Για σημαντικό κίνδυνο ύφεσης στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη, από το τέλος του 2022, με εκτόξευση του πληθωρισμού, κάνει λόγο η Wood. Με τη Morgan Stanley να δηλώνει ότι παρακολουθεί στενά τον πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων, όπου βλέπει σημαντικούς ανοδικούς κινδύνους. Και την ING να μιλάει για ενδεχόμενο προσωρινής ύφεσης στην Ευρωζώνη και επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Για τον Στέλιο Μ. Σαράντη, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της θεσσαλικής Ελληνικά Γαλακτοκομεία, γνωστής με το brand Όλυμπος, η αγορά βρίσκεται ήδη σε ύφεση.
«Ύφεση υπάρχει ήδη στα σούπερ μάρκετ και στα τρόφιμα. Αν αυτό αλλάξει, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η Κυβέρνηση αποφασίσει να στηρίξει τους καταναλωτές-πολίτες με χρήματα επιπέδου στήριξης που δόθηκαν την περίοδο της πανδημίας. Γιατί αλλιώς δεν σώζεται η κατάσταση», λέει.
Ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία συμφερόντων της οικογένειας Σαράντη δραστηριοποιείται σε έναν «αμυντικό» κλάδο, αυτόν των τροφίμων, και σε κατηγορίες όπως του γάλακτος, του τυριού, της γιαούρτης, των χυμών και εσχάτως των αναψυκτικών. Δηλαδή σε προϊόντα πρώτης ανάγκης (σ.σ. εξαιρούνται τα αναψυκτικά), που αποτελούν ανελαστική δαπάνη για το μέσο νοικοκυριό.
Αυτή η συνθήκη, της ανελαστικής δαπάνης, δεν υφίσταται τους τελευταίους μήνες. Τον Απρίλιο οι πωλήσεις σε όγκο των γαλακτοκομικών προϊόντων στο σύνολο της αγοράς, σύμφωνα με τις εταιρείες μετρήσεις της κατανάλωσης, «έγραψαν» διψήφιο ποσοστό υποχώρησης και υψηλή μονοψήφια μείωση τον Μάιο, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα έναν χρόνο πριν, όπου η αγορά τελούσε σε ένα ιδιότυπο lockdown.
«Οι πωλήσεις σε όγκο των προϊόντων γάλακτος υποχώρησαν τον Απρίλιο 14%, 11-12% ήταν η μείωση των πωλήσεων στα τυροκομικά, -13% στους χυμούς και -22% στα φυτικά ροφήματα», λέει ο Στέλιος Σαpάντης. «Είναι τεράστιο το ποσοστό υποχώρησης του όγκου των πωλήσεων και μιλάμε για προϊόντα πρώτης ανάγκης. Πρώτη φορά έχω δει τόσο πεσμένους όγκους πωλήσεων», συμπληρώνει.
Η μόνη λογική εξήγηση που μπορεί να δώσει, σε αυτή την άνευ προηγουμένου υποχώρηση των συνολικών πωλήσεων της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων, είναι ότι οι καταναλωτές έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τις αγορές τους. «Δεν υπάρχει η λογική του παρελθόντος ότι ας περισσέψει και μισό μπουκάλι γάλα. Αυτό που πρυτανεύει πλέον στις αγορές είναι προτιμότερο να λείψει μισό μπουκάλι παρά να περισσέψει», λέει.
Σύμφωνα με τον κ. Σαράντη, οι καταναλωτές έχουν περιορίσει τις ανάγκες τους, έστω και τεχνητά. Δηλαδή αγοράζουν 3 μπουκάλια γάλα αντί για 4 που αγόραζαν πριν και έχουν στραφεί στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, η τιμή των οποίων είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι των επωνύμων. Αυτό επηρεάζει και τις πωλήσεις σε αξία της κατηγορίας στο σύνολό της και φυσικά τα μερίδια των επώνυμων παικτών.
Η Ελληνικά Γαλακτοκομεία, που μέχρι στιγμής έχει προχωρήσει σε μεσοσταθμικές αυξήσεις στα προϊόντα της της τάξεως του 7-8% -στα τυροκομικά οι ανατιμήσεις φθάνουν το 30%- δεν αποκλείει να προβεί σε νέες αυξήσεις το επόμενο διάστημα.
