Το ταξίδι με τραίνο μέσα στην Ελλάδα είναι πάντα μια αφορμή για ενδοσκόπηση. Αρκεί να μην είναι τίγκα το βαγόνι σου.
Μου αρέσει το ταξίδι με τραίνο – σίγουρα το αεροπλάνο είναι πιο γρήγορο, σίγουρα όταν βρίσκεσαι μέσα σε τραίνο τρως πολλές ώρες χαζεύοντας από ένα παράθυρο ενώ δεν έχει σήμα το κινητό σου… αλλά είναι ο καλύτερος τρόπος να δεις την Ελλάδα. Ήθελα να πω, ο καλύτερος τρόπος να πάς από την Αθήνα στη Λάρισα ή στη Θεσσαλονίκη, αν έχεις κάμποσες ωρίτσες διαθέσιμες και ένα βιβλίο να διαβάσεις. Μερικές φορές, και να γράψεις.
Το αναφέρω επειδή στη διαδρομή προς Θεσσαλονίκη πριν μερικά χρόνια βρέθηκα σε αδειανό κουπέ, με λαπτοπ, και με μισό βιβλίο γραμμένο ήδη, οπότε έγραψα ένα καινούργιο κεφάλαιο στην άνεση του βαγονιού: είχα τραπεζάκι, πρίζα για το λάπτοπ, τις ηρωίδες μέσα στο κεφάλι μου όπως συνήθως, καθόλου σήμα στο κινητό και χρόνο για να γράψω. Μια καημένη κυρία που περιπλανήθηκε στην απέναντι θέση, σηκώθηκε κι έφυγε ύστερα από άκαρπες προσπάθειες να ανοίξει συζήτηση. Γενικά προτιμώ να μην γνωρίζω κόσμο στα τραίνα επειδή (1) σκέφτομαι πράγματα που πρόκειται να γράψω ή/και γράφω και (2) γνωρίζω ήδη αρκετό κόσμο, όχι ότι είμαι κομπλέ, απλώς το τραίνο προσφέρεται για άλλες δουλειές, μη κοινωνικές. Προτιμώ επίσης τα τραίνα μισο-άδεια και όχι τιγκαρισμένα, κάτι με το οποίο δεν θα συμφωνήσει κανένα τραίνο αλλά όλοι οι επιβάτες, που θεωρούμε τους άλλους επιβάτες πάρα πολλούς και αναρωτιόμαστε που σκατά πάνε όλοι αυτοί.
Σε περίοδο προ-εορτών κάθε είδους, οι πάρα πολλοί επιβάτες πηγαίνουν στη Λάρισα, που φαίνεται ότι είναι ο ιδανικός προορισμός. Μερικοί πηγαίνουν στις ενδιάμεσες στάσεις – Αφίδνες, Οινόη, Θήβα, Λειβαδιά, Τιθορέα, Λιανοκλάδι, Παλαιοφάρσαλος, ή στις «ανταποκρίσεις» όπως Βόλος, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Καλαμπάκα κλπ. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλες ανταποκρίσεις που δεν συγκράτησα, και με εκπλήσσει πάντα το τραίνο που περνάει από τη Δομοκό χωρίς να κάνει στάση. Όπως και από άλλα μέρη στα οποία δεν κάνει στάση. Το Intercity, το γρήγορο τραίνο, πχ με αναχώρηση 15.22 και άφιξη στη Λάρισα 18.19, σε τρεις ωρίτσες πάνω-κάτω, έχει φάει κάμποσες από τις παραδοσιακές στάσεις του αργού τραίνου – το οποίο θυμάμαι να θέλει πέντε-έξι ώρες, με έξτρα καθυστερήσεις, για να ρημαδο-φτάσει στη Λάρισα. Έκανα την διαδρομή πάντα άνοιξη, με τον πρώτο γιο μου δύο, τριών, πέντε και έξι χρονών, και όποτε βλέπω τώρα στα τραίνα αντίστοιχα πιτσιρίκια να κυλιούνται στους διαδρόμους γλύφοντας τα πόδια των καθισμάτων, χαμογελάω συμπονετικά στις αλαλιασμένες μαμάδες με το ενοχλητικό ύφος του «εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα΄ρθεις». Τα μωρά και μικρά παιδάκια δεν είναι ιδανικοί ταξιδιώτες, ειδικά σε διαδρομές άνω της μισής ώρας. Οι πέντε ώρες στο τραίνο με μωρό/μικρό παιδί σου φαίνονται πεντακόσιες, όταν είσαι η μαμά του, κι άλλες τόσες αν είναι γκαντέμης συνταξιδιώτης…
Αυτή τη φορά τα παιδιά μου είναι προ-έφηβα, με τα κινητά στο κούτελο, διαμαρτύρονται μόνον όταν δεν έχουν σύνδεση, κοιτάνε απηυδισμένα την οροφή με βαθιά περιφρόνηση, κι έπειτα το παίρνουν απόφαση, τρεις ώρες είναι, θα περάσουν. Μια παρέα μεγαλύτερων αγοριών, από Σχολή Ικάρων με άδεια, κάθονται στο διπλανό καρέ – τέσσερα καθίσματα με τραπεζάκι στη μέση, για τους τυχερούς που είναι παρέα (εμείς είμασταν τρείς, με μια καημένη κυρία ως τέταρτη, που κατέβηκε στον Παλαιοφάρσαλο. Ο οποίος γιατί είναι αρσενικός; Δεν του έφταναν τα Φάρσαλα, ως ουδέτερα, έπρεπε να εδραιώσει την πατριαρχία με το –ος;) Η κυρία συνταξιδιώτισσα, όταν περάσαμε μπροστά από τον χιονισμένο Παρνασσό και ρώτησαν τα παιδιά μου «Ποιο βουνό είναι αυτό;», απάντησε αμέσως «Ο Παρνασσός!» βγάζοντάς με από την δύσκολη θέση («Ένα, βουνό, ωραίο δεν είναι;»)
