείς είναι να ενθαρρύνουν το παιδί τους να ζωγραφίζει, να του παρέχουν όσα υλικά τούς ζητά και να το συντροφεύουν διακριτικά, δηλώνοντας με την παρουσία τους ότι είναι δίπλα του, αποφεύγοντας τις εικαστικές παρατηρήσεις ως άλλοι κριτικοί τέχνης!», συμβουλεύει η Ηρώ Μυλωνάκου-Κεκέ.
Στην εποχή των «μελανών» προβλέψεων, της «γκρίζας» καθημερινότητας και των «μαύρων» συναισθημάτων οι γραμμές των παιδικών χεριών μάς θυμίζουν πως πάντα υπάρχει χρόνος για στιγμές ξενοιασιάς. Ας σταθούμε δίπλα τους κι ας τα παροτρύνουμε να εκφραστούν δημιουργικά. Θα ανακαλύψουμε πως η ευτυχία ή οι οικογενειακοί δεσμοί πολλές φορές μπορούν να τροφοδοτηθούν με εργαλεία απλά… όπως ένα χρωματιστό, ξύλινο μολύβι ή ένα πινέλο.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.)
Tο kosmoslarissa.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Τα συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.