«Σίγουρα θα χρειαστεί νέος γύρος ανατιμήσεων. Προσπαθούμε να το καθυστερήσουμε όσο μπορούμε, αλλά πλέον η κατάσταση έχει ξεφύγει. Οι πρώτες ύλες συνεχίζουν την άνοδο, η ενέργεια έχει ρυθμιστεί και είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση και το κράτος συνεχίζει την πολιτική της στήριξης. Βέβαια δεν ξέρουμε μέχρι πότε. Όμως εκεί (σ.σ. στην ενέργεια) τα πράγματα έχουν ισορροπήσει σε πολύ υψηλά επίπεδα αλλά ισορρόπησαν. Όλα τα υπόλοιπα κόστη όμως δεν έχουν σταματήσει να ανεβαίνουν», λέει.
Ένα από τα βασικά κόστη για τις γαλακτοβιομηχανίες είναι η τιμή που αγοράζουν το γάλα από τους παραγωγούς. «Η τιμή στο πρόβειο γάλα έχει αυξηθεί κατά 40%, κατά 35% στο κατσικίσιο και 36% στο αγελαδινό. Η τιμή στα υλικά συσκευασίας, ανάλογα με το υλικό, έχει αυξηθεί από 30% έως 50% και πάνω από 200% το ενεργειακό κόστος. Καταλαβαίνετε ότι πλέον η απορρόφηση αυτού του κόστους από τη βιομηχανία δεν μπορεί να συνεχίσει», αναφέρει ο κ. Σαράντης.
Η Ελληνικά Γαλακτοκομεία και όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις, προσπαθούν σε αυτή τη συγκυρία, όπως λέει ο ίδιος, να διαχειριστούν την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Όμως εν αντιθέσει με αρκετές άλλες ελληνικές επιχειρήσεις, ο όμιλος από τα Τρίκαλα έχει την «πολυτέλεια», εκτός από την εγχώρια αγορά όπου ο καταναλωτής πιέζεται, να δραστηριοποιείται παραγωγικά και εμπορικά και στον διεθνή στίβο.
Από το εξωτερικό άλλωστε προήλθε πέρυσι το 52% του τζίρου των 427 εκατ. ευρώ που πέτυχε ο όμιλος, ενώ τη φετινή χρονιά εκτιμάται ότι από τις διεθνείς αγορές θα προέλθει η ανάπτυξη και τα 6 στα 10 ευρώ που θα βάλει στα ταμεία του.
«Στο εξωτερικό τα πράγματα είναι καλύτερα. Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες, αλλά η πίτα είναι μεγάλη και εμείς δραστηριοποιούμαστε σε αγορές που αναπτύσσονται. Μια καινούργια δουλειά ή ένας καινούργιος πελάτης αμέσως σου δίνει νούμερα που δεν θα είχες», αναφέρει.
Ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία έχει ξεκινήσει να κατασκευάζει εργοστάσιο παραγωγής χαλουμιού στην Κύπρο και έθεσε αυτή τη γαλακτοκομική περίοδο σε πλήρη λειτουργία τη δεύτερη γραμμή παραγωγής φέτας στη μονάδα του στα Τρίκαλα. Για το άμεσο μέλλον, όπως λέει ο κ. Σαpάντης, δεν υπάρχει στο «τραπέζι» κάποιο μεγάλο επενδυτικό πλάνο. Ο ίδιος πάντως διευκρινίζει ότι ο όμιλος συνεχίζει να είναι υπέρ των επενδύσεων.
Μία εξ αυτών ήταν πριν από λίγο διάστημα και η απόκτηση έναντι 7,7 εκατ. ευρώ, μέσω πλειστηριασμού, του brand και των εγκαταστάσεων της ΑΓΝΟ. Το διάστημα αυτό τα στελέχη της εταιρείας βρίσκονται στη φάση σχεδιασμού για το τι, πόσα και ποια προϊόντα θα κυκλοφορήσουν. Το επαναλανσάρισμα του brand ΑΓΝΟ ο επιχειρηματίας δεν το βλέπει να συμβαίνει μέσα στη χρονιά, λόγω και της γενικότερης κατάστασης, όπως λέει.
«Εκτιμώ ότι από το 2023 και μετά θα βγουν τα προϊόντα με το brand ΑΓΝΟ στις κατηγορίες που ήταν δυνατή η βορειοελλαδίτικη γαλακτοβιομηχανία. Τα προϊόντα θα παράγονται στα υφιστάμενα εργοστάσια του ομίλου ενώ αν η αποδοχή είναι καλή, θα δούμε πώς θα προχωρήσουμε από εκεί και πέρα», αναφέρει.
Αλεξάνδρα Γκίτση euro2day.gr