Η Τουρκία, υπό την καθοδήγηση ενός αυταρχικού, επικίνδυνου και ριψοκίνδυνου ηγέτη, βρυχάται.
Tου Δημήτρη Χριστόπουλου*
«ΤΗ ΔΙΕΝΕΞΗ, ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΔΙΕΝΕΞΗ, μπορεί να τη δημιουργήσει οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας, αμφισβητών το δίκιο σας. [...] Από τη στιγμή αυτή δημιουργείται πρόβλημα το οποίο δεν μπορείτε να αγνοήσετε. Είστε υποχρεωμένος να το αντιμετωπίσετε». Αυτά έλεγε στις 16 Μαρτίου 1978 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής σε κοινοβουλευτικό διαξιφισμό του με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου. Ο τελευταίος επέμενε στη γνωστή θέση, βάσει της οποίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχει μόνο μία διαφορά, η υφαλοκρηπίδα, και πως όλα τα άλλα είναι τουρκικές προκλήσεις.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Κωστής Στεφανόπουλος, έχοντας πλέον αφυπηρετήσει από το ύπατο αξίωμα, έγραφε σε κείμενό του στην «Καθημερινή» ότι η θέση σύμφωνα με την οποία «εμείς αναγνωρίζουμε ως μόνη διαφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας δεν φαίνεται σοβαρή. Οι διαφορές δημιουργούνται όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις, δίκαιες ή άδικες, κατά του άλλου».
Οι Καραμανλής και Στεφανόπουλος δεν ήταν ούτε διεθνιστές ούτε κοσμοπολίτες, έλεγαν όμως το αυτονόητο. Ωστόσο, οι θέσεις αυτές δύσκολα ακούγονται σήμερα. Η ελληνική κοινή γνώμη είναι γαλουχημένη με την αντίληψη ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα (κι αυτή, αν και εφόσον) και θεωρεί πως οποιαδήποτε διαπραγμάτευση πέραν της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία είναι προδοσία των εθνικών μας δικαίων. Αλλά η κοινή γνώμη δεν οφείλει να γνωρίζει, και ούτε γνωρίζει, Διεθνές Δίκαιο (ανεξαρτήτως του αν θεωρεί πως το Διεθνές Δίκαιο είναι πάντα αυτό που στηρίζει το δίκιο της). Έτσι, οποιαδήποτε τουρκική κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση αποτελεί εξ ορισμού «πρόκληση» που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Μυωπικά η Ελλάδα αρνείται να δει ποια ακριβώς είναι η διαφορά: οι τουρκικές αξιώσεις, είτε στον εναέριο χώρο, είτε στην αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε στις διαβόητες «γκρίζες ζώνες», θεωρούνται a priori παράνομες προκλήσεις, για την ικανοποίηση των οποίων δεν χωρεί κουβέντα ούτε διαπραγμάτευση. Η διεθνής διαφορά, όμως, όπως ορθά επισήμαναν οι δύο μέντορες της νεότερης ελληνικής δεξιάς, δεν είναι αυτό που βολεύει το ένα μόνο μέρος. Είναι αυτό που αξιώνει και το άλλο, δικαίως ή αδίκως. Η διακρατική διαφορά είναι μια πραγματική κατάσταση, την οποία, όσο δεν αντιμετωπίζεις, γίνεται πιο δύσκολη.
Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν συζητά και η Τουρκία απαντά εντείνοντας εκβιαστικά τις αξιώσεις αυτές και διευρύνοντας το πεδίο με νέες, με βασική αιχμή την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, που είναι σχετικά νέα έννοια στο Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας.
Μυωπικά η Ελλάδα αρνείται να δει ποια ακριβώς είναι η διαφορά: οι τουρκικές αξιώσεις, είτε στον εναέριο χώρο, είτε στην αιγιαλίτιδα ζώνη, είτε στις διαβόητες «γκρίζες ζώνες», θεωρούνται a priori παράνομες προκλήσεις, για την ικανοποίηση των οποίων δεν χωρεί κουβέντα ούτε διαπραγμάτευση.
Έτσι, η χώρα μας είναι αιχμαλωτισμένη μεταξύ μιας λαίμαργης Τουρκίας και μιας ελληνικής κοινής γνώμης εθισμένης σε παραμύθια. Το ότι η Τουρκία, όμως, τελεί εν εξάλλω σε μια σειρά από ζητήματα που αφήνουν άφωνους ακόμα και τους διπλωμάτες της δεν σημαίνει ότι δεν έχει και σημεία με το μέρος της. Δηλαδή το ότι η Τουρκία έχει απόλυτο άδικο σε ό,τι αφορά το μνημόνιο με τη Λιβύη ή στο ζήτημα των γεωτρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο δεν σημαίνει πως γίνεται να μην έχει λόγο στο Αιγαίο, επί του οποίου έχει ακτογραμμή 3.000 χιλιομέτρων.
Κοινώς, το ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ως ταραξίας, συνομολογώντας παράνομα μνημόνια με κράτη-παρίες, όπως η Λιβύη, ή το ότι κάνει τσαμπουκάδες με την απειλή γεωτρήσεων δεν σημαίνει ότι το Αιγαίο είναι ελληνική λίμνη. Το να υποστηρίξει, όμως, κανείς αυτό στην Ελλάδα θεωρείται μειοδοσία κι έτσι το πρόβλημα εδραιώνεται.
