Για πολλούς ανθρώπους η εύρεση μιας καλής θέσης εργασίας συνεπάγεται και μετακίνηση σε κάποια διαφορετική πόλη που πληροί τις προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη. Είναι αλήθεια πως ορισμένες πόλεις αποτελούν ιδανικούς προορισμούς για όσους αναζητούν μια καλά αμειβόμενη εργασία παράλληλα με υψηλή ποιότητα ζωής- αλλά και αυξημένο κόστος διαβίωσης. Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, οι περισσότερες από αυτές τις πόλεις βρίσκονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, με το Σαν Φρανσίσκο, τη Ζυρίχη, τη Βοστώνη να αποτελούν μερικές από τις πρώτες επιλογές όσων αναζητούν μισθολογική εξέλιξη.

Στον αντίποδα, υπάρχουν χώρες που δεν είναι καθόλου ελκυστικές για την εύρεση εργασίας και οι λόγοι δεν είναι πάντα οι προφανείς, όπως π.χ., οι κακοί οικονομικοί δείκτες, η εγκληματικότητα, το χαμηλό εισόδημα κ.α. Σύμφωνα με το CVWizard.com, οι χώρες με τα χειρότερα ποσοστά απασχόλησης τείνουν να έχουν υψηλή πυκνότητα πληθυσμού, οικονομική αστάθεια ή περιορισμένες πολιτικές για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα προσελκύσουν νέους και ταλαντούχους εργαζομένους. Για παράδειγμα, το Σαν Χοσέ της Κόστα Ρίκα (333.980 άτομα, 7.212 θέσεις εργασίας) και το Άμπου Ντάμπι (1,59 εκατομμύρια άνθρωποι, 6.000 θέσεις εργασίας) δείχνουν πώς ο πλούτος, η δημοφιλία των πόλεων και η, θεωρητικά, καλή ποιότητα ζωής για τους περισσότερους  δεν σημαίνει αυτόματα και πληθώρα αξιόλογων θέσεων εργασίας.

Ειδικά για τα πλούσια Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας  τόνισε πως συγκαταλέγονται ανάμεσα στις χώρες που τα ποσοστά ανεργίας  των νέων ήταν υψηλότερα το 2023 απ’ ό,τι το 2019.

Στατιστικά δεδομένα και το παραδοξο της πιο δημοφιλούς ευρωπαϊκής πρωτεύουσας

Τα παραπάνω δεδομένα έρχονται να επιβεβαιώσουν και στοιχεία για την Ευρώπη τα οποία δημοσιεύθηκαν στον οικονομικό ιστότοπο financialexpress.com. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρεται πως η δημοφιλής  πρωτεύουσα της Ισπανίας, η Μαδρίτη, είναι σήμερα η δυσκολότερη πόλη για εύρεση εργασίας στην Ευρώπη. Tα στοιχεία δείχνουν πως το 2024, 380.000 άτομα διεκδίκησαν λίγες περισσότερες από 26.000 θέσεις εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχουν περίπου 14 άτομα που ανταγωνίζονται για μία θέση. Πάντως, με το μέσο εισόδημα να είναι υψηλότερο από το κόστος ζωής, η διαβίωση στη Μαδρίτη εξακολουθεί να είναι αρκετά προσιτή και πολλοί συνεχίζουν να διεκδικούν μια ικανοποιητική θέση εργασίας σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και ζωντανή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.

Μια περίπτωση ακόμα που προκαλεί το ενδιαφέρον είναι το κοσμοπολίτικο Παρίσι, που διαθέτει το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στη λίστα με τις ευρωπαϊκές πόλεις αλλά τελικά αποδεικνύεται πως υπάρχουν περισσότερες θέσεις εργασίας από όσους αναζητούν εργασία, δημιουργώντας ένα παράδοξο για τον εργασιακό τομέα.

