Γράφει ο Στέφανος Βαβύλης, δικηγόρος - Δημοτικός Σύμβουλος της παράταξης "Μαζί για τα Τρίκαλα"
Τις τελευταίες ημέρες παρακολούθησα την κριτική που ασκήθηκε σε όσους επέλεξαν να διαδηλώσουν έναντι του νομοσχεδίου της παιδείας. Σημείο αναφοράς της κριτικής είναι ότι μια τέτοια διαδήλωση, με τέτοια συγκέντρωση κόσμου αποτελεί υγειονομική βόμβα. Και πράγματι, ίσως να είναι αδύνατο να γίνει μία τέτοια συγκέντρωση και παράλληλα να τηρηθούν όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα. Δεν μπορώ όμως παρά να σκέφτομαι ότι αυτή είναι το αποτέλεσμα κι όχι η ρίζα του προβλήματος.
Τη στιγμή λοιπόν που η οικονομία και η κοινωνία είναι εντελώς μουδιασμένη, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της πανδημίας, η κυβέρνηση επιλέγει να προωθήσει τα νομοσχέδια της πολιτικής της ατζέντας. Η ρίζα του προβλήματος λοιπόν είναι το timing. Η κυβέρνηση επιλέγει να φέρει σε αυτό το χρονικό σημείο κρίσιμα νομοσχέδια, τη στιγμή που η δυνατότητα κοινωνικού αντιλόγου είναι σε αναστολή (αν όχι σε επιλεγμένη καταστολή). Για να προλάβω κάποιους, το δικαίωμα στον αντίλογο δεν ανήκει μόνο στους θεσμικούς και αιρετούς της αντιπολίτευσης, αλλά πρωτίστως στην κοινωνία των πολιτών.
Ας εξετάσουμε όμως την εν λόγω επιλογή. Την τελευταία χρονιά σχεδόν καθ’ ολοκληρία τα φοιτητικά μαθήματα έγιναν διαδικτυακά και οποιαδήποτε περιστατικά που ενδεχομένως θα απαιτούσαν τη συνδρομή της πανεπιστημιακής αστυνομίας (προσωπικά απορρίπτω τη λογική της ίδρυσης πανεπιστημιακής αστυνομίας) ήταν μεμονωμένα. Την τελευταία χρονιά τα σχολεία έκαναν σχεδόν όλα τα μαθήματα τους διαδικτυακά με την ποιότητα του μαθήματος να είναι σαφώς υποβαθμισμένη και με αποτέλεσμα οι δυνάμει φοιτητές να αντιμετωπίζουν ακόμα πιο δύσκολα και αγχωτικά την κρισιμότερη χρονιά του εκπαιδευτικού τους βίου. Και σε αυτές τις συνθήκες έρχεται η αλλαγή για τη βάση του 10 (προσωπικά θεωρώ ότι όντως η μαζική εισροή στα ελληνικά πανεπιστήμια δημιουργεί ένα μελλοντικό οικονομικό αδιέξοδο αλλά ενδεχομένως να προέκρινα έναν άλλο τρόπο για αντιμετώπιση του ζητήματος). Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα έρχεται αυτό το νομοσχέδιο, χωρίς καμία χρονικά κρίσιμη απειλή για τα αγαθά που θέλει να προστατέψει. Ω τι οξύμωρο! Λόγω της προελαύνουσας πανδημίας είναι αδύνατο το άκουσμα του αντιλόγου. Και αν υπάρξει αντίδραση, η κεντρική είδηση στα ΜΜΕ θα αφορά το υγειονομικό σκέλος και όχι το πολιτικό κριτήριο με το οποίο τίθενται οι αντιρρήσεις. Έτσι λοιπόν οποιαδήποτε μορφή αντιλόγου καταστέλλεται. Συνεπώς, η χρονική επιλογή δεν είναι τυχαία, αλλά ξεκάθαρα σκόπιμη και ευλόγως κάποιοι πιθανολογούν ενδεχόμενη προώθηση πολιτικών αλλά και ιδιωτικών συμφερόντων.
Άλλωστε δεν είναι μεμονωμένη η περίπτωση του εκπαιδευτικού νομοσχεδίου, αλλά είναι και ο νέος νόμος για την αυτοδιοίκηση, είναι ο νέος πτωχευτικός νόμος, είναι οι αλλαγές στο περιβαλλοντικό κ.α. Όλες λοιπόν τις νομοθετικές «μεταρρυθμίσεις» επιλέγει η κυβέρνηση να τα περάσει σε ένα τέτοιο χρονικό σημείο, που η κοινωνία είναι προσανατολισμένη στο πως θα φροντίσουμε την υγεία μας και στο πως θα ανταπεξέλθουμε οικονομικά. Είναι σαφές ότι η επιλογή αυτή είναι μια πολιτική τους στρατηγική.
