Τα ονόματα των 57 θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, γραμμένα με κόκκινη μπογιά μπροστά από το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου με φόντο τη Βουλή. Πρόσφατα, η εξεταστική επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της χωρίς να δικαιώσει την ανάγκη της κοινωνίας για απαντήσεις. «Η κομματοκεντρική μεροληψία που, για μία ακόμη φορά, συναντάμε στα έξι πορίσματα δεν είναι αναπόφευκτη. Πρόκειται για ελληνική συλλογική αποτυχία», γράφει ο Χαρίδημος Τσούκας* στην εφημερίδα Καθημερινή
Σκέφτομαι συχνά τους συγγενείς των 57 νεκρών της τραγωδίας των Τεμπών, ιδιαίτερα τους γονείς. Είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος. Πώς έκαναν Χριστούγεννα αυτοί οι άνθρωποι; Πώς θα γιορτάσουν το Πάσχα; Πώς συνεχίζει κανείς να ζει μετά μια τέτοια απώλεια; Η τυχαιότητα του δυστυχήματος –ένας σταθμάρχης, εργαζόμενος σε ένα προβληματικό κοινωνικοτεχνικό σύστημα, που έκανε κρίσιμα λάθη– αναδεικνύει αυτό που τονίζουν οι υπαρξιστές φιλόσοφοι: το «παράλογο» του ανθρώπινου βίου. Η ζωή διαπερνάται από ριζική ενδεχομενικότητα: τυχαία και ασήμαντα γεγονότα ενδέχεται να παραγάγουν κολοσσιαίας σημασίας αποτελέσματα. Παίρνει το παιδί σου το τρένο και χάνεται για πάντα.
Οι συγγενείς των 57 νεκρών ζητούν «δικαιοσύνη». Αναρωτιέμαι: Τι θα μπορούσε να ικανοποιήσει πλήρως την απαίτησή τους; Η φυλάκιση των άμεσα ενόχων; Ο εξοστρακισμός των εμπλεκόμενων πολιτικών; Μήπως η εκδίκηση, όπως φώναζαν διαδηλωτές; Τίποτα δεν θα ξαναφέρει τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Να καταδειχθούν, όμως, τα αίτια του δυστυχήματος και να κατανοήσουμε τι, πώς και γιατί συνέβη θα είναι μια πρώτη, μικρή παρηγοριά.
Ως έλλογα όντα, έχουμε ανάγκη από αφηγηματική συνοχή: κατανοούμε τον κόσμο όσο συνδέουμε γεγονότα, πράξεις και νοήματα. Η αφήγηση –η εκλογίκευση του παραλόγου– δεν εξαλείφει τον πόνο, αλλά τον καθιστά διαχειρίσιμο. Στο προσωπικό επίπεδο, λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Στο θεσμικό επίπεδο, συμβάλλει στη θεσμική μάθηση: αφενός επιβεβαιώνει τη συλλογική πεποίθηση ότι ο δημόσιος βίος, παρά την άλογη τυχαιότητα, παραμένει έλλογος, αφετέρου βελτιώνει δυνητικά τους θεσμούς. Βελτιώνεις συνειδητά αυτό που κατανοείς ορθολογικά. Η ανεξάλειπτη δυστυχία μας είναι ότι, όπως παρατηρεί ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» και ο Σαίξπηρ στον «Βασιλιά Ληρ», γινόμαστε σοφότεροι μόνο έπειτα από τραγικά πλήγματα. Θέλουμε να γίνουμε συλλογικά σοφότεροι μετά την τραγωδία των Τεμπών;
Πολωτικός κομματισμός
Δύσκολο ερώτημα, αν και δεν θα ’πρεπε. Λειτουργεί, όμως, τόσο στρεβλά η πολιτική στην Ελλάδα που ακόμη κι όταν μετέχουμε στον κοινό πόνο, αδυνατούμε, ως οργανωμένη πολιτική κοινότητα, να αντλήσουμε σοφία από αυτόν. Γιατί; Διότι πάσχει ο τρόπος που συζητούμε (συν-αναζητούμε): ο πολωτικός κομματισμός διαστρέφει τη σκέψη. Ενώ ένα φρικτό δυστύχημα μας φέρνει συναισθηματικά κοντά, η συντεταγμένα λογική επεξεργασία του μας χωρίζει. Η ιδιοτέλεια του κομματικού συμφέροντος (και, συνεπώς, των μεροληπτικών κριτηρίων εγκυρότητας που το χαρακτηρίζουν) υπερτερεί της ανάγκης για αναζήτηση της αλήθειας (και, συνεπώς, των καθολικής ισχύος κριτηρίων εγκυρότητας που τη διέπουν).