Ένας συμβιβασμός σημαίνει υποχωρήσεις, τις οποίες η ελληνική κοινή γνώμη, διαπαιδαγωγημένη από κόμματα, ΜΜΕ, ειδικούς και «ειδικούς» σε μια λογική που υπαγορεύει πως η Ελλάδα έχει σε όλα δίκιο επειδή είναι η πατρίδα μας, δεν είναι σε θέση να τις δεχτεί. Έτσι, δημιουργείται ένας νοσηρός φαύλος κύκλος: οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις φοβούνται την κοινή γνώμη και παγιδεύονται από αυτήν, πλειοδοτούν σε εθνικισμό, η κοινή γνώμη γίνεται ακόμα πιο αδιάλλακτη κ.λπ.
Έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε εδραιωθεί η αντίληψη που λέει ότι καλύτερα το όλον να παραμένει άλυτο και στο ψυγείο. Πλέον, όμως, το ψυγείο δεν αντέχει άλλο. Σκάει. Η Τουρκία, υπό την καθοδήγηση ενός αυταρχικού, επικίνδυνου και ριψοκίνδυνου ηγέτη, βρυχάται. Στη θέα της ισχύος της, η Ελλάδα ψάχνει συμμαχίες.
Όταν το αγοραίο ζεύγος Τουρκία - Ισραήλ τα έσπασε, η Ελλάδα δεν περίμενε στιγμή: πήδηξε αμέσως στο κρεβάτι του Ισραήλ με κουμπαριά του Κύπριου Προέδρου. Ένας νέος άξονας δημιουργήθηκε, όπως και με την Αίγυπτο, η κυβέρνηση της οποίας είναι μια δικτατορία για να κρατάει υπό έλεγχο τους Αδελφούς Μουσουλμάνους υπό την ευλογία της Δύσης. Οι άξονες, όμως, κάνουν αντι-άξονες κι έτσι γεννήθηκε το νομικό τερατούργημα του Μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης. Και βυθιζόμαστε στην ένταση.
Η Τουρκία, όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όχι απλώς είναι μεγαλύτερη και ισχυρότερη αλλά είναι εθισμένη σε κουλτούρα πολέμου, κάτι που η χώρα μας ευτυχώς έχει ξεχάσει. Κάποιοι στην Ελλάδα μπορεί να οικτίρουν που δεν είμαστε Ισραήλ, αλλά, είτε αρέσει είτε όχι, η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί τις απώλειες ανθρωπίνων ζωών. Μετά από εβδομήντα χρόνια, ο πόλεμος μας είναι ξένος πλέον κι αυτό, αν μη τι άλλο, είναι επίτευγμα. Με την εξαίρεση των ΗΠΑ, οι χώρες της Δύσης δεν αντέχουν πια φέρετρα με σημαίες και πτώματα αγοριών. Η Τουρκία αντέχει. Κι αυτό δεν είναι μυστικό.
Για τον λόγο αυτόν, μολονότι το κλίμα είναι στα όρια του πολεμοχαρούς, λίγοι είναι αυτοί που τολμάνε να ψελλίσουν «πάμε για πόλεμο». Οι περισσότεροι βολεύονται στην εκ του ασφαλούς ρητορεία, αλλά στο διά ταύτα υπερισχύει η κυνική συγκατάβαση. Ο φόβος του θερμού επεισοδίου είναι αυτός που πρυτανεύει, αλλά ο κίνδυνος, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ολοένα και ζυγώνει.
Έτσι, ανοίγει η πόρτα του πραγματικού ερωτήματος: θα διαπραγματευτούμε πριν ή μετά το θερμό επεισόδιο; Θα το προλάβουμε ή θα αρχίσουμε να συνομιλούμε για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο Αιγαίο, έχοντας χάσει μερικούς φαντάρους; Ας μην υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι αυτό και μόνο είναι, σε τελευταία ανάλυση, το επίδικο. Να διαλέξουμε.
ΥΓ.: Η ελληνοτουρκική διένεξη για το Αιγαίο είναι πρόσφορο έδαφος εύκολης μαξιμαλιστικής αντιπολίτευσης. Το ίδιο ήταν και το Μακεδονικό. Η αξιωματική αντιπολίτευση, δυστυχώς, πληρώνει τη νυν κυβέρνηση με το ίδιο νόμισμα που η ΝΔ ανεύθυνα την πλήρωσε για τη Συνθήκη των Πρεσπών, όταν, ως αξιωματική αντιπολίτευση, πλειοδοτούσε σε πατριδοκαπηλία για το Μακεδονικό. Είναι, όμως, σημαντικό η Αριστερά να αντισταθεί στον πειρασμό αυτόν. Πολιτικά, αναμασώντας τα εθνικιστικά τετριμμένα, κάνει μια τρύπα στο νερό. Αντιθέτως, λέγοντας μερικές άβολες αλήθειες, θα κάνει καλό σε όλους: στην ειρήνη, στην Ελλάδα και στην ίδια. Από τη βολικά ανεύθυνη ρητορεία περί εθνικών δικαίων, άλλοι πάντα είναι αυτοί που κερδίζουν.
(*) Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη LIFO