Η παρέα των νεαρών Ικάρων δίπλα μιλούσε δυνατά για συναδέλφους-συμφοιτητές, καθηγητές, εξετάσεις που μόλις είχαν περάσει, βαθμολογήσεις, μια κοπέλα-συνάδελφο που όμως έφυγε, πόσο καλό είναι να έχεις ώρες πτήσης στο ενεργητικό σου και γενικά να πετάς και πόσο μπάζο είσαι όταν μπαίνεις στην Σχολή και δεν θέλεις να πετάς – τότε γιατί μπήκες; Ε; ε;
Δεν είχαμε κάτι να απαντήσουμε σε αυτό το καυτό ερώτημα αλλά παρακολουθούσαμε τη συζήτηση, μέσες-άκρες, επειδή ένα από τα αγόρια ήτανε από Καρδίτσα/ή/καιΤρίκαλα, ένα από Λάρισα, ένα από ακατανόμαστο χωριό της Θεσσαλίας κι ένα από Σέρρες: θα άλλαζε τραίνο στη Σαλονίκη και μετά θα έπαιρνε το ΚΤΕΛ ο Σερραίος, θα έφθανε στο σπίτι του αργά το βράδυ. Αν καταλάβαμε καλά, γιατί ο συντονισμός τεσσάρων διαφορετικών διαλέκτων κεντρικής και βόρειας πατρίδας ήτανε λίγο αποπροσανατολιστικός. Αυτός που θα κατέβαινε Λάρισα ήταν χωρίς στολή, με βερμούδα και φανελάκι, επειδή θα πήγαινε στο γυμναστήριο κατευθείαν. Ο Σερραίος μπήκε με στολή αλλά σε κάποια φάση άλλαξε, δεν ξέρουμε πού, και επανήλθε με κανονικά ρούχα. Ένας από τους τέσσερεις πήγε στο κυλικείο στο οποίο γινότανε χαμός, επέστρεψε μετά από μια ώρα με ένα καφέ, ίσως και με άλλα ρούχα, και είπε στους άλλους να μη το σκεφτούνε καν να πάνε για καφέ λόγω πολυκοσμίας, «Η ουρά φτάνει μέχρι Λάρισα, φίλε!».
Ήταν η ώρα που τα παιδιά μου σκεφτόντουσαν ότι κορακιάσανε, ήθελαν νερό και ίσως σάντουιτς που διαφήμιζε τόσο ελκυστικά η σέξι φωνή στο μεγάφωνο, αλλά βαρέθηκαν με τον τρόπο που μόνον τα προ-έφηβα και έφηβα βαριούνται – μπλαζέ, λίγο Βερσαλλίες, λίγο «Γιατί με τραβάτε εμένα σε αυτά», λίγο «Θα αντέξω σιγά το πράμα».
Αντέξανε, δεν είναι μεγάλο ταξίδι, όταν ήταν μωρά κρατούσε περισσότερη ώρα, και όπως όλα τα βρέφη είχανε γλύψει τότε το διάδρομο, μπορεί και το ταβάνι. Τώρα, το ταξίδι με τραίνο είναι μεγαλείο – διάβασα περί τις τριάντα σελίδες βιβλίου. Το εισιτήριο αλλέ-ρετούρ για ενήλικο άτομο κοστίζει 32,50 ευρώ, αν θελήσεις να αλλάξεις την επιστροφή είναι άλλα 11,70 ευρώ, δηλαδή κοστούμι, αλλά και πάλι πιο οικονομικό από το αυτοκίνητο, ίσως στα ίδια γράδα με το ΚΤΕΛ, που δεν έχει καμπινέ ούτε κυλικείο και καμία σχέση, γενικά.
Κάθε φορά που κάνω την διαδρομή σκέφτομαι τα μέρη στα οποία δεν έχω πάει: στη Θήβα, ας πούμε, δεν έτυχε ποτέ, στο Λιανοκλάδι με το περίεργο όνομα. Ο Παλαιοφάρσαλος μου φαίνεται φαλλοκράτης, καλά έκανα και δεν πήγα, αλλά η Τιθορέα ακούγεται τόσο αρχαιοπρεπής. Ένα νεαρό ζευγάρι ανέβηκε στην Οινόη, επίσης ωραία ονομασία μέρους που δεν έχω επισκεφθεί, και κατέβηκε στην Τιθορέα: αναρωτιέμαι τι μπορεί να έχει η Τιθορέα που δεν έχει η Οινόη, και τι κάνεις στο ένα ή στο άλλο μέρος, όταν είσαι δεκαεφτά χρονών, και κουκλί όπως αρμόζει σε σωστό δεκαεφτάχρονο…
Και κάθε φορά υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι θα πάω μια μέρα στη Θήβα, στη Λειβαδιά, ίσως για παρουσίαση βιβλίου, σίγουρα με το τραίνο. Το υπόσχομαι στο μακρύ τούνελ πριν την Λάρισα, όταν «φτάνουμε στον προορισμό μας και η αποβίβαση γίνεται από την δεξιά πλευρά της αμαξοστοιχίας», λοιπόν μια μέρα θα πάω σε όλα αυτά τα μέρη, ακόμα και τα εγκαταλελειμμένα, που με κοιτάζουν με περιέργεια από το παράθυρο του τραίνου. Θα ήθελα να τα δω από κοντά αυτά τα μέρη… Εκτός από τον Παλαιοφάρσαλο. Κάπου πρέπει να βάζει κανείς ένα όριο.
Μανίνα Ζουμπουλάκη, athensvoice.gr