Να το πω πιο απλά: όταν ερευνούμε μια απάτη ή ένα φόνο, πρέπει να μη μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο από τα γεγονότα (με την ευρύτερη δυνατή σημασία) και η συνάφειά τους (αιτιώδης, πιθανολογική ή συσχετιστική), προκειμένου να καταλήξουμε, έπειτα από συναναζήτηση, σε εύλογα συμπεράσματα. Αν είμαστε ανοιχτόμυαλα ορθολογικοί, ελέγχουμε διαρκώς (και, συνεπώς, διορθώνουμε) τις κρίσεις μας, παραμερίζοντας επιμέρους προ-καταλήψεις που αναπόφευκτα έχουμε. Μας ενδιαφέρει, πρωτίστως, η αλήθεια.
Ενδιαφέρθηκε η εξεταστική επιτροπή της Βουλής, που συστάθηκε να διερευνήσει τα αίτια του δυστυχήματος των Τεμπών, για την αλήθεια; Ας παραβλέψουμε τις απωθητικές όψεις της λειτουργίας της –την εριστικότητα του προέδρου της, τον επιτηδευμένο θεατρινισμό μελών της, τη μη κλήση σημαντικών μαρτύρων και την άρνηση συζήτησης του πορίσματος της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας– για να εστιάσουμε στο αποτέλεσμα: το τελικό πόρισμα. Τι παρατηρούμε; Η επιτροπή δεν κατέληξε διαβουλευτικά σε ένα πόρισμα, αλλά κάθε κόμμα υπέβαλε το δικό του!
Η ίδια πρακτική ακολουθείται επί δεκαετίες (συνέβη και στην εξεταστική επιτροπή για τις υποκλοπές το 2022). Κατά πάγια πρακτική, το πόρισμα που υιοθετείται δεν προκύπτει έπειτα από διαβουλευτική συζήτηση (συν-αναζήτηση) των εμπλεκομένων, αλλά κατόπιν κομματικά ελεγχόμενης ψηφοφορίας επί ήδη συνταχθέντων κομματικών πορισμάτων! Συνειδητοποιείτε τι σημαίνει αυτό; Ακραίος σχετικισμός: αλήθεια είναι ό,τι κάθε κόμμα πιστεύει ότι είναι αλήθεια! Ο Σωκράτης θα ανατρίχιαζε.
Διαβάζοντας τα έξι κομματικά πορίσματα που κατατέθηκαν, εντυπωσιάζεται κανείς με την απροσχημάτιστη μεροληψία τους (και την προχειρότητα της γραφής τους). Κυριαρχεί το κομματικό πνεύμα, όχι η αναζήτηση της αλήθειας. Το ΚΚΕ λ.χ. παρατηρεί ότι τα «[σιδηροδρομικά] δυστυχήματα φέρουν τη σφραγίδα των αστικών κομμάτων». Ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρεται κατά των λοιπών κομμάτων εξουσίας, τονίζοντας ότι «το 2019 ο ΟΣΕ λειτουργούσε με ασφάλεια», η οποία άρχισε να διαβρώνεται όταν ανέλαβε η κυβέρνηση Μητσοτάκη (2019), οπότε «έχουμε μια κάθετη πτώση στην υλοποίηση σιδηροδρομικών έργων». Η Ν.Δ. επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ για το «ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας» που επέφερε η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ενώ εμμονικά υπογραμμίζει ότι «αποκλειστική αιτία [του δυστυχήματος] ήταν τα ανθρώπινα σφάλματα που συνιστούν παραβιάσεις του Γενικού Κανονισμού Κυκλοφορίας [ΓΚΚ]». Τι απουσιάζει; Η συλλογική διαβούλευση.
Οταν απουσιάζει η διαβούλευση
Τι είναι η συλλογική διαβούλευση; Είναι η συζήτηση μιας ομάδας ανθρώπων προκειμένου να απαντηθεί ορθολογικά ένα ερώτημα. Γιατί η διαβούλευση είναι συλλογική; Διότι, κατ’ αρχήν, η προσδοκία είναι ότι η γνωστική συνεργασία θα οδηγήσει κάθε άτομο σε «αιτιολογημένη κρίση» - κρίση, δηλαδή, που βασίζεται σε ισχυρούς λόγους για να υιοθετηθεί. Πώς συμβαίνει αυτό; Με τον διάλογο, οι βουλευόμενοι (θυμηθείτε την πρωταρχική έννοια της ιδιότητας του βουλευτή) πασχίζουν να διορθώσουν τυχόν λογικές πλάνες και γνωστικές μεροληψίες, αναζητούν τα γεγονότα και επιδιώκουν να χρησιμοποιούν τις σωστές έννοιες. Οταν το κάνουν, δημιουργούν ένα κοινό γνωστικό απόθεμα από ηλεγμένους λόγους, οι οποίοι τροφοδοτούν την κρίση των μελών της ομάδας. Νοουμένου ότι οι βουλευόμενοι πασχίζουν να είναι ανοιχτόμυαλα ορθολογικοί, οι κρίσεις τους θα συγκλίνουν.