Με βάση επικαιροποιημένα στοιχεία, οι χώρες με τη χαμηλότερη ανεργία στην ΕΕ είναι σήμερα  η Τσεχία και η Πολωνία, και οι δύο με ποσοστό 2,6% τον Ιανουάριο του 2025. Στον αντίποδα, και άλλα στοιχεία επιβεβαιώνουν πως το χαμηλό ποσοστό ανεργίας δεν συνεπάγεται πως η οικονομία μιας χώρας είναι απαραίτητα ισχυρή. Για παράδειγμα, το 2023, ο Νίγηρας είχε μόνο 0,6% ανεργία και κατά κεφαλήν ΑΕΠ 618,3$, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.

Στο ερώτημα πώς γίνεται τόσο δημοφιλείς πόλεις με φαινομενικά πολλές προοπτικές, να έχουν υψηλά ποσοστά ανεργίας, η απάντηση δεν είναι εύκολη καθώς οι αιτίες είναι πολυπαραγοντικές και κάθε χώρα έχει τα δικά της ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Ο μεγάλος αριθμός του πληθυσμού που συρρέει στα μεγάλα αστικά κέντρα σίγουρα διαδραματίζει κάποιον κομβικό ρόλο. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί, ετεροκλητοι άνθρωποι διεκδικούν μια θέση εργασίας, γεγονός όμως που δεν συμβαδίζει τελικά με τις πραγματικά διαθέσιμες θέσεις εργασίας. 

Τα ποσοστά ανεργίας μπορεί να επηρεάζονται και από συγκεκριμένους κλάδους που αναζητούν εξειδικευμένο προσωπικό π.χ κλάδος πληροφορικής, logistics,οι οποίοι συχνά δεν βρίσκουν αντίκρισμα στην αγορά και έτσι πολλές θέσεις παραμένουν κενές για μεγάλο διάστημα. Γενικά στις εύρωστες χώρες, η οικονομία είναι επικεντρωμένη πια στους τομείς της τεχνολογίας ή των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, τομείς που απαιτούν εργαζομένους με εξειδίκευση και συγκεκριμένα προσόντα, αφήνοντας απ’ έξω μεγάλες ομάδες του πληθυσμού, ιδιαίτερα εκείνους που εργάζονται σε πιο “παραδοσιακές “βιομηχανίες.

Σκιαγραφώντας τις τάσεις για τα επόμενα χρόνια,  το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (Wοrld Economic Forum), μέσα από την έκθεση του για το “Μέλλον της Εργασίας 2025”, προέβλεψε τη δημιουργία 170 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας έως το 2030,  σε συγκεκριμένους τομείς. Οι εξελίξεις στον τεχνολογικό τομέα,  η πράσινη μετάβαση και οι οικονομικές και δημογραφικές αλλαγές είναι οι λόγοι που αναμένεται να επηρέασουν και ν’ αναδιαμορφώσουν την παγκόσμια αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια. Αυτές όμως οι τάσεις θα οδηγήσουν και στην απώλεια 92 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, άρα για τα επόμενα χρόνια αναμένεται να δημιουργηθούν 78 εκατομμύρια καθαρές νέες θέσεις εργασίας, σύμφωνα με τους αναλυτές του WEF.

Αναφορικά με το πάντα επίκαιρο ζήτημα της ανεργίας, ένα παγκόσμιο πρόβλημα με πολλαπλές προεκτάσεις, ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Υπηρεσίας Εργασίας (ILO) Gilbert Houngbo έδωσε το στίγμα για το τι πρέπει να γίνει τα επόμενα χρόνια, τονίζοντας πως “η επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης και η ασθενής παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τον επίμονο πληθωρισμό δημιουργούν γόνιμες συνθήκες για μεγαλύτερη ανισότητα και υποβαθμίζουν τις προσπάθειες για επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Και χωρίς ευρύτερη κοινωνική δικαιοσύνη δεν θα επιτύχουμε ποτέ μια βιώσιμη ανάκαμψη».