Στο ανωτέρω συντείνει και η στάση του Υπουργείου προστασίας του πολίτη, που τη στιγμή που ήδη είμαστε σε ένα δεύτερο σκληρό lockdown, εκδίδεται ΦΕΚ που φέροντας φυσικά ως λαμβανόμενη υπ’ όψιν τη διαβούλευση των λοιμοξιολόγων θεσπίζει μέτρο απαγόρευσης συνάθροισης (φυσικά οι λάτρεις του πρωθυπουργού στα Τρίκαλα προφανώς εξαιρέθηκαν από την εν λόγω απαγόρευση). Το τονίζω τη στιγμή που είμαστε ήδη στο δεύτερο σκληρό lockdown. Και αυτό δείχνει ότι θεωρούσαν δεδομένη την αντίδραση του κόσμου, που πλήττεται από το εν λόγω νομοσχέδιο, οπότε εν κρυπτώ να μην υπάρχει αντίδραση. Η συγκεκριμένη επιλογή όμως τα αντίθετα αποτελέσματα είχε.
Σε αυτή την κατάσταση ανοίγει και συζήτηση περί ελευθεροτυπίας και ελευθερίας του λόγου στην τέταρτη εξουσία. Από την αρχή της πανδημίας υπήρξε έντονη αντίδραση για τη λεγόμενη λίστα Πέτσα και αργότερα για τη λεγόμενη λίστα Παπαστεργίου. Η αλήθεια είναι ότι ιδίως στα κεντρικά ΜΜΕ, είναι γεγονός ότι η δημοσιογραφία περιορίζεται στο να πλέκει το εγκώμιο στον εκάστοτε «υπέρκομψο» παράγοντα της κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική περίοδο η κριτική στοχεύει κυρίως την αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα μείζονα πολιτικά ζητήματα που παλαιότερα θα ήταν φλέγοντα θέματα στα ΜΜΕ πλέον μένουν ασχολίαστα. Αποτέλεσμα οι έχοντες αντίθετες απόψεις να λοιδορούνται με τη λογική ότι πρεσβεύουν μία άποψη μειοψηφική και άλλοι να χαρακτηρίζονται ως ψεκασμένοι ή αναχρονιστικοί. Γνωστά είναι και περιστατικά δημοσιογράφων που ωθήθηκαν σε παραίτηση διότι είχαν διαφορετική άποψη ή έθιξαν θέματα που προκάλεσαν έντονες πιέσεις από το γραφείο τύπου του πρωθυπουργού. Χαρακτηριστικά για όλα τα παραπάνω να αναφέρω ότι με βάση το rsf.org (reporters without borders) η Ελλάδα βρίσκεται στην 65η θέση παγκοσμίως όσον αφορά την ελευθερία τύπου πάνω από λίγες χώρες της Ευρώπης και ακόμα λιγότερες της ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ. Έχουμε μία κρίση της δημόσιας υγείας. Αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν. Όμως επ’ ουδενί η συγκεκριμένη κρίση δεν επιτρέπει την καταστρατήγηση των συνταγματικών επιταγών και της ίδιας της δημοκρατίας. Πλέον με τις στρατηγικές της κυβέρνησης θίγεται μέρος του πυρήνα της δημοκρατίας που είναι ο διαφορετικός λόγος και ο σεβασμός της διαφορετικής άποψης. Η προσπάθεια φίμωσης του κοινωνικού αντιλόγου αλλά και η εκμετάλλευση των ιδιαίτερων σημερινών συνθηκών για την ανάδειξη της πολιτικής ατζέντας, που ικανοποιούν τον σκληρό πυρήνα τον ψηφοφόρων ενός κόμματος όποιο κι αν είναι αυτό, είναι προσβλητική προς την ίδια τη φύση της δημοκρατίας ως πολίτευμα. Φοβάμαι ότι οδηγούμαστε σε συρρίκνωση της δημοκρατίας και των ατομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων.
Κλείνω παραθέτοντας τη ρήση που αποδίδεται στον Βολτέρο, την οποία όταν την πρωτοάκουσα ως μαθητής δημοτικού ακόμα ενστάλαξε μέσα μου την ιδέα και τη φύση της δημοκρατίας: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμα σου να το λες»…
Υ.Γ. Και αυτά δεν τα γράφω ως δημοτικός σύμβουλος του δήμου Τρικκαίων. Τα γράφω ως ένας νέος ενεργός πολίτης 27 χρονών που μόλις άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο και η σκέψη του είναι μόνο στη μέρα που θα λιγοστέψουν οι απειλές της δημόσιας υγείας και της δημοκρατίας, ευχόμενος ένα πιο φωτεινό αύριο.