Δείτε, λ.χ., την περίπτωση της Εξεταστικής. Οι εμπειρογνώμονες και τα διοικητικά στελέχη συνέκλιναν σε αρκετά κοινά σημεία στις καταθέσεις τους. Πρώτον, παραβιάστηκε συστηματικά ο ΓΚΚ, κυρίως από τον σταθμάρχη Λάρισας και, σε δεύτερο χρόνο, τον μηχανοδηγό της επιβατικής αμαξοστοιχίας. Δεύτερον, τα τεχνολογικά συστήματα ασφαλείας (κυρίως: σηματοδότηση, τηλεδιοίκηση, αυτόματη πέδηση τρένου - ETCS) ήταν εντόνως προβληματικά (υπό κατασκευή, ημιτελή ή ανύπαρκτα). Τρίτον, με την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων, ο ΟΣΕ ήταν δραματικά υποστελεχωμένος. Τέταρτον, η εκπαίδευση του μοιραίου σταθμάρχη ήταν ελλιπής, η απειρία του εμφανής και το εργασιακό κλίμα στον ΟΣΕ ανεπίτρεπτα «χαλαρό». Ολα αυτά τα στοιχεία (συν άλλα) συνιστούν ένα κοινό γνωστικό απόθεμα, το οποίο ήταν αρκετό ώστε τα μέλη της Εξεταστικής να διαμορφώσουν αιτιολογημένη κρίση, η οποία θα εκφραζόταν σε ένα ενιαίο πόρισμα.
Δεν συνέβη. Οπως δεν συνέβη και κάτι άλλο: η διόρθωση που επιφέρει η συλλογική διαβούλευση στην εσφαλμένη χρήση εννοιών. Η μεγάλη εννοιολογική σύγχυση αρκετών μαρτύρων και βουλευτών ήταν η χρήση της έννοιας «δικλίδες ασφαλείας» – τη συνέχεαν με την «τήρηση του ΓΚΚ». Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Οι δικλίδες ασφαλείας υπάρχουν για να μας προστατεύουν από τη μη τήρηση του ΓΚΚ. Αν π.χ. αποκοιμηθώ στο τιμόνι και το αυτοκίνητο μπει σε διπλανή λωρίδα, το τιμόνι τραντάζεται ελαφρώς – με σκουντά. Δυστυχώς ουδείς πρόσεξε αυτή την εννοιολογική σύγχυση, με αποτέλεσμα οι διάλογοι να πελαγοδρομούν, επιτρέποντας γνωστικές πλάνες.
Οταν λ.χ. ερωτάται ο πρώην επικεφαλής του ΟΣΕ κ. Πατέρας για το αν «του περνούσε από το μυαλό [...] τα κενά ασφαλείας [τηλεδιοίκηση, ETCS, κλπ.] να συνεισέφεραν σε συνθήκες δυστυχήματος», απάντησε: «Οχι, ποτέ», διότι, μεταξύ άλλων, «υπήρχε ο ΓΚΚ, ο οποίος τηρούνταν στο ακέραιο». Μα το ερώτημα είναι ποιες είναι οι δικλίδες ασφαλείας ακριβώς όταν ο ΓΚΚ δεν τηρείται στο ακέραιο. Ο ΓΚΚ, για τον κ. Πατέρα, φαίνεται να είναι τοτέμ («ευαγγέλιο», όπως είπαν μερικοί μάρτυρες): «η ασφάλεια που υπήρχε με τη χρήση του ΓΚΚ ήταν δεδομένη». Πρόκειται για τεράστια γνωστική - διοικητική πλάνη, την οποία οι «οργανισμοί υψηλής αξιοπιστίας» (π.χ. αεροπλανοφόρα, πυρηνικά εργοστάσια κ.λπ.) κάνουν τα πάντα για να αποφεύγουν: τίποτα δεν είναι δεδομένο. Η ασφάλεια είναι διαρκές επίτευγμα, όχι αυτονόητη κατάσταση.
Η σύγχυση αυτή επιτρέπει στο ψηφισθέν από τη Ν.Δ. πόρισμα να μεροληπτεί, δείχνοντας ως «αποκλειστική αιτία» τα «ανθρώπινα σφάλματα». Σε μια καλόπιστη ορθολογική διαβούλευση, αυτή η μεροληπτική πλάνη θα είχε υποδειχθεί και, κυρίως, διορθωθεί. Ακόμα και η έννοια του «ανθρώπινου σφάλματος» θα είχε προσεγγισθεί εμβριθέστερα. Οι πλείστοι μάρτυρες ανέφεραν πόσο σημαντικός είναι ο «ανθρώπινος παράγοντας» για την ασφαλή λειτουργία των σιδηροδρόμων. Αυτό, με τη σειρά του, θέτει εξόχως σημαντικά ερωτήματα: πώς εκπαιδεύει, αναπτύσσει και διοικεί τους υπαλλήλους του ο ΟΣΕ; Γιατί η ρυθμιστική αρχή δεν πιστοποιεί, με ανεξάρτητες εξετάσεις, τους σταθμάρχες; Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη στελέχωση πολυσύχναστων σταθμών; Πώς διεξάγεται η οργανωσιακή μάθηση σε συνεχή βάση; Ενα ενιαίο πόρισμα θα μπορούσε να είχε πάει σε πολύ μεγαλύτερο βάθος για τις διοικητικές ευθύνες των εμπλεκόμενων οργανισμών.
Τι γίνεται αλλού
Η κομματοκεντρική μεροληψία που, για μία ακόμη φορά, συναντάμε στα έξι πορίσματα δεν είναι αναπόφευκτη. Πρόκειται για ελληνική συλλογική αποτυχία. Σε χώρες με πιο ώριμη πολιτική κουλτούρα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Στον αγγλόφωνο κόσμο λ.χ. υπάρχει ο καθολικά αποδεκτός μηχανισμός των public inquiries – μη πολιτικές εξεταστικές επιτροπές, των οποίων τα πορίσματα χαίρουν υψηλής εμπιστοσύνης και τροφοδοτούν τη θεσμική μάθηση. Η Εξεταστική για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Clapham Junction του Λονδίνου (1988, 35 νεκροί) ερεύνησε υποδειγματικά τόσο τα «άμεσα» όσο και τα «υποκείμενα» αίτια (αντιστοίχως: ανθρώπινο λάθος ενός συντηρητή της σηματοδότησης και ευρύτεροι παράγοντες που διευκόλυναν την εκκόλαψη του δυστυχήματος, όπως υπερβολικός φόρτος εργασίας, κακές πρακτικές επίβλεψης της British Rail, ανεπαρκής λειτουργία της ρυθμιστικής αρχής).
Ακόμα και όταν οι εξεταστικές επιτροπές είναι πολιτικές, τα πορίσματα είναι ενιαία, απαλλαγμένα από κομματική μεροληψία. Το πόρισμα της ειδικής επιτροπής της αμερικανικής Βουλής αναφορικά με τη διαχείριση του τυφώνα «Κατρίνα» (2005), παρά την αυστηρή κριτική του σε κυβερνητικές ενέργειες, παραλείψεις και πολιτικές, ήταν ομόφωνο. Το ίδιο και το εντυπωσιακό πόρισμα της αμερικανικής επιτροπής για το τρομοκρατικό χτύπημα 9/11. Στον πρόλογο, οι βουλευτές γράφουν: «είμαστε μαζί με τον ίδιο σκοπό γιατί το απαιτεί το έθνος μας».
Φανταστείτε το πόρισμα της δικής μας Εξεταστικής να ήταν ενιαίο, ειλικρινές και να άρχιζε με παρόμοιο τρόπο: «Η χώρα μας συγκλονίστηκε με την τραγωδία των Τεμπών. Ερευνήσαμε το δυστύχημα ενδελεχώς για να λάμψει η αλήθεια. Θέλουμε να κοιτάξουμε τους συγγενείς των θυμάτων στα μάτια και να τους πούμε όχι μόνο ότι μετέχουμε στο πένθος τους, αλλά, επίσης, “ποτέ ξανά”. Για τον σκοπό αυτό, ήταν τεράστιας σημασίας θέμα να διακριβώσουμε απροκατάληπτα και εμβριθώς τι πήγε λάθος σε διάφορα επίπεδα. Εντοπίσαμε ευθύνες – προσωπικές, διοικητικές και θεσμικές– τις οποίες θέτουμε υπόψη των αρμοδίων για περαιτέρω ενέργειες». Δεν είχαμε την τύχη να δούμε κάτι τέτοιο. Θα το δούμε ποτέ, άραγε;
*Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick. Το βιβλίο του «Leadership as Masterpiece Creation: What Business Leaders Can Learn from the Humanities about Moral Risk-taking» (με τους C. Spinosa και M. Hancocks) κυκλοφορεί από το MIT Press.